Μονόλογος
Και κατάμονος έλεγε πως εν αρχή ην ο λόγος και ο λόγος ην του θεού και θεός ην ο λόγος. Και δάνειζε στον εαυτό του αυτό το μόνο δάνειο. Και εφηύρε γλώσσες πολλές για να εφεύρει μετά τον πλησίον και μετά να βλέπεται από αυτόν και μετά να βλέπει. Αυτή είναι η σειρά. Χωρίς δάνειο, ο χρόνος δεν γεννά. Και το μόνο δάνειο είναι η ταυτοπροσωπία. Και αυτήν την χαρίζει η εφεύρεση του λόγου. Και η γλώσσα αγαπά να βλέπει. Και οι γλώσσες είναι θεωρεία. Θέασης μιας τρύπας που μας χωρά. Μα αυτός μένει κατάμονος. Ο θεϊκός άνθρωπος που μιλά. Ο καταχρεωμένος σαν βρέφος. Ο πλησίον που φτιάχνει το χώρο. Ο λόγος που δανείζει το χρόνο. Το ρολόι που μιλά. Ο ανόητος λόγος, ο ιδιωτικός. Η θεϊκή αυτή αγάπη. Που στέργει την ύπαρξή μας.