Τσαλακώνοντας την εικόνα
Ο πατέρας του υπήρξε υψηλόβαθμος στρατιωτικός. στα εφηβικά του χρόνια εντάχθηκε στη μεταξική ΕΟΝ. στη διάρκεια της Κατοχής στράφηκε στην αριστερά. πήρε ενεργά μέρος στην αντίσταση. άρχισε να ενδιαφέρεται για την ποίηση και τη φιλοσοφία. συμμετείχε στον πνευματικό κύκλο του Γαλλικού Ινστιτούτου. μετά τα Δεκεμβριανά φυγαδεύτηκε στη Γαλλία. εξέδωσε τη μία και μόνη ποιητική του συλλογή. γνώρισε τον Καμύ και τον Σάρτρ. αφοσιώθηκε στη φιλοσοφία του υπαρξισμού. δίδαξε σε γαλλικά πανεπιστήμια. το έργο του απέκτησε παγκόσμια αναγνώριση. στα καλά καθούμενα τα βρόντηξε όλα. επέστρεψε μόνιμα στην Ελλάδα. απομονώθηκε στο κτήμα του στην Αίγινα: ιδού η ζωή του Κορέσιου, του ήρωα της Ελένης Πριοβόλου, διακεκριμένου υπαρξιστή φιλοσόφου, χορτασμένου από περιπέτεια, επιτυχία και έρωτες που με αφορμή μια τηλεοπτική συνέντευξη επιχειρεί τον απολογισμό της ζωής του.
Κατά το ήμισυ η αφήγηση δραματοποιεί τούτη ακριβώς τη συνέντευξη. Τα τμήματά της υπέχουν ρόλο εγκιβωτισμένης, πρωτοπρόσωπης αφήγησης, που παρεμβάλλονται συνεχώς στην κυρίως αφήγηση. Σε όλο το βιβλίο υπάρχει η σταθερή εναλλαγή ανάμεσα σε μια τριτοπρόσωπη αφήγηση που ορίζει το αφηγηματικό παρόν, τοποθετεί τη δράση στο κτήμα του ήρωα στην Αίγινα, διαμορφώνει το κλίμα και καλύπτει τα διάκενα και σε εγκιβωτισμένες αφηγήσεις που αναπαράγουν σε πρώτο πρόσωπο κομμάτια της συνέντευξης, πιάνοντας τον μίτο της προσωπικής ιστορίας απ’ το πολύ μακρινό παρελθόν του ήρωα μέχρι την επιστροφή του στην Ελλάδα.
Με τον τρόπο αυτόν πετυχαίνεται κάτι πολύ παραπάνω απ’ το να σπάει η μονοτονία της συμβατικής αφήγησης, να υπονομεύεται η κυριαρχία του παντογνώστη αφηγητή και να προτείνεται μια δεύτερη οπτική στο αφηγηματικό σύμπαν. Με τη συνεχή αντίστιξη του ενός και του άλλου είδους αφήγησης, το παρόν διασταυρώνεται με το παρελθόν, το εδώ διασταυρώνεται με το εκεί, η μηδενική εστίαση του παντογνώστη αφηγητή διασταυρώνεται με τη ματιά του ήρωα υποστηρίζοντας τη βασική ιδέα που διατρέχει απ’ την αρχή μέχρι το τέλος το βιβλίο: η ατομική ιστορία εμπεριέχει τη συλλογική, η ατομική βίωση του χρόνου δεν είναι ποτέ γραμμική και, τελικά, το εγώ είναι σε μια διαρκή συνομιλία με το εσείς, με τον τόπο και με τον χρόνο.
Βασικό θέμα του βιβλίου είναι το αποτέλεσμα τούτης ακριβώς της συνομιλίας, η ατομική δηλαδή ολοκλήρωση ως μια διαδικασία περισπασμών, πτώσεων, συντριβών, επιτυχιών και χαρών μέσα απ’ την οποία το εγώ ωριμάζει και αυτοδιαμορφώνεται, φτάνει εκεί που θέλει ή αντέχει ή μπορεί να φτάσει, συναρτήσει πάντα του ιστορικού πλαισίου, του τόπου και του χρόνου. Υπάρχει ένας βαθύς φιλοσοφικός πυρήνας πίσω απ’ όλα αυτά, που θαρρώ ότι συνιστά τον ιδρυτικό λόγο του βιβλίου: η φιλοσοφική ιδιότητα του Κορέσιου, και δη η μακρά και επιτυχής θητεία του στον υπαρξισμό, είναι το αφηγηματικό προσωπείο και ο μυθοπλαστικός μανδύας πίσω απ’ τον οποίο μπορούμε να αναγνωρίσουμε τον υπαρξιακό προβληματισμό που λογοτεχνικώ τω τρόπω ξεδιπλώνει με τη γραφή της η Πριοβόλου.
Το αφηγηματικό εύρημα της συνέντευξης παρέχει στη συγγραφέα ένα πρώτης τάξεως μέσο για την επεξεργασία του θέματος. Η ανάγκη του Κορέσιου να μιλήσει αληθινά για τον εαυτό του, τώρα που νιώθει το τέλος να πλησιάζει, και η χημεία που έχει αναπτύξει με τη δημοσιογράφο υψώνουν τη συνέντευξη σε κάτι πολύ παραπάνω από έναν ακόμη τηλεοπτικό χαριεντισμό. αυτό που στην πραγματικότητα παρακολουθούμε είναι μια εκ βαθέων εξομολόγηση, όπου το μαχαίρι της αλήθειας μπήγεται πολύ βαθιά απ’ τον ίδιο τον Κορέσιο. Απ’ το πρώτο ακόμη κεφάλαιο φαίνεται η πρόθεσή του να αποκαλύψει τα στίγματα και να ομολογήσει τα ένοχα μυστικά, να τσαλακώσει και να στραπατσάρει την εικόνα που για δεκαετίες κατασκεύαζε για τον εαυτό του.
Επιστρέφει λοιπόν στο παρελθόν όχι για να διεκδικήσει δάφνες, αλλά για να ρίξει αλάτι στις πληγές, να ξυπνήσει τα δαιμόνια, να ταράξει τους νεκρούς και τελικά να φιλιώσει με τις αναμνήσεις. Με τις εκμυστηρεύσεις του επιχειρεί το τελευταίο και πιο οδυνηρό βήμα προς την ολοκλήρωση, στέκεται μπροστά στον καθρέφτη του εαυτού του αφτιασίδωτος και αληθινός. Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα, θα μπορούσαν οι μονόλογοί του να θεωρηθούν σαν την τελευταία και πιο σημαντική φιλοσοφική διάλεξη που εκφωνεί σ’ ένα νοερό αναγνωστικό κοινό για να υποστηρίξει με τον λόγο και με το παράδειγμά του τη θέση ότι η εσωτερική πληρότητα έχει αγκάθια, αίμα και οδύνες, ότι δεν ξέρει από πόζες, υποκρισίες και ψέματα και ότι δεν έχει ανάγκη τα φώτα, το χειροκρότημα και την αγορά.
Η Πριοβόλου κράτησε στα χέρια της πολλές καυτές πατάτες. Δεν είναι εύκολο να ταιριάξεις τη μεταξική δικτατορία με τον Μάη του ’68, το περίφημο πλοίο Ματαρόα με την καταναλωτική απληστία του σύγχρονου ανθρώπου, τους δοσίλογους της κατοχής με τον αναχωρητισμό του ήρωα. Δεν είναι μόνο ο όγκος του υλικού, το ιστορικό θέμα με τις ιδιαιτερότητές του, ο φιλοσοφικός στοχασμός με τις απαιτήσεις του, η ψυχογραφική διάσταση με τις δυσκολίες της. Περισσότερο απ’ ό,τι συνέβη σε άλλα της βιβλία εδώ είχε να αναμετρηθεί με την πρόσφατη και σύγχρονη ιστορία του τόπου, να δαμάσει οικεία πάθη και να αφήσει στην άκρη προσωπικές απόψεις, ώστε να σταθεί έντιμα απέναντι στον ήρωά της και να τιμήσει την τέχνη της, αποφεύγοντας το μελόδραμα και τον διδακτισμό. Θεωρώ ότι με το υψηλών λογοτεχνικών και φιλοσοφικών εντάσεων αυτό βιβλίο της, τα κατάφερε μια χαρά.