1
Ευλογημένο στους αιώνες των αιώνων το όνομά σου!
Πράσινο βαθύ, υποτακτικό
το βλέμμα σου.
Μαλάσσει πόνους
και την φυματίωση της ίριδας.
Καταπραΰνει την αυτοχειρία του νερού,
καθώς γίνεται βροχή.
Σαν Θεός που στρατολογεί δοξάρια
για να διευθύνει το χάος,
τα στεκούμενα ύδατα που θα γίνουν κόσμος.
2
Δεν θα ξαναγίνω ποτέ, όπως τ’ άλλα κορίτσια!
Ούτε θα χαρώ ξανά τον άνεμο στα μαλλιά μου.
Κήπο λαμπρό λογάριαζα την καρδιά σου,
πώς να ξεριζώσω τα λουλούδια που φύτεψες
για να μην ανθίσει ο νάρδος το χειμώνα,
να μη χυθεί το ερύθημα του τριαντάφυλλου
στο φτωχό, διπλό κρεβάτι.
Θα μείνει σκοτεινό δάσος,
που θα χάσει το φως του,
αφού μόνιμα πια χιονίζει
μετά την εξόδιο ακολουθία του ονείρου
που τέλεσες, σαν βαθύ, πένθιμο σαββατιάτικο εσπερινό.
Ξεχασμένη η ανάσταση στα σπλάγχνα του Μάρτη,
άπνοη η πρώτη χειμωνιάτικη ηλιαχτίδα,
καλύπτει στην άκρη τη σιωπή σου.
Προτιμότερη η απουσία από την σιωπή.
Να έρχεται κάθε πρωί ένας μικρός θάνατος
να εκβιάζει παρά τη θέλησή μας τη βούληση
για τη ζήση.
Έτσι θα ζω πια, ανέτοιμη.