Ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν τον πεύκο…
(Γιώργος Σεφέρης)
Πηγαίναμε με τα παιδιά μας μικρά εκεί ψηλά στη Βαρυμπόμπη, απαραιτήτως Καθαρά Δευτέρα και Πρωτομαγιά, Πάσχα, γιορτές και γενέθλια, στο σπίτι του Τάσου με το απέραντο κτήμα που παντρεύτηκε τη Δήμητρα, δυο πανέμορφα παιδιά που αναρωτιόμασταν αν ήταν αληθινά. Η Δήμητρα με τα αθλητικά παπούτσια και κάλτσες μέχρι το γόνατο, το κοντό σορτσάκι και την μπλούζα με την Φάρα Φόσετ στο στήθος, Φάρα Φόσετ κι αυτή. Ο Τάσος, σαν αρχαίος Έλληνας, ορειβάτης, καλλιτέχνης, ερασιτέχνης ζωγράφος και φλογερός φλογερίστας. Αγρίμια κι αγριμάκια μου… ήταν το σουξέ του. Και στο μοναστήρι του…. Ψάλτης…
Τα Ι.Χ. φορτωμένα εκκινούσαν από τις παριλίσσιες περιοχές της Αθήνας –περιοχή όπισθεν Χίλτον αλλιώς- και όλοι μαζί, άντρες, γυναίκες, παιδιά, σκυλιά ανηφορίζαμε. Είμαστε από καλή γενιά και πάρα πολύ φιλόδοξοι όλοι. Όταν φτάναμε, ο Τάσος είχε ήδη ένα αρνί στη μεγάλη λαμαρίνα στον χωριάτικο φούρνο και η Δήμητρα τα ταψιά με τις πίτες και τις σαλάτες έτοιμα. Εμείς κάναμε μια στάση στην Δεκελείας για να εφοδιαστούμε με όλα εκείνα τα παραδείσια γλυκά, ψωμιά και άλλα κι άλλη μια στάση στο Κατσιμίδι, στη βρύση τη βουνίσια που λέει και το τραγουδάκι του Σούμπερτ. Εκεί ακούσαμε την Πρωτομαγιά του 1976 ότι σκοτώθηκε ο Αλέκος Παναγούλης. Το Κατσιμίδι καταγράφτηκε στη μνήμη μας με τον θάνατο του αντιστασιακού ήρωα.
Το τραγουδάκι του Φραντς Σούμπερτ, που το μαθαίναμε όταν ήμασταν παιδιά, βασίζεται στους στίχους του Wilhelm Muller, ο οποίος ανήκει στους φιλέλληνες και έχει κάνει και μία σημαντική ανθολογία ελληνικών δημοτικών τραγουδιών. Δεν ξέρω πάντως αν είχε δει ποτέ του το Κατσιμίδι.
Η παρέα ακροβολισμένη στο τεράστιο μακρόστενο τραπέζι, μέσα στο καθιστικό πλάι στο τζάκι, αν έκανε κρύο, στη βεράντα, αν ήταν καλός ο καιρός, με την Αθήνα όλη να απλώνεται πάνω από τις κορφές των πεύκων και μακριά από τη ταραχή, απολάμβανε τις λιχουδιές. Εντύπωση ανάλογη με εκείνην του Σικελιανού στο «Θαλερό» που είχε τη γέψη του σταριού, του τραγουδιού και του μελιού στον ουρανίσκο.
Γιατί έπειτα από τα γέλια και τις χαρές, πιάναμε το τραγούδι. Εκεί συχνά ερχόταν κι ένα θείος του Τάσου, ένας αρχοντόγερος, που άρχιζε τα τραγούδια της τάβλας, εκείνα τα παλιά, τα ηρωικά και για μας τους «μοντέρνους», άγνωστα, και ανύπαρκτα. Δεν ήταν τραγούδια αυτά. Ήταν η ελληνική ιστορία σε νότες και φωνή. Μυσταγωγία όλα.
Μετά, οι άντρες έπαιζαν ποδόσφαιρο και η Δήμητρα μαζί τους, ενώ οι άλλες κοπέλες παίρναμε τον δρόμο για την κορφή Κιθάρα, που είχε το σχήμα της κιθάρας, γι’ αυτό τη λέγαν έτσι, κιθάρες κι εμείς, όπου και αν μας άγγιζες αφήναμε μικρές ευτυχισμένες κραυγές-νότες, πίναμε νερό φρέσκο καθώς ξεπήδαγε από τους αιώνες, καθώς λέει ο Οδυσσέας Ελύτης, και ζούσαμε, σαν να είχαμε γλιστρήσει από μια τρύπα στον χρόνο, εισβολείς και λαθρεπιβάτες της κρυμμένης αλήθειας του μύθου. Μαζεύαμε λουλούδια, φτιάχναμε στεφάνια και τα φορούσαμε, αργότερα τα φτιάχναμε για τα κοριτσάκια της παρέας, μικρούλες νύμφες, δρυάδες που ξεφύτρωναν πίσω από τους θάμνους, παίζοντας και γελώντας, σαν εκκρεμές στην κούνια της αυλής ή κάνοντας μπάνιο στις γυμνές κούκλες που είχαν ρίξει στη στέρνα η Κατερίνα και η Μυρτώ, για να είναι καθαρές. Η Κατερίνα και η Μυρτώ είναι τα κορίτσια που απέκτησαν η Δήμητρα κι ο Τάσος. Η Κατερίνα είναι σήμερα γιατρός, με σύζυγο γιατρό και μητέρα τριών χαριτωμένων παιδιών. Τα πράσινα σμαραγδένια μάτια της έχουν το χρώμα των πεύκων της Βαρυμπόμπης και η γλώσσα της την ορμή που έχουν τα νερά, σαν τα –Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα όπως τρέχουν από τη λύρα του Διονυσίου Σολωμού και από την Κιθάρα της όμορφης Βαρυμπόμπης. Έχω την αίσθηση πως η Κατερίνα πρέπει να μοιάζει της Αρβανίτισσας γιαγιάς Κατερίνας, που καθόταν στην καρέκλα της σαν αρχόντισσα, αφού είχε γείτονα τον Βασιλιά. «Είμαστε γειτόνοι», έλεγε κι όταν ερχόταν στο κτήμα του, που συνόρευε με το δικό της, την επισκεπτόταν: «Κατερίνα, φτιάξε καφέ» κι άρχιζε τις ιστορίες. Αυτά, όταν η Κατερίνα η Μεγάλη ήταν σαν την Μπουμπουλίνα –Αρβανίτισσα κι αυτή- ή σαν την Κατίνα Παξινού –μάνα κουράγιο- Κατερίνα κι αυτή. Όπως γνώρισα τη γιαγιά Κατερίνα δεν μπορώ να πω πως έμοιαζε με την εγγονή Κατερίνα που κολυμπούσε σαν δελφίνι, στρίγκλιζε σαν σειρήνα, ανεβοκατέβαινε στα κύματα σαν γοργόνα. Κι όμως, σ’ εκείνη τη φωτογραφία, η γιαγιά με την παραδοσιακή στολή της και τα πανάκριβα κοσμήματά της, που ήταν σαν τα μοντέλα των Μουσείων, της έμοιαζε. Το πνεύμα της, την αξιοσύνη της, την αντίστασή της σε ό,τι την ενοχλούσε την έδειχνε σαν βασίλισσα στο απέραντο κτήμα της που έπιανε τη Βαρυμπόμπη όλη, όση περίσσευε από τα βασιλικά κτήματα, δηλαδή, και τη κληροδότησε στον γιο της και στις κόρες του, μαζί με τον υπερήφανο και αδάμαστο μαχητικό χαρακτήρα της.
Η Μυρτώ, η άλλη θυγατέρα του Τάσου και της Δήμητρας, είναι συντηρήτρια Μνημείων. «Κουλιανού του μέλλοντος» την είχε ονομάσει ο Μάνος, όταν ήταν τριών ετών, τότε που η ωραία Κουλιανού ήταν στο όνειρο κάθε εραστή της γυναικείας ομορφιάς. Η Μυρτώ μοιάζει της Δήμητρας. Δούλεψε και στην Ακρόπολη ένα φεγγάρι και κάποτε πήγα να την βρω, σε ώρα δουλειάς. Όπως την είδα από ψηλά, νόμισα πως μια Καρυάτιδα φορούσε τα ρούχα της Μυρτώς… Τα μαύρα πυκνά, μακριά, λαμπερά μαλλιά της, δεμένα σε κοτσίδα που έτρεχε στην πλάτη της, ήταν η σκάλα για να ανεβεί η φαντασία μου στο μνημείο και να μπερδευτεί ανάμεσα στις μαρμάρινες και την αληθινή Καρυάτιδα. Όταν κατέβηκε από τη σκαλωσιά και την είδα από κοντά δεν μπορούσα να πιστέψω πως ήταν εκείνη, η ωραία Μυρτώ σαν κανάτι, σαν οχτώ, αντικρύ του πελάγου η Μυρτώ να στέκει… Η Μυρτώ του Ελύτη. Η Μυρτώ στο Ερεχθείο των πουλιών!
Και τα χρόνια πέρασαν. Δυστυχώς η ανηφόρα έγινε δύσκολη, ο δρόμος μεγάλης κυκλοφορίας, οι υποχρεώσεις πολλές, η επικοινωνία αραίωσε.
Προχθές, που η Βαρυμπόμπη καιγόταν, όλα τούτα που είχα τόσα χρόνια αποθηκεύσει στον σκληρό δίσκο της μνήμης επαναστάτησαν…. Νοστάλγησα, άγρια με έπιασε επιθυμία να ανεβώ εκεί και σαν τον Διγενή να δώκω σείσμα τ’ ουρανού, να βρέξει μαύρα νέφη, να κάμω χιόνι στα βουνά και τα νερά τσι κάμπους, να σβήσω τη φωτιά. Όμως, παραμένω αδρανής θεατής. Πεύκο, πεύκο, κουκουνάρι, κουκουνάρι, ο παράδεισος μεταμορφώνεται σε Κόλαση… που τη βλέπω στην τηλεόραση, σε απόσταση ασφαλείας.
Βαρυμπόμπη, Εύβοια, Ολυμπία και πόσα άλλα μέρη καίνε τα πεύκα τους∙ ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν τον πεύκο, λέει ο Γιώργος Σεφέρης και ιδού η κυριολεξία … Η φωτιά υπερτερεί συντριπτικώς…