Έργα να γράψουμε ή σκηνοθεσίες;
Η εξαπάτηση για ίδιον όφελος δεν είναι τέχνη.
Μπορεί να έχει και ολίγον από ίδιον, αλλά το πολύ πρέπει να είναι του συνόλου. Αν θα μπορέσουμε ποτέ να συνεννοηθούμε ποιό είναι το σύνολο, γιατί ο καθένας “σύνολο” θεωρεί την ομάδα στην οποία ανήκει.
Κι αν δεν ανήκει, αγωνίζεται να βρει κάπου κι αυτός να βολευτεί.
Το βόλεμα κατήντησε τρόπος ζωής ή θανάτου.
Θανάτου, βέβαια, γιατί ποιος βολεμένος έζησε πραγματικά, ποιος βολεμένος ζει τη δική του τη ζωή κι όχι αυτή που του υπαγόρευσεν η μόδα ή ο συρμός;
Υπαγορεύεται η ζωή, αλλά καλό θα ήταν να γίνεται από σοφούς δασκάλους και όχι από μεροκαματιάρηδες της επικοινωνίας.
Στην επικοινωνία η κοινωνία έβαλε τα ρέστα της και απονενοημένα αγωνίζεται να κερδίσει ένα παιχνίδι χαμένο από χέρι, έτσι ερήμην όπως στήθηκε της στοιχειώδους λογικής, έτσι όπως αυτές οι Λέξεις αγωνίζονται να συγκροτήσουν Λόγο, που να έχει ένα Νόημα, που να το πάρουμε στο σπίτι μας να μας δροσίσει στον καύσωνα.
Όχι αυτόν που νοιώθουμε, αλλά αυτόν που προειδοποιούν οι μετεωρολόγοι.
Προειδοποιούν αυτοί κι εμείς υφιστάμεθα.
Υφιστάμενοι, που έχουμε προσληφθεί σε εταιρείες που πωλούν ψέματα και αγοράζουν συμφορές.
Στην Αγορά που φτιάχνει φόβο για να εισπράξει την υπεραξία του.
Η αξιοσύνη παρακμάζει, ολίγον κάποτε προσωρινά επαναστατεί και ακολούθως ψιλοβολεύεται, γιατί «πού πας να μπλέξεις τώρα;»
Οι πρωτοπορίες που φτιάχτηκαν σε δοκιμαστικούς σωλήνες, έγιναν mainstream-κατεστημένα και παριστάνουν τους πρωτοπόρους εκ του ασφαλούς, με ύποπτες ευλογίες και προβολές ακόμη κι από «προοδευτικούς» ραδιοφωνικούς σταθμούς και «έγκυρα» site.
Όπως ακριβώς κάποιοι χυδαίοι διαφημιστές, -με τα άθλια ελληνικά τους και την αισθητική τηλεπαιγνίων της τηλεόρασης-, τηλεπωλούν άχρηστα αγαθά, που μόνο πιάνουν χώρο στις ντουλάπες.
Προεκτείνονται τα τετραγωνικά του διαμερίσματος, με δάνεια που δεν μπορούν να πληρωθούν, για να στεγάσουν έπιπλα, ρούχα και μικροσυσκευές, εξοβελίζοντας τα όνειρα που κάναμε διαβάζοντας, κάποτε -πολύ παλιά-, Ποίηση.
Τώρα, μη μιλάτε για τους ποιητές, έχουμε άλλες προτεραιότητες, έχουμε άλλους πόνους, πόνους εφήμερους σε πρόσκαιρες κατασκευές, μέχρι να λανσάρουνε την επόμενη μόδα.
Εισάγουμε ακόμη και ιδέες, για το πώς να ζούμε σύμφωνα με το σχεδιασμό παγκόσμιων εργαστηρίων δυτικής συμπεριφοράς, που συναρμολογούνται σε κινέζικα εργοστάσια.
Χρόνια και χρόνια με τα αποφόρια εκ Δυσμών. Από την Ούνρα ως τα Ευρωπαϊκά Μεσογειακά Προγράμματα, που τώρα τα λένε Χρηματοδοτικά Προγράμματα. Αλλάζουν ονόματα, αλλά θα καταλήξουν, όπως πάντα, σε τραπεζικούς λογαριασμούς των ημετέρων.
Με νόμους εισαγωγής, θα γίνουμε ευρωπαίοι επιτέλους, εμείς οι απόγονοι της γενιάς του ´30, που έχουμε μοντέλα πια τις ουγγρικές «δημοκρατίες».
Νομίζουμε πως γράφουμε καινούργιο θέατρο, γιατί ξεπατικώσαμε βερολινέζικες σκηνοθεσίες ή λονδρέζικα πρωτοποριακά, αλλά οι νόμοι της μαύρης αγοράς καλά κρατούν· οι μαυραγορίτες έγιναν πλειοψηφία.
Τα ψηφιακά έργα τέχνης κατακλύζουν τα διαδίκτυα, κατακλύζουν τα κινητά τηλέφωνα και τους εγκεφάλους των ιδιοκτητών τους. Αδειάζουμε τους τοίχους μας από τους πίνακες και στη θέση τους τοποθετούμε το Home Cinema να παίζει τα Νετφλίξια και τώρα πια ποιός και πώς να γράψει θέατρο, αφού δεν θα βρει αίθουσα να το φιλοξενήσει;
Πού θα βρεθούν ηθοποιοί να παίξουν, να υποδυθούν, να συγκινήσουν και να λησμονηθούν;
Ενώ άμα λησμονηθείς παίζοντας στα Copy Paste σήριαλ, τα κακέκτυπα της φωσκολικής Λάμψης, σου μένει έστω κάποια δόξα εφήμερων εξωφύλλων φτηνών περιοδικών, ένα μεροκάματο λειψό και μια έκτακτη Kαλημέρα από τον περιπτερά της γειτονιάς σου, που πριν δεν σε ήξερε.
Τα νέα έργα, αν υπάρξουν, μένουνε στα συρτάρια, αφού τα παλιά, εκείνα τα σπουδαία, τα σκηνοθετούμε σαν μεταμοντέρνες τάχαμου προτάσεις, που όμως αναπαράγουν παλιά τετριμμένα κι εξαντλημένα κόλπα.
Πώς να υπάρξει Ίψεν σύγχρονος, να προκαλέσει βίαιες αντιδράσεις κοινωνικής εξέγερσης και να αντέξει να βρεθεί μετά ο άμοιρος είκοσι χρόνια στην εξορία;
Nέα έργα, που μοιάζουν νέα, μόνο και μόνο γιατί μοιάζουν ακαταλαβίστικα, ή γράφτηκαν από συγγραφέα που έχει γνωριμία με καλλιτεχνικούς συντάκτες, δεν έχουν τρόπο να σκηνοθετηθούν, δεν έχουν πατήματα και λαβές, να πιάσει ο ηθοποιός να σκαρφαλώσει. Αν κάποτε ξεφύγει κάποιο και διακινδυνεύσει να φέρει αποτέλεσμα, το αναλαμβάνει η κριτική να το ισιώσει, αναλαμβάνει ένας έγκυρος σκηνοθέτης να το ξεδοντιάσει, για να μπορεί να προβληθεί ασκόπως από τα ΜΜΕ, να μείνει εντέλει στην εμβέλεια ενός θεάτρου 50 θέσεων, αν και εφόσον θα υπάρχουν αυτά τα μικρούλια θέατρα, μετά την προσεχή καταστροφή που αναμένεται, αφού έτσι κι αλλιώς από την αρχή που δημιουργήθηκαν δεν άρεσαν· μια μόδα τα ευνόησε προς στιγμήν, αλλά αυτά που θα επικρατήσουν πάλι, θα είναι εκείνα των 300 ή 3000 θέσεων, όπου μπορεί η μαζικότητα να ταϊστεί με διασκέδαση και παραπλάνηση.
Όπου θα εμφανίζονται οι εγκεκριμένοι πρωταγωνιστές και θα χειροκροτούν από τις πρώτες σειρές οι γραμματείς και οι φαρισαίοι της «πολιτικής» και του «πολιτισμού».
Ποιό νέο έργο να αντισταθεί στους κατεστημένους πρωταγωνιστές, ποιό να ξεφύγει από την προκρούστεια σκηνοθεσία;
Ακριβώς τώρα, που το αύριο φαίνεται απρόβλεπτο και σκοτεινό, ενώ συνεχώς χτίζονται τα καλούπια που θα μας εγκιβωτίσουν.
Όμως έργα θα υπάρξουν. Θα γραφτούν, αλλά για να παιχτούν, θα πρέπει να ξαναστηθούν Ομάδες από την αρχή, στα σκοτεινά υπόγεια, μακριά από τις προκρούστειες κλίνες της τρέχουσας τέχνης, ομάδες που θα τις έχει σφυρηλατήσει η Ποίηση και θα έχει συσπειρώσει η Ανάγκη.
Χωρίς να σκέφτονται καριέρες, ωράρια ή κασέ.
Ούτε να παρακαλούν για ένα μονόστηλο.
Ομάδες, που θα μαθευτούν από στόμα σε στόμα και θα εμφανιστεί ξαφνικά ένας επώνυμος σπουδαίος καλλιτέχνης, που θα τους αναφέρει σε μια τηλεοπτική εκπομπή μεγάλης ακροαματικότητας, (εκπομπής, που πριν λίγο αγνοούσε την ύπαρξή τους) και τότε θα ξαμολυθούν -με εντολή του αρχισυντάκτη- οι γραμματείς της παραγωγής, να ψάχνουν τηλέφωνα και διευθύνσεις, να τους προβάλουνε κι αυτούς, αλλά με απώτερο σκοπό να καταφέρουν να τους μαζέψουν μέσα στο θολό ποτάμι της «κοινής αποδοχής».
Κι εκείνοι θα πουν Όχι και να συνεχίσουν στην Ποίηση.
Τότε ίσως υπάρξει ένα φως.
Στο μέγα και έρημο σκότος.
(Στη φωτογραφία το Υπόγειο του Κουν, που υπάρχει από τη δεκαετία του ’50. Φωτογραφημένο, από μένα, πριν δέκα χρόνια.)