Η ΠΡΟΤΟΜΗ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ
Στην κεντρική πλατεία, στο νότιο τμήμα αυτής, βρίσκεται η προτομή του μεγάλου λογοτέχνη Ανδρέα Καρκαβίτσα. Έχει το μέτωπό της στραμμένο στην παλιά εθνική οδό, ατενίζουσα επί δεκαετίες, υπομονετικά, τους εισερχόμενους στην κωμόπολη για διάφορες αιτίες επισκέπτες.
Η προτομή αυτή στήθηκε εκεί το έτος 1936, για να θυμίζει στους ντόπιους, αλλά κυρίως στους διερχόμενους, ότι ο τόπος είναι ο γενέθλιος του μεγάλου συγγραφέως. Ταυτόχρονα δε, αποτελούσε εκδήλωση τιμής και αναγνώρισης του έργου του από την ντόπια κοινωνία και τους εκπροσώπους της.
Ευθυτενής η μορφή και το βλέμμα αγέρωχο, βίωνε σιωπηλά τα συμβαίνοντα στη μικρή κοινότητα: δικτατορία, πόλεμος, κατοχή, αντίσταση, ξενοκρατία, μέχρι την ένταξή μας στην Ευρώπη.
Πολλά χρόνια, παρατηρώντας βουβά το μαρμάρινο αυτό δημιούργημα που φιλοτεχνήθηκε από τον γλύπτη Μιχ. Τόμπρο, κρατούσα μέσα μου διάφορες προσωπικές απόψεις και ιδιαίτερες ιδέες για την αξία του από καλλιτεχνική άποψη.
Σίγουρα θεωρούσα πάντα αξιόλογη αυτή την προτομή, που παρίστανε πιστά σε ορισμένη φάση της ζωής του τον συγγραφέα, όπως φαίνονταν από κάποιες φωτογραφίες του.
Αλλά, η γενικότερη αντίθεσή μου προς τη στυλιζαρισμένη απεικόνιση των μορφών, το στατικό και ακίνητο αυτών, παρά την τόσο επιτυχημένη εργασία του γλύπτη, μου καλλιεργούσε επιφύλαξη για το αν αξίζει ως μέγιστη απότιση τιμής η κατασκευή μόνο αυτής της προτομής. Και αν πράγματι μια προτομή μπορεί να εκφράσει το μεγαλείο ενός τέτοιου προσώπου.
Αλλά και η ιδεολογία περί προτομής, ως έκφραση της ανθρώπινης ύπαρξης, θα πρέπει να θεωρείται ξεπερασμένη και αναντίστοιχη με την εποχή μας. Διότι τεμαχίζοντας την προσωπικότητα θεωρεί εσφαλμένα ότι μόνο η απεικόνιση της κεφαλής, του λαιμού και μέρος των ώμων του προσώπου, μπορεί επιτυχώς να εκφράσει το όλον της προσωπικότητας.
Και αναρωτιόμουν γιατί θα πρέπει να θεωρείται η κεφαλή και όχι το σύνολο του σώματος το θέμα του καλλιτέχνη. Μήπως αυτό δεν αποτελεί και το μεγάλο πρόβλημα του πολιτισμού μας, που τεμαχίζει τον άνθρωπο σε σώμα και πνεύμα, ενώ θα έπρεπε να τον προσεγγίζει ως σύνολο και σε συνάρτηση με το φυσικό του περιβάλλον και την κοσμική ενέργεια;
Οι σκέψεις αυτές, αλλά προπάντων η ανάκληση κατά καιρούς στη μνήμη μου περιγραφών σχετικών με το πρόσωπο του συγγραφέα, από ανθρώπους που πρόλαβαν να τον δουν, μου γέννησαν ιδέες για την απεικόνιση αυτού με καλλιτεχνικότερο τρόπο.
Από όλες τις περιγραφές εντονότερα ενθυμούμαι την μαρτυρία γηραιάς κυρίας, ήδη θανούσης, με το όνομα Μανθούλα, που συνήθιζε να λέει για κείνον : «Καθόταν στο πεζοδρόμιο, στην πλατεία Χατζηγιάννη, με ένα μακρύ παλτό και γένια, τα μαλλιά του αχτένιστα και τα μάτια του να σπιθίζουν και σε ένα μικρό μπλοκάκι έγραφε σκεπτικός διάφορες σημειώσεις».
Και μια άλλη περιγραφή δικού μου ανθρώπου, που έλεγε πως, όταν ήταν παιδάκι, κάποτε σφεντόνιζε ένα άγριο πουλί και εκείνος, έξαφνα κρατώντας του τα χέρια, το σταμάτησε και τον απέτρεψε αυστηρά από αυτή την απρέπεια. «Τι σου έκανε το πουλάκι και θες να το σκοτώσεις;» του είπε πατρικά.
Αυτός ήταν ο Καρκαβίτσας, με γένια, αδύνατος και όψη αλλοπαρμένη που σε τρόμαζε. Στη φαντασία ενός παιδιού εκείνης της εποχής έμοιαζε με ξωτικό που γύρναγε άσκοπα στις εξοχές και στη φύση.
Και στα μάτια των χωρικών επίσης φάνταζε σαν αργόσχολος ή μισότρελος, που κρατούσε σημειώσεις, παρατηρώντας τα πάντα γύρω του.
΄Ολες αυτές οι περιγραφές αναφέρονται στην περίοδο που βρισκόταν εξόριστος στο γενέθλιο τόπο του, το έτος 1916.
Πολλές φορές προσπάθησα να καταλάβω τα αισθήματά του. Ένιωθα την υγρασία και το βάρος της ομίχλης στην ατμόσφαιρα τις σκοτεινές νύχτες του κάμπου και αναρωτιόμουν αν υπάρχει κάτι σκληρότερο, για ένα διανοούμενο να εξοριστεί στο τόπο που γεννήθηκε και να είναι αδύνατο να επικοινωνήσει με κάποιον.
Οι σκέψεις αυτές με οδήγησαν στην πεποίθηση ότι θα έπρεπε να επανεκτιμηθεί το ζήτημα της μνημειακής απεικόνισης, προκειμένου να τιμηθεί με επιτυχέστερο τρόπο ο συγγραφέας.
Έτσι κατέληγα ότι θα ήταν σωστότερο εάν στην ίδιο θέση που αυτός συνήθιζε να κάθεται και παρατηρώντας να σημειώνει, κατασκευάζετο μαρμάρινο ή ορειχάλκινο ολόσωμο άγαλμά του, στην ίδια στάση, με τη κεφαλή σκυμμένη και θλίψη στο βλέμμα του, ατενίζοντας τα τόσα κακά και τις ασχήμιες της εποχής του, με νατουραλιστικό τρόπο, όπως αυτός επιθυμούσε και συνήθιζε να εκφράζεται.