Το καρουζέλ
Κήποι του Λουξεμβούργου
Με το στέγαστρο μαζί και τη σκιά του
στριφογυρνά για λίγο αυτή η αγέλη
πολύxρωμων αλόγων, όλα της εξοχής,
και ώρα διστάζει, ώσπου να καταπέσει.
Πολλά είναι βέβαια ζεμένα σε αμάξια,
όλα όμως έχουν όψη τολμηρή·
ένα κακό λιοντάρι κόκκινο γυρνά μαζί τους
και πότε – πότε ένας ελέφαντας λευκός.
Υπάρχει κι ένα ελάφι, όπως στο δάσος,
όμως φοράει σέλα και δεμένο
πάνω του κάθεται γαλάζιο κοριτσάκι .
Και το λιοντάρι ιππεύει λευκό αγόρι
με το ζεστό χεράκι του σφιχτά κρατιέται,
ενώ ο λέων δείχνει άγριος τα δόντια και τη γλώσσα.
Και πότε – πότε ένας ελέφαντας λευκός.
Και αμαζόνες στ’ άτια έρχονται και πάνε
κοπελίτσες ξανθές που τα ’χουν ξεπεράσει πια
τ’ αλογάκια, και την ώρα που κορυφώνεται η ορμή
πάνω κοιτάζουν, έξω, κάπου γύρω –
Και πότε – πότε ένας ελέφαντας λευκός.
Και συνεχίζει και βιάζεται να τελειώσει,
και κύκλους κάνει και γυρνάει χωρίς σκοπό.
Ένα κόκκινο πέρασε, ένα πράσινο, ένα γκρίζο,
ένα μικρό προφίλ μισοαρχινισμένο – .
Και πότε -πότε ένα χαμόγελο χαρίζεται στον κόσμο
ευτυχισμένο και μαγεύει, σπαταλιέται
στο τυφλό παιχνίδι που κόβει την ανάσα… [i]
Παρίσι, Ιούνιος 1906
Σχεδόν τυφλή
Σαν όλους ήταν καθιστή στο τσάι.
Πρώτα μου φάνηκε πως το φλιτζάνι της
κάπως αλλιώτικα απ’ τους άλλους το κρατούσε.
Μια φορά χαμογέλασε. Και πόνεσα σχεδόν.
Τέλος όλοι σηκώθηκαν κι άρχισαν να μιλούν
και αργά μες στα δωμάτια περιφέρονταν
σχεδόν τυχαία (μιλούσαν και γελούσαν),
εκεί την είδα πάλι. Βάδιζε πίσω τους
λίγο σφιγμένη, σαν να ετοιμαζόταν
να τραγουδήσει μπροστά σ’ ένα πλήθος·
τα καθαρά της μάτια τα χαρούμενα
φωτίζονταν απ’ έξω, ακίνητο νερό.
Ακολουθούσε αργά, χρειαζόταν χρόνο
σαν να ’χε ακόμα κάποιο εμπόδιο να περάσει
ή μάλλον: σαν, μετά απ’ αυτό το πέρασμα,
να μη γινόταν πια να περπατήσει, μόνο να πετάξει.
Παρίσι, Ιούνιος 1906
Άσκηση στο πιάνο
Βόμβος του καλοκαιριού. Χαύνωση του απογεύματος·
το δροσερό φουστάνι της εισπνέει αφηρημένη
και στη σοβαρή Etude αποθέτει
τη λαχτάρα για κάτι απτό
που θα μπορούσε να ’ρθει: αύριο, απόψε αργά –,
που ίσως να είναι ήδη εδώ, αλλά κάποιος το κρύβει·
κι έξω από τα παράθυρα, ψηλόκορμο και πλήρες
αισθάνεται άξαφνα το φροντισμένο πάρκο.
Τώρα διακόπτει· κοιτάζει έξω, τα χέρια της
σταυρώνει· θα ’θελε ένα βιβλίο χορταστικό –
και μεμιάς διώχνει το άρωμα του γιασεμιού
μακριά. Ένιωσε ξαφνικά πως την αρρώσταινε.
Παρίσι, φθινόπωρο 1907 ή Κάπρι, αρχές 1908
Η Μητέρα μου
Αλίμονο, η Μητέρα μου με γκρεμίζει.
Και είχα στηρίξει πέτρα την πέτρα
και είχα σταθεί σαν μικρό σπίτι,
που γύρω του μεγάλη χορεύει η μέρα·
και μόνος.
Τώρα έρχεται η Μητέρα, με γκρεμίζει.
Με γκρεμίζει μόνο που έρχεται και που κοιτάζει.
Δεν βλέπει πως κάποιος χτίζει εδώ.
Προχωρεί ακάθεκτη στον πέτρινό μου τοίχο, τον τρυπάει.
Αλίμονο, η ίδια μου η Μητέρα με γκρεμίζει.
Τα πουλιά ελαφραίνουν το πέταγμά τους γύρω μου·
τα ξένα σκυλιά ξέρουν: να ποιος είναι.
Η Μητέρα μου μόνο δεν γνωρίζει
το πρόσωπό μου που αργά έχει μεγαλώσει.
Από εκείνη δεν φύσηξε ποτέ ζεστό αεράκι πάνω μου·
εκεί που ζει άνεμοι δεν υπάρχουν.
Ψηλά σ’ ένα δωμάτιο της καρδιάς κοιμάται,
και κάθε μέρα ο Χριστός έρχεται και την πλένει.
Μόναχο, 14.10.1915
Μεταγραφή από τα γερμανικά: Ευαγγελία Ανδριτσάνου
[i] Θα παρατηρήσει ίσως κανείς ότι έχω παραβλέψει την ομοιοκαταληξία του πρωτοτύπου, πρόκειται ωστόσο για συνειδητή υφολογική επιλογή, όχι για παραίτηση μπροστά στη δυσκολία. Προτίμησα την όσο το δυνατόν πιο πιστή αποτύπωση των συστατικών που συνθέτουν το πνεύμα και το συναισθηματικό κλίμα του ποιήματος, με τα εργαλεία που γνωρίζω να μεταχειρίζομαι καλύτερα – πρόκειται δηλαδή για μεταγραφή.
Συγχαρητήρια! Χωρίς να γνωρίζω το πρωτότυπο ένιωσα πως ο Ριλκε το χε γράψει στα ελληνικά! και πάλι σ ευχαριστούμε.