Μία αριστοτεχνικά συμπυκνωμένη αλλά όχι και συμπιεσμένη «Ορέστεια» για θέατρο τσέπης ή θέατρο δωματίου (kammerspiele) στο πάντα εύστοχων επιλογών ΘΕΑΤΡΟ ΤΕΧΝΗΣ ΚΑΡΟΛΟΣ ΚΟΥΝ.
Σπανίως βλέπω τόσο άρτια μεταφρασμένες και διασκευασμένες τις αρχαίες τραγωδίες, όσο σε αυτή την παραγωγή τής Orestea από το Sardegna Teatro στο πάντα ατμοσφαιρικό και φιλόξενο Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν επί της οδού Φρυνίχου 14.
Μυσταγωγία με κάποιους από τους θεατές καθισμένους τοξωτά γύρω από τον διαγώνιο διάδρομο της σκηνής, όπου παρέλαυναν αποσπασμένα από τη σκιά και μετά ξαναγύριζαν στο σκότος τα δρώντα πρόσωπα, εναλλάσσοντας ρόλους, προσωπεία και περσόνες.
Ο Χορός διευρυμένος, περιελάμβανε σκηνή, πλατεία και εξώστη. Αναπεπταμένος ο σκηνικός χώρος, ο σκηνικός χρόνος όμως αυστηρός και ο ρυθμός αδέκαστος, προσαρμοσμένος στην δραματική οικονομία που θα άντεχε χωρίς να δυσανασχετεί ο σύγχρονος θεατής.
Η αρχαία τριλογία είναι ήδη υπερβολική ακόμα και για τον σύγχρονο επαρκή θεατή, ακόμα και για τον πλέον συνδημιουργικό αναγνώστη ενός «μεγάλου μυθιστορήματος τού δέκατου ένατου αιώνα» παραδείγματος χάριν.
Από αυτού του σημείου όμως μέχρι του «όλη η Ορέστεια σε μία ώρα» είναι μεγάλη η απόσταση, με ενδιάμεσο και μετρημένο σταθμό αυτή την υπέροχη συγκεκομμένη διασκευή.
Η ιταλική γλώσσα παρέπεμπε στην πρόσληψη του αρχαίου δράματος από τους Ρωμαίους και στην αμαλγαματοποιημένη ενότητα τού λεγόμενου ελληνορωμαϊκού πολιτισμού.
Παλεύοντας ανάμεσα στον ρεαλισμό, στον νατουραλισμό, στον μαγικό ρεαλισμό και στην επανατελετουργοποίηση του αστικού θεάτρου με την αναβάπτισή του στα λαϊκά γονιμολατρικά δρώμενα, σκηνοθέτες και ηθοποιοί έφτιαξαν ένα απολύτως αναγνωρίσιμο επιχώριο θέαμα με απαιτήσεις συγχρονικής διαχρονικότητας. Τι πιο αιώνιο από την θεατρική στιγμή όταν είναι καίρια;
Εύστοχος διασκευαστής, δραματουργός ο Valentino Mannias με βοηθό τον Ida Treggiari.
Ανατριχιαστικός και θριλερικός ο ηχητικός διάκοσμος.
Πρωτότυπη μουσική και σχεδιασμός ήχου: Luca Spanu
Συνεργασία στη δραματουργία: Emilia Agnesa
Με τους: Maria Grazia Sughi, Lea Gramsdorff, Fabiano Fantini, Guiseppe Palasciano, Marina Occhionero, Valentino Mannias.
Δεν θα ξεχωρίσω κανέναν από τους ηθοποιούς παρ’ όλο που κάποιοι διακρίνονταν από την νατουραλιστική περιγραμματικότητα της σκιάς τους, ήταν όπως απαξάπαντες και απαξάπασες εναρμονισμένοι και συντονισμένοι στο τελικό κείμενο της μεταγραφής.
Έντονες οι εναλλαγές των φωτισμών κατεδείκνυαν την αρχετυπικήν σύγκρουσιν Φωτός-Σκότους, ενώ το Καλό και το Κακό υποτασσόταν στην αρχαία ελληνική ηθική της ανταπόδοσης και στην θεολογία των διπλωματικών συμφωνιών, συμβάσεων με ανταποδοτικά ωφέλεια, καταπαύσεως πυρός και εκεχειριών μεταξύ παλαιών και νέων δαιμόνων.
Οπωσδήποτε δεν βλέπουμε συχνά τόσο καλές, επιτυχημένες και λειτουργικές, τελετουργικές απόπειρες ερμηνείας (κι αναβίωσης, ενίοτε) του αρχαίου δράματος, μήτε στην Μικρά μήτε στην Μεγάλη Επίδαυρο μήτε στα λοιπά κλειστά θέατρα της ημεδαπής. Οι περισσότεροι μεταμοντερνίζουν άνευ ευτελείας και διασκευάζουν ασυστόλως μετά… δοκησισοφίας (για να το πω αριστοκρατικότερα).
Παράδειγμα, υπόδειγμα και όαση στα νεοελληνικά αρχαιοπρεπή και αρχαΐζοντα θεατρικά μας πράγματα.
Δεν είμαι ξενομανής αλλά πασχίζω να είμαι δίκαιος.
Τα συγχαρητήρια ανήκουν σε όλους.
Με ενθουσιασμό ελεγχόμενο και μετριασμένο κατόπιν υποδείξεως της αρχισυντάκτριάς μου,
Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας, Επισκέπτης Καθηγητής Θεατρικής Κριτικής στο ΕΚΠΑ
info: