Τις μέρες αυτές που η φύση δοκιμάζεται και η ψυχή ματώνει βρίσκω την ποίηση του Ντ. Χ. Λώρενς ανακουφιστική.
Γι’ αυτό επέλεξα να σας παρουσιάσω τρία ποιήματα του Λώρενς. Τα θέματά του: η φύση, με το αριστουργηματικό του ποίημα Φίδι, και μέσα της ο άνθρωπος, με τα ποιήματα Όνειρα και Πίστη.
Ο Ντέιβιντ Χέρμπερτ Λώρενς (1885-1930), γεννήθηκε στο Ίστγουντ του Νότινχαμσαϊρ από πατέρα ανθρακωρύχο. Η μητέρα του ήταν διδασκάλισσα που αγαπούσε τα γράμματα και τις τέχνες και φρόντισε να παρέχει στον γιο της μόρφωση σπάνια για παιδί της εργατικής τάξης εκείνη την εποχή.
Ο Λώρενς είναι περισσότερο γνωστός ως συγγραφέας μυθιστορημάτων που σκανδάλισαν την εποχή του, κάτι που σαφώς αδικεί το σπάνιο και πληθωρικό του ταλέντο. Μυθιστορήματα, διηγήματα, ποίηση δοκίμια, ταξιδιωτικά αλλά και θεατρικά έργα, μελέτες για τη λογοτεχνία, μεταφράσεις. Ασχολήθηκε επίσης με τη ζωγραφική.
Στο σύνολο του έργου του ο Ντ. Χ. Λώρενς αντιτίθεται σθεναρά στην αποξένωση του ανθρώπου από τον εαυτό του ως συνέπεια της βιομηχανικής επανάστασης και μάχεται τα σεξουαλικά ταμπού, κατάλοιπα της βικτωριανής εποχής. Με τις απόψεις του έκανε πολλούς εχθρούς. Το έργο του παρερμηνεύθηκε και λογοκρίθηκε ανελέητα. Μάλιστα το 3ο μυθιστόρημά του Το ουράνιο τόξο, απαγορεύθηκε και όσα αντίτυπα είχαν απομείνει ρίχτηκαν στην πυρά – γεγονός πρωτοφανές στον 20 αιώνα -μέχρι την εποχή του ναζισμού. Το τελευταίο του μυθιστόρημα, Ο εραστής της λαίδης Τσάτερλυ, παρέμεινε απαγορευμένο ως 1960, τριάντα χρόνια μετά τον θάνατό του. Ο ίδιος κυνηγήθηκε με τον χαρακτηρισμό του «πορνογράφου» και του «εχθρού του έθνους». Τίποτα όμως δεν στάθηκε ικανό να εμποδίσει τη δημιουργική ροή του ως λογοτέχνη και ως ανθρώπου. Έγραφε ασταμάτητα ως το τέλος και ταξίδεψε σε ολόκληρη την υφήλιο: Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Κεϋλάνη, Αυστραλία και τελικά Νέο Μεξικό, όπου υπάρχει ακόμα το Αγρόκτημα Ντ. Χ Λώρενς και όπου, σε ένα βωμό, φυλάσσεται η τέφρα του. Ο ίδιος ονόμασε την εθελούσια εξορία του «άγριο προσκύνημα». Πέθανε από επιπλοκές της φυματίωσης που τον βασάνισε από νεανική ηλικία.
Θεωρείται ένας από τους κορυφαίους συγγραφείς του 20ου αιώνα, μια ιδιοφυία που έφερε αλλαγές στη γραφή του κινήματος των Μοντερνιστών. Ξεκίνησε να γράφει ποίηση πολύ νωρίς στη ζωή του και συνέχισε ως τον πρόωρο θάνατό του, στα σαράντα τέσσερα χρόνια του. Ως ποιητής εντάσσεται στους Ιμαζιστές της εποχής του, μαζί με τον Έζρα Πάουντ, τον Φορντ Μάντοξ Φορντ, την Χίλντα Ντουλίτλ, τον Ουίλιαμ Κάρλος Ουίλιαμ, τον Ντύλαν Τόμας.
Φίδι
Στη γούρνα μου ένα φίδι ήρθε
Mια μέρα ζεστή, καυτή, κι εγώ με τις πιτζάμες μου με τέτοια ζέστη
Για να πιώ εκεί
Στον ίσκιο της γιγάντιας χαρουπιάς, τον βαθύ, με την παράξενη τη μυρωδιά
Τα σκαλιά κατέβηκα την κούπα μου κρατώντας
Κι εκεί να περιμένω έπρεπε, να σταθώ και να περιμένω, γιατί νάσου αυτό στη γούρνα πριν από μέναν έφθασε.
Στο μισοσκόταδο μέσα μια σχισμή στο χωμάτινο το τείχος βρήκε
Κάτω την καφεκίτρινη νωχελική κοιλιά του κάτω έσυρε, στο χείλος της πέτρινης της γούρνας
Και το λαιμό του στον πέτρινο τον πάτο ακούμπησε,
Κι εκεί που από τη βρύση το νερό είχε σταλάξει, σε μια μικρή διαφάνεια,
Με τη γραμμή του στόματός του ρούφηξε,
Κι ήπιε γλυκά μέσα απ’ τα ίσια του τα ούλα, μες το μακρύ νωχελικό του σώμα,
Σιωπηλά.
Κάποιος πριν από μένα ήτανε στη γούρνα μου,
Κι εγώ, σαν δεύτερος στη σειρά, περίμενα.
Εκείνο το κεφάλι σήκωσε ‘κει όπου έπινε, σαν που κάνουν τα μοσχάρια,
κι αόριστα με κοίταξε, σαν τα μοσχάρια κάνουν όταν πίνουν,
Και από τα χείλη του τη γλώσσα τη διχαλωτή τίναξε, και μια στιγμή εσυλλογίσθει,
κι ύστερα πάλι έσκυψε κι άλλο να πιεί,
Καστανό της γης ήταν, χρυσαφί της γης απ’ τα κοχλάζοντα έγκατα της γης
Τη μέρα εκείνη του σικελιώτικου Ιούλη που η Έτνα κάπνιζε.
Και της εκπαίδευσής μου η φωνή τότε μου είπε
Του πρέπει να θανατωθεί
Γιατί της Σικελίας τα μαύρα φίδια, τα κατάμαυρα αθώα είναι, τα χρυσά δηλητηριώδη.
Και φωνές μέσα μου είπαν, Άντρας αν ήσουν
Ένα ραβδί θ’ άρπαζες τώρα κι αστραπιαία θα το τσάκιζες, εδώ θα το αποτελείωνες.
Άραγε μήπως να τ’ ομολογήσω πρέπει πόσο μ’ άρεσε,
Πόσο χαιρόμουν που σαν επισκέπτης μες τη σιγαλιά ήρθε από τη γούρνα μου να πιεί
Και γαληνεμένο, χωρίς ίχνος ευγνωμοσύνης ήρεμα ν’ αποχωρήσει,
Μες τα κοχλάζοντα έγκατα τούτης της γης;
Ήταν δειλία μου που να το σκοτώσω άραγε δεν τόλμησα;
Ήτανε διαστροφή που να του μιλήσω λαχταρούσα;
Ήτανε ταπεινότητα που τόσο τιμημένος ένιωθα;
Ω πόσο τιμημένος ένιωθα!
Κι όμως εκείνες οι φωνές:
Αν δεν φοβόσουν, θα το σκότωνες!
Κι αλήθεια είναι πως φοβόμουνα, φοβόμουνα πολύ,
Αλλά γι’ αυτό πιο τιμημένος ακόμα
Που τη φιλοξενία μου γύρεψε
Από τη σκοτεινή της γης τη μυστική την πύλη.
Κάμποσο ήπιε
Και το κεφάλι σήκωσε, ονειροπόλα, σαν κείνον που ‘χει μεθύσει,
Κι έπειτα τη γλώσσα στον αέρα τίναξε, νύχτα θαρρείς διχαλωτή, μαύρη πολύ,
Σαν να τα χείλη του έγλειφε,
Και γύρω σαν θεός εκοίταξε, δίχως να βλέπει, στον αέρα,
Κι αργά το κεφάλι έστρεψε,
Κι αργά, πολύ αργά, βαθιά λες τρεις φορές μες στ’ όνειρο,
Το σώμα του κουλουριάζοντας αργοκίνητα έσυρε
Και πάλι τη ραγισμένη πρόσοψη της μάντρας μου σκαρφάλωσε.
Και καθώς το κεφάλι του στην τρομερή την τρύπα έχωνε,
Και καθώς προς τα πάνω σύρθηκε, τους ώμους τους φιδίσιους χαλαρώνοντας,
Και πιο βαθιά ετρύπωνε,
Κάτι σαν τρόμος, σαν διαμαρτυρία για την αποχώρησή του στη μαύρη τη φριχτή την τρύπα,
Ηθελημένα στο σκοτάδι να τραβά, κι αργά να σέρνει πίσω το κορμί του,
Τώρα που τη ράχη του μού γύρισε με κυρίευσε.
Γύρω μου κοίταξα, την κούπα μου καταγής απόθεσα,
Ένα χοντρό κλαρί πήρα στο χέρι
Στη γούρνα και το πέταξα με κρότο.
Δεν το χτύπησε θαρρώ,
Ξάφνου όμως το μέρος του εκείνο που πίσω είχε μείνει συσπάστηκε
Μ’ άχαρη βιάση
Ίδια αστραπή εσφάδασε κι εχάθη
Στη μαύρη τρύπα μέσα, στα χείλη της σχισμής τα χωματένια εκεί στη μάντρα μπρος,
Και τότε ‘γω στο ασάλευτο τ’ απομεσήμερου το φως έκθαμβος έμεινα να κοιτάζω.
Κι αμέσως το μετάνιωσα.
Τι βάρβαρη, σκέφτηκα, τι χυδαία πράξη, ποταπή!
Τον εαυτό μου και τις φωνές της σιχαμένης εκπαίδευσης του ανθρώπου καταράστηκα.
Και τ’ άλμπατρος στοχάστηκα,
Και να γυρίσει πίσω ευχήθηκα, το φίδι το δικό μου.
Γιατί κι έτσι όμοιος βασιλιάς μού φάνηκε,
Όμοιος βασιλιάς εξόριστος, του κάτω κόσμου άστεπτος,
Έτοιμος τώρα να στεφθεί ξανά.
Κι έτσι την ευκαιρία μου έχασα μ’ έναν από τους κυρίαρχους
Της ζωής.
Κι έτσι για κάτι έχω να εξιλεωθώ:
Για τη μικρότητά μου.
Ταορμίνα, Σικελία, 1923
Όνειρα
Όλοι οι άνθρωποι ονειρεύονται, αλλά όχι ισότιμα.
Όσοι ονειρεύονται τη νύχτα στις σκονισμένες μέσα του μυαλού τους κόχες,
Το πρωί ξυπνούν την πλάνη τους να διαπιστώσουν.
Οι ονειροπόλοι της ημέρας όμως ειν’ άνθρωποι επικίνδυνοι,
Γιατί τα όνειρά τους με μάτια ορθάνοιχτα ονειρεύονται,
Και πραγματικότητα τα κάνουν.
Πίστη
Για πάντα ανώνυμη
Για πάντα ακέρδιστη
Για πάντα ασύλληπτη
Για πάντα άρρητη
Κι όμως για πάντα βαθιά μες στην ψυχή.