Η ταινία διαφημίστηκε ως η ‘’rom com του καλοκαιριού’’, αλλά αν ληφθεί υπόψη ότι από ιδιοσυγκρασία ποτέ δε συμπάθησα ιδιαίτερα τις ρομαντικές κωμωδίες, ήταν μάλλον η τελευταία ταινία που θα περίμενα κι εγώ η ίδια να δω, ειδικά αυτό το ιδιόμορφα ύπουλο καλοκαίρι, που η κωμωδία έχει εγκατασταθεί ως κακόγουστη και κακόβουλη φάρσα στην καθημερινότητα μας – όσο για τον ρομαντισμό, φοβούμαι ότι οι νοσταλγοί του, αν υπάρχουν ακόμη, θα πρέπει να τον επανεφεύρουν με νέους όρους….
Η εκτίμηση όμως που έτρεφα και τρέφω στον σκηνοθέτη Αργύρη Παπαδημητρόπουλο από τις πρώτες ήδη ταινίες του και κυρίως το εξαιρετικό Suntan – την ταινία που κατόρθωσε να αποδώσει με εκπληκτική οξύτητα αλλά και κατανόηση την ερωτική εμμονή, τα ψυχολογικά αδιέξοδα και τα απωθημένα του νεοέλληνα, με φόντο τον μικροαστικό φασισμό, τη βουβή βία, την ασφυκτική ζωή της επαρχίας και τις αντιφάσεις της μπάσταρδης ελληνικής κοινωνίας – με έπεισαν τελικά να δω την καινούρια του δουλειά, τη Monday.
Δυο αμερικανοί τριαντάρηδες, ο Μίκι και η Κλόι, εγκατεστημένοι για κάποια χρόνια στην Αθήνα, εκείνος disc jockey, εκείνη δικηγόρος, γνωρίζονται σ’ ένα καλοκαιρινό ξέφρενο πάρτι, ερωτεύονται κεραυνοβόλα και ζουν τον έρωτα τους και τη σχέση τους σαν ένα ατελείωτο, αχαλίνωτο week end πάρτι, αναβάλλοντας ακόμη και να σκεφτούν ότι μοιραία έρχεται και η… Δευτέρα.
Για καλή μου τύχη, γρήγορα ανακάλυψα ότι η ταινία, τουλάχιστον στα δικά μου μάτια, κάθε άλλο παρά μια rom com είναι (αν και παίζει με τα κλισέ του είδους άλλοτε πολύ επιτυχημένα άλλοτε λιγότερο), αλλά αντίθετα, επικεντρώνεται στην παρατεταμένη εφηβεία μεγάλου ποσοστού των σημερινών νέων τριάντα και κάτι και στην απροθυμία τους να ενηλικιωθούν, να δεχθούν δεσμεύσεις και να αναλάβουν ευθύνες. Και – κατά τη γνώμη μου – στη δυσκολία τους να βιώσουν τη ζωή τους ερωτικά.
Οφείλω εδώ να διευκρινίσω ότι αν και ηλικιακά απέχω πολύ από τους ήρωες της ταινίας, δεν υπήρξα ποτέ νοσταλγός ενός δήθεν ιδανικού παρελθόντος και με ενοχλούν πάντα οι μικρόψυχοι και απορριπτικοί για κάθε τι νέο συνομήλικοι ή μεγαλύτεροι. Παρά την καλή μου προαίρεση και παρά το εξαιρετικά ενδιαφέρον θέμα της, η ταινία με έβαλε μπροστά σε μια πραγματικότητα δυσάρεστη και μου γέννησε πολλά μάλλον επώδυνα ερωτήματα, όχι μόνο για τη γενιά στην οποία αναφέρεται αλλά και για τις δικές μας.
Πόσο ερήμην μας βγήκαν αυτά τα παιδιά που αρνούνται να μεγαλώσουν, που φοβούνται κάθε τι που θα βάλει σε δοκιμασία τις αντοχές τους στις απαιτήσεις της ζωής, που θέλουν λειασμένες όλες τις γωνίες και αμβλυμένες όλες τις αιχμές στην καθημερινότητα τους, στις σχέσεις τους, στη ζωή τους ολόκληρη, που έχουν την ανάγκη ‘’αναλγητικών’’ όχι μόνο για να αποφύγουν την οδύνη, τη λύπη ή τη δυσκολία, αλλά και για να νιώσουν την απόλαυση του έρωτα ή την απελευθερωτική φυγή μιας τρελής βόλτας με τη μηχανή;
Τι ακριβώς κάναμε ως κοινωνία σε αυτούς τους νέους ανθρώπους, που γι’ αυτούς η οργασμική έξαψη της νιότης, ο ερωτισμός, το σεξ μπορούν να υπάρξουν μόνο μέσα στον παροξυσμό που προκαλούν το αλκοόλ και οι ουσίες; Δεν είναι πια ικανή η νιότη να αισθανθεί από μόνη της τον εξαίσιο ίλιγγο του έρωτα; Μάταια έψαχνα να δω τον κεραυνοβόλο έρωτα στα μάτια του Μίκι και της Κλόι, αυτό το ‘’από τα μάτια πιάνεται στα χείλη κατεβαίνει’’, τον πόθο που διαστέλλει τον χρόνο σε αιωνιότητα της μιας στιγμής, το έκθαμβο βλέμμα του πάθους που τρέφεται μέσα στη σιωπή των εραστών….
Τι θέλουν να απωθήσουν αυτά τα παιδιά, τι να ξορκίσουν, γιατί φτάνουν να βυθιστούν ακόμη και στον αυτοεξευτελισμό; Πιστεύουν, ελπίζουν σε κάποια κάθαρση; Τόση ασχήμια, τόση ανυποληψία, τόση διαστροφή βλέπουν στον κόσμο που τους παραδίδουμε; Γιατί δε σταθήκαμε ικανοί ούτε καν να τους μάθουμε να δέχονται, να αγαπούν τον εαυτό τους, για να μπορέσουν να δεχτούν, να αγαπήσουν, να πορευτούν με τον άλλον; Ο Μίκι και η Κλόι το μαθαίνουν δύσκολα, μέσα από συγκρούσεις, συμβιβασμούς, ξεγύμνωμα του εαυτού, πόνο….. Δύσκολα θα αποδεχτούν πως υπάρχει και …Δευτέρα. Αλλά στην τελευταία σκηνή της ταινίας (που προσωπικά τη βρήκα εύστοχα αμφίσημη) ο θεατής είναι αυτός που θα αποφασίσει αν του επιτρέπεται μια ανάσα αισιοδοξίας για τη γενιά του Μίκι και της Κλόι ή αν το μέλλον των δικών τους παιδιών προοιωνίζεται πιο θλιβερό…
*ο τίτλος αποτελεί παραφθορά τίτλου ταινίας του Jean Luc Godard
Εξαιρετική όπως πάντα η κριτική σας!!!