You are currently viewing Κοσμάς Κοψάρης: Αλέξιος Μάινας, Προσκόμματα και ποιμαντικές λύσεις για την κατάβαση της αγέλης στον κάμπο σε περίπτωση αντάρας, Μικρή Άρκτος

Κοσμάς Κοψάρης: Αλέξιος Μάινας, Προσκόμματα και ποιμαντικές λύσεις για την κατάβαση της αγέλης στον κάμπο σε περίπτωση αντάρας, Μικρή Άρκτος

Βασικό ερμηνευτικό κλειδί για το νέο βιβλίο του Αλέξιου Μάινα είναι να κατανοήσει κανείς το ρόλο του ποιητικού υποκειμένου ως του ποιητή που πενθεί. Ετυμολογικά το πένθος συσχετίζεται με το ρήμα πάσχω που σημαίνει ότι παθαίνω κάτι, ορθότερα στην προκειμένη περίπτωση ότι υφίσταμαι μια δοκιμασία. Η πρόκληση για το πάσχον υποκείμενο είναι να ανασυνθέσει ποιητικά την ιστορία του κόσμου σε όλο της το εύρος ανά τους αιώνες, να εξιστορήσει την ανθρώπινη αγωνία όταν κάθε άτομο αισθάνεται το τέλος να πλησιάζει. Η αρχή της οικουμένης γίνεται ένα με το επικείμενο φινάλε της. Ο ποιητής βρίσκεται πάνω από τον χώρο, αιωρείται έξω από τον χρόνο, συνενώνει το εσχατολογικό επέκεινα με το ιστορικό τώρα προσπαθώντας να εξηγήσει τον τραγικό ρόλο της στιγμής που φεύγει για να μην ξαναυπάρξει, συμπαρασύροντας στη δίνη της αγαπημένα πρόσωπα που δεν θα τα ξαναδούμε ποτέ στο σύντομο πέρασμά μας από τη γη.

Το κλειστοφοβικό κλίμα των τελευταίων μηνών φαίνεται ότι έχει προβληματίσει έντονα τον δημιουργό, όχι με την έννοια της διαμόρφωσης μιας πεισιθάνατης οπτικής για τον κόσμο, αλλά με την τάση μιας φιλοσοφικής ενατένισης της ζωής μέσα από τα μικρά, καθημερινά πράγματα. Η επιμονή του Μάινα να εστιάζει τόσο λεπτομερώς στον μικρόκοσμο της καθημερινότητας, αποδίδεται στο ότι θέλει να ιεροποιήσει την ίδια τη ζωή στην πολυπλοκότητά της. Το βαθύ υπόστρωμα των συγκεκριμένων ποιημάτων είναι βιβλικό με την έννοια της αγιοποίησης όσων μας περιβάλλουν, τα οποία είναι προέκταση του εαυτού μας, άρα μέρος της δικής μας ύπαρξης, ζουν μαζί με μας, δεν έχουν νόημα, όταν παύουν να υπάρχουμε:

Ποιος ξέρει τι ρόλο παίξαμε/στις ζωές των άλλων/και τι θα παίξουμε στο εξής//Σαν να υπάρχουν μόνο τ’ αντικείμενα/ κι οι λέξεις/κι εμείς απλά θεοί/που τα πηγαίνουν πέρα‒δώθε.[1]

Το απόσταγμα των ποιημάτων του βιβλίου είναι ότι ποτέ δεν θα νιώσεις μόνος όσο υπάρχει η ποίηση. Είναι κάτι που μάς παραπέμπει στον ρόλο του ποιητή στις εποχές του μεταιχμίου. Με το τέλος της πρώτης μεσοπολεμικής δεκαετίας, πριν ακόμη αποτιμηθεί η ένταση της διάρκειας του καρυωτακικού ποιητικού λόγου, ο Βάσος Βαρίκας έλεγε ότι η εποχή μας αναζητά τον ποιητή της. Ο Μάινας είναι σαν να γεφυρώνει με τον μεστό ποιητικό του λόγο το χάσμα που προξενεί κάθε εποχή ιστορικής καμπής. Συνομιλεί με ποιητές για να δείξει ότι η ποίηση συνυπάρχει με τον χρόνο που φεύγει με τη διαφορά ότι αυτή μένει και μάς καθοδηγεί. Ο ποιητής τρέχει μαζί της ακολουθώντας την ξέφρενη ροή της για να μάς υποδείξει ότι δεν είναι η πρώτη φορά που η ανθρωπότητα κινδυνεύει να βουλιάξει σε ένα ολέθριο τέλμα.

          Με βάση το συγκεκριμένο ερμηνευτικό πλαίσιο, δεν είναι τυχαίο που αναγόμαστε ποιητικά σε αρχαίους πολιτισμούς αλλά συνάμα ταξιδεύουμε στις πρόσφατες δεκαετίες του παρελθόντος μέσα από τους στίχους του Μάινα, ιδίως σε στιγμές βίωσης της καθημερινής παρακμής. Ακριβώς, σε αυτά τα διάκενα του χρόνου δεν παίζει ιδιαίτερο ρόλο αν χάνεται το φως της μέρας και απλώνεται η νύχτα ή αν ζούμε το τώρα ως συντέλεια και το αύριο ως εκδοχή ανυπαρξίας. Σημασία έχει ότι μέσα από την ποίηση μπορούμε να έχουμε το σπάνιο προνόμιο, όπως ο ποιητής, της εμπειρίας του πολλαπλού ρόλου για κάθε ζωή που είναι τόσο αυθεντική όσο η ελπίδα να ξεπεραστεί η υφιστάμενη κρίση.

          Η δίπτυχη βάση του βιβλίου (ποιητική-θεατρική) σηματοδοτεί ένα κάλεσμα τόσο για τον ίδιο τον δημιουργό όσο και για τον εκάστοτε αναγνώστη. Αυτό συνίσταται στην ιδιότυπη δόμηση των κειμένων: προηγείται η θεωρία στο πρώτο μέρος, για να επακολουθήσει στο δεύτερο το πρακτικό κομμάτι σε πέντε πράξεις. Στην αρχή, ο ποιητής υπάρχει παντού ως ιδέα, στην πορεία, όμως, γίνεται κάτι απτό, γίνεται συνοδοιπόρος μας. Για το συγκεκριμένο λόγο, περιγράφει με μια σπάνια εικονοπλασία σε έντονα ρεαλιστική βάση καθημερινές ιστορίες ανθρώπων της διπλανής πόρτας. Τελικά, αυτό μάς διδάσκει η ποίηση: να μπορούμε να ζούμε την καθημερινότητα κι όταν ακόμη βλέπουμε ότι δεν θα υπάρξει αύριο. Το ερεβώδες σκηνικό δεν πρέπει να μάς απογοητεύει.

          Όσο και να μην γίνεται αισθητή μια διακειμενική σχέση με τον Καμύ στην Πανούκλα, μπορεί να διακριθεί ένας αναλογικός συσχετισμός που εντοπίζεται στο τι μένει την επόμενη μέρα για την αγέλη, όταν ο κίνδυνος φύγει: το στίγμα του χρόνου που δεν βιώθηκε ή η λαχτάρα της βίωσης του καιρού που έρχεται; Για το συγκεκριμένο ζήτημα, ο ποιητής δίνει μια εύστοχη απάντηση:

Ό,τι κατατέθηκε λοιπόν/είναι ένα είδος αφαίρεσης-/η λεγόμενη ποίηση//Είναι το θαύμα του ψέματος χωρίς ανειλικρίνεια/το θαύμα του να βγαίνει ένα καρφί/απ’ το πόδι//Τώρα θα πρηστεί λιγάκι.[2]

 

Ο Μάινας συνιστά μια ιδιαίτερη ποιητική φωνή που διαμορφώνει ένα ιδιαίτερο ρεύμα στην σύγχρονη ποίηση. Με αγωνία περιμένουμε τη συνέχεια της ποιητικής του πορείας για την νέα εποχή που πρόκειται να έρθει μετά την πανδημική κρίση. Το σίγουρο είναι ότι η ειλικρίνεια της ποιητικής του κατάθεσης δημιουργεί την αίσθηση βεβαιότητας στον καθένα μας ότι οι ευχάριστες στιγμές μας θα επανέλθουν όσο μπορούμε να ονειρευτούμε με όχημα την ποιητική περιήγηση, που έχει τη δύναμη να μεταρσιώνει την δυστοπία σε προοπτική για το αύριο.

 

 

Ο Δρ. Κοσμάς Κοψάρης είναι μεταδιδακτορικός Ερευνητής και κριτικός.

 

[1] Αλέξιος Μάινας, Προσκόμματα και ποιμαντικές λύσεις για την κατάβαση της αγέλης στον κάμπο σε περίπτωση αντάρας, Μικρή Άρκτος, Αθήνα, 2021, σ.75.

[2] «Ο μορφασμός της ενόχλησης», ό.π.σ.137.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.