Οι δύο κύριοι χαρακτήρες αυτού του υποδειγματικά συγκερασμένου μυθιστορήματος, δηλαδή ο φιλέρευνος φοιτητής φιλοσοφίας ονόματι Μανουέλ Μανρίκε και η βιβλιομανής, απρόβλεπτη Χουάνα, η ηλικιακά μεγαλύτερη αδελφή του, σπουδάστρια κοινωνιολογίας σε κρατικό Πανεπιστήμιο, συνιστούν τυπικούς ανυπότακτους νέους της σύγχρονης Κολομβίας. Διερευνάται σε βάθος η ψυχοσύνθεσή τους, καθώς τους παρακολουθούμε πώς εκόντες άκοντες μεταβαίνουν από τη μητρώα Μπογκοτά στη δαιδαλώδη, γεμάτη ηδονές, αλλά και ισάριθμες παγίδες Μπανγκόκ, στην αινιγματική, κρυπτικά πολυεπίπεδη Τεχεράνη, στο ιερό, προκλητικά απαθές, πνιγηρό Νέο Δελχί και στο πολύβουο, σαγηνευτικό πλην όμως δυσνόητο Τόκιο. Από σελίδα σε σελίδα μαθαίνουμε, μεταξύ άλλων, τι συνεπάγεται η εξέλιξη τους σε αυθεντικούς πολίτες συνείδησης. Ο ταραχώδης βίος τους, ο οποίος αναλύεται σε ικανό βάθος, εστιάζεται κατεξοχήν στη χειραφέτηση της απόλαυσης. Ενδεχομένως γνωρίζουν ότι η “επιδεξιότητα δεν είναι τίποτα άλλο παρά το επίκτητο θάρρος να υποστηρίζεις το εγώ σου την ώρα της οδυνηρής κρίσης, από τη στιγμή που τη βλέπεις χωρίς οίκτο να εξυφαίνεται”, όπως ορίζει ο Χένρι Τζέημς στον πρόλογο του σημαδιακού του έργου Ρόντερικ Χάντσον. Εξ ου και οι περιγραφές πεισμόνων διασώσεων του εαυτού. Ο Μανουέλ και η Χουάνα, πότε επιτυχώς πότε ανεπιτυχώς, με την εμπύρετη δράση τους επιβεβαιώνουν δηλαδή, αν μη τι άλλο, ότι σέβονται στην πράξη τον όποιο σκοπό της ύπαρξης. Το πρόσωπο επιδιώκει να συμφιλιωθεί όχι με τον κόσμο όπως θέλει να είναι, αλλά με την ιδέα ενός αρτιότερου κόσμου. Ο ιδεαλισμός είναι το φάρμακο που παίρνουν πολύ τακτικά τα δύο αδέρφια.
Συγκρατώ ότι, χωρίς κειμενικά ιζήματα ή περιττές αυτοαναφορές, προβάλλεται επαρκώς το άγος του ζην στην κατώτερη, αλλά και στη μεσαία κοινωνική λωρίδα της Κολομβίας. Τα παράγωγα του κατεστημένου και της υπερδομής του κατά την προεδρία του μεγάλου φίλου των παραστρατιωτικών, σαφώς εγκληματικών οργανώσεων, και μάλιστα επιδεικτικού οπαδού του χριστιανικού καθολικού δόγματος Αλβαρό Ουρίμπε Βέλεθ, σημαίνουν εν ολίγοις βέβαιο εξανδραποδισμό. Τον τελευταίο έχει κάθε λόγο να απεχθάνεται η Χουάνα, που έχει ορκιστεί να τον καταστρέψει πολιτικά μαζί με τους αυλικούς του. Η λογοτεχνία και ο ποιοτικός, νεωτερικός κινηματογράφος συναποτελούν εν τω μεταξύ τους πυλώνες μιας αυθόρμητης, πολύτιμης πάντως γνώσης. Εκείνης ακριβώς, η οποία προκαθορίζει σε ιδιαίτερα μεγάλο βαθμό τις στάσεις και τις συμπεριφορές τόσο του Μανουέλ, όσο και της αδελφής του. Εκεί προβάλλεται η αλήθεια και η απώτερη, η εξ αντικειμένου κλίμακα αξιών και απαξιών. Ανάμεσα στις σελίδες των προσφιλών εξιστορήσεων και στις ευρηματικές, ρηξικέλευθες φιλμικές αποδόσεις εντοπίζονται οι φασματικοί Έτεροι. Εκεί κατοικούν “μοναχικοί μέσα σε πόλεις – φαντάσματα, άνθρωποι εύθραυστοι σε λεωφόρους και καφετέριες, με μια τεράστια ανάγκη να επινοούν κίνητρα για να συνεχίζουν να ζουν και με την αίσθηση πως έχουν χάσει πριν καν μπουν στο παιχνίδι, ότι κάτι πήγε εντελώς λάθος ευθύς εξαρχής”. Πρόκειται για τους κατ΄ ουσίαν πλησιέστερους ψυχικά και πνευματικά συγγενείς των δύο καταπονημένων, αλλά ασυμβίβαστων αδελφών. Κοντολογίς, η τέχνη του λόγου και των εικόνων δεν παράγουν ψευδαισθήσεις, αλλά ουσίες ζωής. Περιττό να τονισθεί ότι κι άλλα γνωσιολογικά πεδία διαδραματίζουν παρόμοιο ρόλο όσον αφορά την κατανόηση και την περαιτέρω πρόσληψη της πραγματικότητας. Διακρίνω, φέρ’ ειπείν, την ιστορία, την εθνολογία και την ανθρωπολογία, όπως την ανέδειξε ιδίως ο Κλοντ Λεβί -Στρος.
Κάποια στιγμή ο Μανουέλ κατηγορείται αδίκως για κατοχή ναρκωτικών ουσιών. Θύμα μιας σπείρας παραβατικών στοιχείων, προφυλακίζεται στις απάνθρωπες φυλακές της πρωτεύουσας της Ταϊλάνδης. Κινδυνεύει μάλιστα να καταδικαστεί σε θάνατο, σύμφωνα με την ανελαστική επιτόπια νομοθεσία, αν δεν ομολογήσει ενώπιον των δικαστών την ενοχή του. Έχει βρεθεί στη Μπανγκόκ, αναζητώντας την Χουάνα, η οποία εξαφανίστηκε κυριολεκτικά από την οικογενειακή εστία τέσσερα χρόνια πριν. Η εξομολόγηση των παθών, η οποία αναπόφευκτα ακολουθεί, απευθύνεται κατ’ ανάγκην στον πρόξενο της Κολομβίας, που υπηρετεί στη γειτονική Ινδία. Θα μεταβεί μάλιστα χωρίς χρονοτριβή, μετά από την άμεση έγκριση της αρμόδιας διεύθυνσης του Υπουργείου Εξωτερικών της πατρίδας του, στην Μπανγκόκ, προκειμένου να παρασταθεί στον πανικόβλητο, άτυχο Μανουέλ.
Το αστυνομικό ή καλύτερα το ανιχνευτικό πρόγραμμα δράσης συναντά στις Νυχτερινές ικεσίες τη δημιουργική γραφή. Η διασταύρωση αυτή γεννά, όπως θα ανέμενε κανείς, αλλεπάλληλες κειμενικές εκπλήξεις. Η αφήγηση εμπλουτίζεται διαρκώς από τα ποικίλα βιώματα της συστηματικής, ιαματικής ανάγνωσης λογοτεχνικών έργων, τα οποία υπογράφουν επιφανείς ή μη δημιουργοί του είδους. Πρόκειται όχι για την επιφανειακή περιήγηση στους κήπους των βιβλίων, αλλά για την ειλικρινή εγκατάσταση στο περιεχόμενό τους. Έτσι, μέσα από το όλο πλέγμα των στοχαστικών αναφορών, προκύπτει ένα είδος αμύνης απέναντι στον επαπειλούμενο εκμαυλισμό του είναι. Ακόμη κι όταν η ασίγαστη Χουάνα καταφεύγει πρόσκαιρα στη χρήση κοκαΐνης, δεν απεμπολεί κατά βάθος τα κεκτημένα ανθρωπιστικά διδάγματα. Συνιστούν εξ αντικειμένου πάντα τις πολύτιμες σανίδες σωτηρίας. Κι όταν η ίδια θα υποκύψει ακόμα και στον πειρασμό της πολύ καλά αμειβόμενης πορνείας, πάλι θα αναζητήσει τα ύστατα σημεία της οριστικής διαφυγής. Όσο κι αν γονατίζει, όσο κι αν ενδίδει στις σειρήνες των εθισμών στο Κακό, δεν αφήνεται τελικά να καταρρεύσει και να θαφτεί στη χωματερή των αποβλήτων. Ο ευρύτερος κειμενοχώρος της αποτελεί τη δεύτερη, την ασφαλώς δικαιότερη πατρίδα της. Η λογοτεχνία παρέχει εν τέλει τα αποτελεσματικότερα των αντιδότων. Ο Σαντιάγο Καμπόα αποτίει εδώ φόρο τιμής στο γράμμα που σώζει. Στον αντίποδα του γράμματος που “αποκτέννει”, όπως το εννοεί ο Απόστολος Παύλος στην Β’ προς Κορινθίους Επιστολή του, λειτουργεί δραστικά η λέξη που ανανεώνει την ύπαρξη. Όταν όλα δείχνουν θάνατο, το γράμμα που αγκαλιάζει τη Χουάνα αναπτερώνει το ήθος. Ό, τι θα ήθελε δηλαδή να θυμόμαστε πάνω από όλα ο συγκεκριμένος συγγραφέας, το οποίον πολλοί συγκρίνουν με τον συμπατριώτη του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Η μετάφραση από το πρωτότυπο είναι καθόλα χρηστική, οι δε επεξηγήσεις στο τέλος του βιβλίου υποστηρίζουν την πληρέστερη αφομοίωση των επί μέρους μηνυμάτων.
Εξαιρετική και η παρουσίαση από τον Γιώργο Βέη και μεγάλο το ενδιαφέρον που προκαλεί το βιβλίο του Σαντιάγο Καμπόα. Δεν είναι μια επιφανειακή ανίχνευση, μα μια σε βάθος ανίχνευση του ανθρώπινου είναι.