Νύχτα διάσπαρτη από γαβγίσματα και άστρα
Σαν από χρόνια παιδικά και σαν στο ύπαιθρο
Πυκνοκατοικημένη, σφύζοντας
Υβριδικά όντα από μελάνι, που
Με τη μουσική άλλαζαν σχήμα αδιάκοπα
Σαν κάποιος να τα ονειρευόταν
Όμως τον ονειρεύονταν αυτά
Και άθελά τους μεγαλώναν εκτοπίζοντας
Καταστροφή μεγάλη-
Έσπαγαν άγρια πουλιά πάνω στον πάγο της σελήνης
Θρυμματιζότανε κι άλλο η μνήμη
Ξήλωναν δυνατές φωνές κάθε εικόνα-
Ήτανε πάλι Σάββατο και
Ζούσε ακόμα λίγο από μητέρα, η μισή
Είχε χαθεί, κι αλλού δεν έμοιαζα-
Κανένας δεν ερχόταν, όμως
Προς το ξημέρωμα, ακούστηκε ξανά
Ο γδούπος ο ανήκουστος
Έπεσε ο αστέρας
Το αίνιγμα που δεν ζητήθηκε, που δεν ειπώθηκε
Δεν εξηγήθηκε ποτέ
Κι έπεσε σαν κατάρα στο νερό κύκλους απλώνοντας σε τρεις γενιές-
Έφριξαν κι άλλο τα στοιχεία, οι ανθρωποφάγες σκέψεις χύθηκαν
Μέχρι την άλλη όψη, τη μεγάλη, τότε
Σάλεψε κάποιος στον βυθό
Ήταν μωρό, θαρρώ, ή νάνος
Με μέλη τρυφερά και στρεβλωμένα από μέγγενη φυκιών.
Δεν έβλεπα πού πάω
Άφαντος ο συνοδηγός στο μπλε που όλο βάθαινε
Καθώς ρουφούσε ουρανό και θάλασσα
Κι ανέβαινα ή βούλιαζα
Τόσο βαρύ το άγραφο βιβλίο-