Αφιερωμένο στην Τασούλα Καραγεωργίου
Το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη με τίτλο «Το Θαλάσσωμα» γράφτηκε το 1906, ακριβώς πριν από 115 χρόνια, εμπεριέχεται στα έργα του μεγάλου Σκιαθίτη πεζογράφου-ποιητή (εγώ το άντλησα από τα Άπαντα, τόμος 4, Κριτική έκδοση, Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, Εκδόσεις ΔΟΜΟΣ, Αθήνα 1985) και το πρωτοάκουσα από την Deutsche Welle, τω καιρώ εκείνω που υπηρετούσα στην Αροανία Καλαβρύτων, 1300 υψόμετρο, με το πούσι της ομίχλης καθημερινό επισκέπτη μέχρι το κατώφλι μου, το χιόνι μέχρι τον αστράγαλο, στην καλύτερη περίπτωση, γιατί υπήρχε και το μέχρι το γόνατο, το οποίο κοκαλωμένο έτριζε κάτω από τα πατήματά μας και κάναμε λιτανείες στη βροχή να το λιώσει. Και όταν άρχιζε η βροχή δεν έλεγε να τελειώσει.
Λόγω του ανηφορικού και απότομου του εδάφους- σε καμιά περίπτωση και τα δύο πόδια δεν βρίσκονταν στο ίδιο επίπεδο- η βροχή έρρεε προς τον ανώνυμο μικρό ποταμό, όπου για να τον περάσουμε και να φτάσουμε στο σχολείο, μαθητές και καθηγητές, έπρεπε να γίνουμε ισορροπιστές πάνω στις πέτρες που εξείχαν του νερού εν είδει γεφυρών, ή αποσιωπητικών του ρέματος. Με τα χέρια τεντωμένα αριστερά και δεξιά, πλανάροντας από δω και από κει, την τσάντα κρεμασμένη στο λαιμό ή στα δόντια, όπως η Φραγκογαννού το καλαθάκι της, φτάναμε κάποτε στο κτίσμα που το λέγαμε σχολείο.
Στην Αροανία Καλαβρύτων, κάθε βράδυ αργά, συνήθως «μεσάνυχτα», ήτοι στις εφτά! το καφενείο έκλεινε και οι καθηγητές, ο γιατρός κι ο ταχυδρομικός –η διανόηση και η επιστήμη του μικρού χωριού- μαζευόμασταν στο Κουρείο του Δημητράκη, ενός άγιου ανθρώπου που ήταν από εκεί και παρέμεινε εκεί γράφοντας ποιήματα και κουρεύοντας τους γέρους και τα παιδιά για να ζήσει, ψηλά στα βουνά, μια και οι γιατροί του είχαν απαγορεύσει την πόλη. Το Κουρείον (τα τελικά «ν» για να μιμηθώ τον Παπαδιαμάντη λιγάκι), εκτός του κουρευτικού εξοπλισμού, διέθετε σόμπαν, όπου ο Δημητράκης μας έψηνε κάστανα, τσαγέραν, όπου μας ετοίμαζε το τσάι και μικράν βιβλιοθήκην με κλασικά αριστουργήματα, όπως το Μαγικό Βουνό του Τόμας Μαν, αφού και ο Δημητράκης ένα τέτοιο μαγικό βουνό είχε ανάγκη και τέτοια ήταν και η Αροανία.
Στο Κουρείο του Δημητράκη, το οποίο χιουμοριστικώς αποκαλούσαμε Εντευκτήριον, ακούγαμε και Ντόιτσε Βέλε, εκεί η καρδιά μας γινόταν λιώμα από την μουσική εισαγωγή της εκπομπής «ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ήλιε νοητέ» -Ελύτης και Θεοδωράκης μαζί- εκεί άκουσα, μια νύχτα βροχερή σαν και χθες, 14- 10-21 στην Αθήνα πια, το «Θαλάσσωμα» του Παπαδιαμάντη που ποτέ δεν ξέχασα. Και δεν το ξέχασα γιατί οι περιγραφές του είναι τόσο δυνατές και ζωντανές, ικανές να κινητοποιήσουν τη μνήμη, την ψυχή, την ομορφιά του κόσμου συνυφασμένη με τα δεινά του, που έτσι όπως τα παρουσιάζει ο Άγιός μας Παπαδιαμάντης μας συμφιλιώνει με τις συμφορές και τα πάθια που δεν έχουν τελειωμό, είναι πάντα ίδια, κάνουν κύκλο και επανέρχονται, διακηρύσσοντας την επικαιρότητά τους.
Το παραθέτω :
Το θαλάσσωμα
Καθὼς ἐνέσκηψεν ἡ καταιγὶς τὸ ἀπομεσήμερον, καὶ ὅλοι τ᾿ οὐρανοῦ οἱ καταρράκται ἐπὶ δύο ὥρας ἀδιάκοπα, μετὰ βρόντου καὶ ἰαχῆς καὶ μὲ βολίδας ἀστραπῶν, ἔλουον τὴν πόλιν, ὅλα τὰ νερὰ τῆς Πλάκας, καὶ μέρος ἀπὸ τὴν ὁδὸν Κηφισιᾶς καὶ ὑπὸ τὸ Κολωνάκι, ἑνωθέντα εἰς βαθὺν καὶ παφλάζοντα χείμαρρον μετὰ φοβεροῦ πατάγου κατήρχοντο κάτω τῆς Μητροπόλεως, διὰ τοῦ κατηφορικοῦ δρομίσκου, καταπλημμυροῦντα ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ πολλὰ μαγαζιά, καὶ ὅλα σχεδὸν τὰ ὑπόγεια. Εἰς τὸ εὐρύχωρον καφενεῖον κάτω, ἱκανοὶ πελάται ἀπεκλείσθησαν μέσα ἀπὸ τὴν ἀέναον βροχήν.
Ὅλοι οἱ δρομίσκοι γύρω στὸ παλαιὸν τζαμὶ εἶχον γίνει ποτάμια. Ὁ σταθμὸς τοῦ σιδηροδρόμου ἔγινε λίμνη. Εἰς τὸ καφενεῖον πέντε ἢ ἓξ ζεύγη εἰς διάφορα τραπέζια, ἐτάβλιζαν, τρεῖς μόνον ἔπαιζαν πρέφα, καὶ δύο γέροντες, ὁ καπετὰν Γάγαρης, ἀπόστρατος ταγματάρχης, κι ὁ μαστρο-Γιάννης ὁ Γιαπιτζής, ἔπαιζαν τὸ μεγάλο μπεζίκι, μὲ 256 φύλλα. Δίπλα τους εἷς ἄλλος γέρων ὑπενύσταζε, κρατῶν διαρκῶς ἐφημερίδα.
Τὸ πάτωμα τοῦ καφενείου ὑπερεῖχε δύο ἢ τρεῖς σπιθαμὰς ἀπὸ τὸ βάθος τοῦ δρόμου, ὅστις ἀπετέλει τώρα τὴν κοίτην τοῦ ὁρμητικοῦ χειμάρρου. Ὀλίγοι τινές, ἀνήσυχοι καὶ περίεργοι ἐνταυτῷ, εἶχον σηκωθῆ καὶ συνηθροίσθησαν περὶ τὰς τρεῖς θύρας, ἀπολαύοντες τὸ θέαμα τοῦ καταρράκτου. Ἔξω ἠκούοντο φωνὲς καὶ γέλια. Ὁ ποταμὸς εἶχεν ἀναρπάσει τὰ ἐμπορεύματα ἀπὸ τὴν μπάγκαν ἑνὸς μανάβη· παρέκει εἶχε παρασύρει ἓν ὀνάριον, φορτωμένον σταφύλια, τὸ ὁποῖον ὁ κύριός του ἐπροσπάθει νὰ γλυτώσῃ τραβῶν ἀπὸ τὴν οὐράν.
Μέσα εἰς τὸ καφενεῖον, ὀλίγοι τινὲς ἔκαμνον τὸν σταυρόν των, ὅταν ἤκουον τὰς τρομακτικὰς βροντάς. Οἱ ταβλισταὶ δὲν ἐκινήθησαν. Τὸ τρὶκ-τρὰκ ἠκούετο διαρκῶς. Ὁ καπετὰν Γάγαρης κι ὁ μαστρο-Γιάννης, ἔχων καὶ τὸν ναργιλέν του ἀκοίμητον, ἐξηκολούθουν ἀπτόητοι τὸ μπεζίκι τους μὲ τὰ 256 φύλλα. Τὸ γερόντιον εἰς τὸ πλάγι τους, ἐξηκολούθει κατὰ τὸ φαινόμενον νὰ διαβάζῃ τὴν ἐφημερίδα, καὶ εἶχε πάρει ἤδη δύο-τρεῖς βραχεῖς ὕπνους.
Τὸ νερὸν ἤρχισε νὰ εἰσέρχεται εἰς τὸ καφενεῖον καὶ ἀπὸ τὰς τρεῖς θύρας. Προχείρως αἱ θύραι ἐφράχθησαν, πλὴν εἰς μάτην. Τὸ ὑγρὸν στοιχεῖον εἰσέρρεεν ἀκράτητον, ἀκόμη καὶ διὰ τοῦ χάσματος τοῦ καπνοπωλείου, τοῦ προσηρτημένου εἰς τὴν γωνίαν τοῦ καφενείου. Ἐντὸς ὀλίγων δευτερολέπτων κατεπλημμύρησε τὸ πάτωμα. Ὅλαι αἱ καρέκλαι ἀπετέθησαν ἐπάνω στὰ τραπέζια καὶ στὸ μπιλιάρδο. Οἱ πελάται, ὅσοι ἤθελαν νὰ κάθωνται, ἐκάθηντο σταυροπόδι ἐπὶ τῶν καναπέδων. Ὅλοι οἱ ταβλισταὶ κ᾿ οἱ πρεφαδόροι, ἄφησαν τὸ παιγνίδι κ᾿ ἐσηκώθησαν ὀρθοί. Ὁ καπετὰν Γάγαρης κι ὁ μαστρο-Γιάννης δὲν ἄφησαν τὸ μπεζίκι. Τὸ γερόντιον ἐξηκολούθει τὴν ἐφημερίδα του.
Δύο γκαρσόνια, ὁ νταμπής, ὁ παρανταμπής*, ὁ διευθυντὴς τοῦ καφενείου καὶ δύο λοῦστροι, προσκολλημένοι εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ καφενείου, ὡπλίσθησαν μὲ σκοῦπες, ἄλλας μὲ μακρὰ κοντάρια, καὶ ἄλλας ὄχι, καὶ κατέβαλλον συντόνους προσπαθείας νὰ σπρώξουν πρὸς τὰ ἔξω τὸ νερόν. Μερικοὶ πελάται συνηθροίζοντο περὶ τὰς θύρας κ᾿ ἐγίνοντο ἐμποδὼν εἰς τὸ ἔργον. Ἄλλοι ἔκαμναν κουμάντο, καθὼς συνηθίζουν οἱ Νεοέλληνες.
― Κατὰ δῶ, κατὰ δῶ!
―Ἀπὸ κείνη τὴν πόρτα!
―Ἔτσι δὲν κάνετε τίποτα!
―Ὅλοι μαζί! Ὅλοι μαζί!
Ἄλλοι συνῆπτον διαλόγους, κ᾿ ἐσχολίαζον:
―Ἀπὸ ποῦ μπῆκε τὸ νερό;
―Ἀπ᾿ τὴν ἐπάνω πόρτα.
―Ἀπ᾿ τὴν κάτω πόρτα.
―Ἀπ᾿ τὴν μεσανή!
―Ἀπ᾿ τὸ καπνοπωλεῖο μπῆκε, ἀπ᾿ τὸ καπνοπωλεῖο.
Μόνον μία καρέκλα κατείχετο ἀκόμη, ἐκτὸς τῶν καναπέδων, ἐπὶ τῶν ὁποίων ὤκλαζον ἀνασηκώνοντες τοὺς πόδας των οἱ πελάται. Ἦτο ἐκείνη ἐφ᾿ ἧς ἐκάθητο ὁ μαστρο-Γιάννης, ἐξακολουθῶν ἀτάραχος τὸ μπεζίκι του μετὰ τοῦ ἀποστράτου ταγματάρχου.
Τέλος ὁ κὺρ Νικολάκης, ὁ καφετζής, ὅταν ἐπλησίασε πρὸς τὰ ἐκεῖ μὲ τὴν σκούπαν του:
― Μὰ σήκω ἐπὶ τέλους, μαστρο-Γιάννη! Δὲ βλέπεις; Ἐδῶ πνιγήκαμε!
― Μὰ δὲ θέλει ὁ καπετάνιος ν᾿ ἀφήσουμε τὸ μπεζίκι.
― Καθίστε ἐπὶ τέλους κ᾿ οἱ δυὸ στὸν καναπέ.
Τέλος ἡ βροχὴ ἤρχισε μετὰ ὥραν νὰ κοπάζῃ, καὶ τὸ νερὸν ὠλιγόστευσε. Τὸ δάπεδον τοῦ καφενείου, ἀφοῦ μετὰ πολλοὺς κόπους κατωρθώθη νὰ σπρώξουν τὰ νερὰ πρὸς τὰ ἔξω, ἀπὸ λίμνη ὁποὺ ἦτο ἔγινε τέλμα. Τὸ ὑπηρετικὸν προσωπικὸν ἤρχισε νὰ ρίπτῃ τώρα ἄφθονα πριονίδια εἰς τὸ ἔδαφος κάτω.
Οἱ δύο μπεζικισταὶ ἐκάθισαν εἰς τὸ πλάγι ὁ εἷς τοῦ ἄλλου, χωρὶς νὰ κοιτάζουν πουθενά, μήτε νὰ λέγουν τίποτε. Ὁ ναργιλὲς τοῦ μαστρο-Γιάννη πρὸ πολλοῦ ἦτο σβεστός, ἐπειδὴ κανεὶς δὲν εὐκαιροῦσε νὰ τοῦ φέρῃ φωτιά. Ἀλλ᾿ ὁ ἄνθρωπος ἐξηκολούθει νὰ ἔχῃ τὴν πίπαν τοῦ μαρκουτσιοῦ εἰς τὸ στόμα.
Τελευταῖος ὅλων ἐσηκώθη ὁ μικρὸς γέρων, ὁ διπλανός τους. Ἄφησε τὴν ἐφημερίδα του, ὕψωσε τὸ ὄμμα, κ᾿ ἠρώτησε:
― Μὰ πότε μπῆκε τὸ νερὸ μέσα;
Αυτά ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και δια την αντιγραφήν εγώ, Ανθούλα Δανιήλ.
211