“Τι είναι το χάικου; Μα η μέγιστη συγκέντρωση της ουσίας αυτών που θα έλεγε ο συγγραφέας σε εκατοντάδες σελίδες ή ο ποιητής σε λίγους στίχους, συμπυκνωμένη ακριβώς στο ελάχιστο λεκτικό κύτταρο των δεκαεπτά συλλαβών με μία χθόνια μουσικότητα. Όχι στην τύχη, μα πλασμένο έτσι ώστε να είναι ικανό να προκαλέσει τουλάχιστον όσες διεργασίες (σκέψεις, αντιδράσεις, συνειρμούς, συναισθήματα, ταύτιση, θαυμασμό, έκσταση, διάλογο, κλπ) μπορεί να προκαλέσει και ένα εκτεταμένο κείμενο ή ένα ποίημα. Αν έχει ταυτόχρονα και τη χάρη να μπορεί να διαβαστεί με μία εκπνοή, τότε το αποτέλεσμα εκτός από ταξιδιωτικά σαγηνευτικό βιώνεται και ως λυτρωτικό.
Ως το ελάχιστο λεκτικό αναπόσπαστο μέρος του Όλου, το χάικου είναι ικανό να το εκπροσωπεί, ακόμα και μόνο του, όπου και αν βρεθεί. Είναι η μικρότερη ολοκληρωμένη, πλήρως ενσωματωμένη αναφορά στο Παν. Αν ανθρώπινο χέρι καταφέρει να την αποσπάσει, μεταμορφώνεται σε αγγελιαφόρο μικρογραφία του Παντός.
Όπως η Νίκη της Σαμοθράκης στο Λούβρο.
Στη γλώσσα, είναι η περαιτέρω συμπύκνωση του Ποιητικού Λόγου στο απολύτως ελάχιστο δυνατόν: στο μέγιστο –δια των αισθήσεων ή δια του υποσυνειδήτου– αντιληπτό DNA του. Η ελληνική το κατορθώνει ακόμα και με έναν μόνο στίχο, έτι δε περισσότερο, μπορεί να συμπιέσει το ελατήριο αυτού μέχρι το ελάχιστο των τριών λέξεων (π.χ. «έρως ανίκατε μάχαν», «ζώον δίπουν άπτερον», «σκιάς όναρ άνθρωπος», «έξις δευτέρα φύσις» κ.α.), ή το κατώτατο όριο των δύο (π.χ. «θαρσείν χρή», «γνώθι σαυτόν», «χρόνου φείδου», «μηδέν άγαν», «σοφίαν ζήλου», κ.α.).” Γ. Ρ.