Η στήλη αγαπάει ιδιαίτερα λέξεις της αρχαίας Ελληνικής οι οποίες, καθώς δεν επιβίωσαν στο διάβα των αιώνων, στέρησαν από τη νεοελληνική γλώσσα τη δυνατότητα να αποδίδει μονολεκτικά την έννοιά τους, καταφεύγοντας στην περίφραση ή στη μεταφορική χρήση άλλων λέξεων. Λ.χ. τα ουσιαστικά κυματωγή και περισφύριον, με τα οποία ασχοληθήκαμε παλαιότερα (17/4/2018 και 24/2/2019 αντίστοιχα).
Άλλη μία λέξη αυτής της κατηγορίας είναι το ρήμα κισσ(ττ)άω, το οποίο δεν υπάρχει πλέον στο λεξιλόγιό μας, σε αντίθεση με την κατάσταση που αποδίδει. Συγκεκριμένα, με το ρήμα αυτό οι αρχαίοι δήλωναν τη σφοδρή επιθυμία των εγκύων γυναικών για φαγητά, συχνά ασυνήθιστα.
Το κισσάω σχηματίστηκε από το ουσιαστικό κίσσ(ττα), το όνομα του παμφάγου και φλύαρου πτηνού που είναι γνωστό κν. ως καρακάξα. Η κίσσα τρέφεται ποικιλοτρόπως· με έντομα, σπόρους, σαλιγκάρια, βλαστούς και καρπούς φυτών, με μικρά πουλιά, ποντίκια, ακόμη και με ψοφίμια και περιττώματα. Δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη συλλογή μικρών γυαλιστερών αντικειμένων που κρύβει στη φωλιά της. Χαρακτηριστική είναι η ακατάσχετη φλυαρία της. Εξημερώνεται εύκολα και μαθαίνει να επαναλαμβάνει μικρές λέξεις.
Στους Δειπνοσοφιστές του Αθήναιου διαβάζουμε ότι ο περιηγητής Πολέμωνας σε ένα έργο του γράφει:
[…] ἱστοροῦσι δὲ τὴν Λητὼ κύουσαν τὸν Ἀπόλλωνα
κιττῆσαι γηθυλλίδος·1 […]
Σε μετάφραση
Λένε ότι η Λητώ, όταν ήταν έγκυος στον Απόλλωνα,
λαχτάρησε να φάει αμπελόπρασο.
Το ρήμα κισσάω χρησιμοποιήθηκε και με μεταφορική σημασία, για περιπτώσεις έντονης επιθυμίας, όπως θα δούμε σε ένα απόσπασμα από την Ειρήνη2 του Αριστοφάνη.
Ο κεντρικός ήρωας του έργου, ο Αθηναίος αμπελουργός Τρυγαίος, έχει ανέβει στον ουρανό για να βρει τον Δία και να τον ρωτήσει γιατί έβαλε τους ΄Ελληνες να εμπλακούν σε έναν τόσο μεγάλο πόλεμο μεταξύ τους.3 Εκεί μαθαίνει από τον Ερμή ότι οι θεοί, απαυδισμένοι από το αλληλοφάγωμα των Ελλήνων, έφυγαν για πιο ψηλά μέρη και άφησαν στη θέση τους να κυβερνάει ο Πόλεμος, ο οποίος κρατάει την Ειρήνη φυλακισμένη σε μια σπηλιά. Ο Τρυγαίος καλεί τους ΄Ελληνες να απελευθερώσουν την Ειρήνη. Τότε φθάνουν γεωργοί από την Αθήνα και από όλα σχεδόν τα εμπόλεμα μέρη της Ελλάδας ‒ ο Χορός της κωμωδίας ‒ και όλοι μαζί βάζουν δύναμη για να τραβήξουν το σχοινί, με το οποίο έδεσαν τον βράχο που φράζει τη σπηλιά.
Περιγράφοντας την ομαδική προσπάθεια, ο ποιητής στιγματίζει εκείνους τους ΄Ελληνες που δεν επιθυμούν την ειρήνη, καθώς έχουν συμφέρον από τη συνέχιση του πολέμου. ΄Ετσι ο Τρυγαίος εντοπίζει εκείνους από τον Χορό που δεν τραβούν με δύναμη, δηλαδή τους Βοιωτούς, τους Αργείους και τους Μεγαρείς, και τους ξεφωνίζει. Με φωνές εναλλασσόμενες ο Ερμής και ο Τρυγαίος δίνουν το πρόσταγμα:
‒ ΄Αϊντε, μπρος!
‒ ΄Αιντε, κι άλλο!
Ο βράχος όμως ελάχιστα μετακινείται, και ο Τρυγαίος τα βάζει πάλι με τους βραδυκίνητους Αργείους. « Μπρος, ντε!», ακούγεται ξανά ο Ερμής. « ΄Ελα, μπρος!», φωνάζει και ο Τρυγαίος. « Τι απρόθυμοι που είναι μερικοί ανάμεσά μας», γκρινιάζει ο Χορός. Και τότε ο Τρυγαίος απευθύνεται στα ειρηνόφιλα μέλη του Χορού και τα παρακινεί με τα παρακάτω λόγια (στ. 497-498):
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
Ὑμεῖς μέν γ’ οὖν οἱ κιττῶντες
τῆς εἰρήνης σπᾶτ’ ἀνδρείως.
Σε μετάφραση
Όμως εσείς που κρα για την ειρήνη κάνετε
τραβάτε μ’ αντρειοσύνη.
Δέκα χρόνια πόλεμος! Δέκα χρόνια θάνατος, πείνα, δάκρυα, στερήσεις!
Επόμενο είναι οι άνθρωποι όχι απλώς να θέλουν ή να επιθυμούν την ειρήνη, αλλά να την αποζητούν μ’ εκείνη τη λαχτάρα, τη μοναδική και ανείπωτη που μόνο οι εγκυμονούσες γυναίκες γνωρίζουν.
1) Η γηθυλλὶς-ίδος είναι είδος πράσου, το αμπελόπρασο.
2) Για την κωμωδία Ειρήνη βλ. και κείμενό μας με θέμα τις λέξεις «ψωνίζω-ψάρι» (4/8/2018).
3) Πρόκειται για τον Πελοποννησιακό πόλεμο, στη διάρκεια του οποίου γράφεται αυτό το αντιπολεμικό δράμα.