Τικ τοκ για την ποίηση
Πέθανε ο κισσός μας σήμερα μα και πάλι δεν έγινε ποίηση.
Πάνω στον ξύλινο καμβά, -σαν ένα ακόμα κουφάρι του Καλοκαιριού –
ξερόγλυφε τον ήχο του λιγοστού αέρα, μα δεν άφησε κύηση.
Ποίηση θα ‘ταν αν το πράσινο γινόταν ανάμνηση,
αν σκαρφάλωνε σαν προσμονή για επέκταση
κι απογοήτευε εν τέλει σε μεσονύχτια παύση.
Δίπλα του μια μορφή παγώνει με τους αγκώνες στα κάγκελα.
Δεν συγκινούν τα αγάλματα, παρά μόνο όταν αρχίσουν να φθείρονται.
Όταν ο χρόνος σμιλεύει τα δικά του τερτίπια.
Θύματά του τα άκρα, που όπως μια ακραία ανάμνηση, λαμβάνουν περισσότερη έκθεση.
Κάπως έτσι φαντάζομαι πως η Αφροδίτη έγινε με τα χρόνια Αφροδίτη της Μήλου.
Κάπως έτσι, μικροσκοπικά μπιμπελό στη γωνιά του τζακιού,
με κομμένα τα χέρια επίτηδες, επιμένουν να στέκονται ατάραχα και στο τελος να γίνονται τέχνη.
Να ψάχνουν την ποίηση σαν ανταπόκριση στο τικ τοκ
του ξεχασμένου ρολογιού στο ντουλάπι.
Δεν περιέχεται όμως ο χρόνος.
Το μέτρημα του, μια ύβρις αρχετυπική,
που διαπράττει εδώ και χρόνια το ανθρώπινο είδος.
Μια προσπάθεια να μαγαρίσει τον θάνατο.
Ένα πείραγμα, πρόκληση για το παιδί που δεν θέλει ποτέ του ν’ αλλάξει.
Όλα τα ρολόγια. Αυτά του χεριού. Τα πλαστικά. Τα τετράγωνα, μικρά ρολόγια
στο κομοδίνο του κρεβατιού. Τα ηλεκτρικά καντράν των αυτοκινήτων.
Τα παλιακά ρολόγια του τοίχου. Οι μεγάλες καμπάνες στις κεντρικές Μεσαιωνικές πλατείες
και το ρολόι των σκιών από τον κόσμο των ιστορικών μας βιβλίων…
Όλα αυτά είναι εν δυνάμει ποίηση, μα είναι ίσως νωρίς ή αργά για να πει κανείς “Συντελεστηκε”.
Βιογραφικό
Η Ειρήνη Ασημένου γεννήθηκε στη Λεμεσό το 1985. Το 1993 μετακόμισε στην Αθήνα όπου και έζησε μέχρι το 2012. Σπούδασε στο τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Παρακολούθησε μαθήματα δημιουργικής γραφής τόσο σε Πανεπιστημιακά πλαίσια, όσο και στα σεμινάρια με την ποιήτρια και δοκιμιογράφο Ευτυχία – Αλεξάνδρα Λουκίδου, στη Λεμεσό.