Φοράει νυφικό και λερωμένο τούλινο πέπλο. Το νυφικό κρέμεται επάνω της γερασμένο, όπως εκείνο της Μις Χάβισαμ. Το χρώμα του -ιβουάρ το λέει- είναι βρόμικο άσπρο. Πολλές μικρές τρύπες φθοράς στη φούστα και δυο μεγάλες στο μπούστο. Το χαϊδεύει και μιλάει με ασθματική φωνή: «Είναι απόλαυση να το αγγίζεις. Μεταξωτό σατέν, λεπτεπίλεπτο. Θα το ξηλώσω και θα φτιάξω ένα ντραπέ φόρεμα. Εξαιρετική ιδέα, δεν βρίσκεις;». Έχει την πλάτη της στον πρωινό ήλιο. Κολλάει το βλέμμα της στον απέναντι καθρέφτη, κρύβει μέσα του τα σημάδια μας. Σημάδια από λαιμούς, γλουτούς, πλάτες, στήθη. Εκείνη, εγώ και ο καθρέφτης. Ένα ιψενικό τρίγωνο. Ανεπαίσθητα κουνήματα της μέσης της, καρφιά πάνω μου τα κόκαλα των γοφών της. Με πονάνε. Μέρα τη μέρα λιώνει η σάρκα της, ρυτιδώνει σαν ασιδέρωτο λινό φουλάρι. Αποσυνθεμένα στο πάτωμα το ξεβαμμένο βελούδο του καναπέ, η οθόνη της τηλεόρασης, οι σπασμένες κορνίζες, οι σκισμένες φωτογραφίες, τα κεραμικά διακοσμητικά, η σπάνια σειρά πιάτων φαγιάνς, όλα επιπλέουν σε μουχλιασμένο νερό και κατρακυλούν στα πόδια μας.
*
Η Ευγενία Μακαριάδη γεννήθηκε στην Αθήνα. Eργάστηκε σε αντιπροσωπεία εξοπλισμού μηχανογραφικών κέντρων και σε τηλεοπτικό studio. Έχουν εκδοθεί το μυθιστόρημα Μύριαμ και Χάννα (εκδόσεις Λιβάνη 2001), βραβευμένο από την Π.Ε.Λ. και η συλλογή διηγημάτων Ψευδάνθρακας και άλλες ιστορίες (εκδόσεις Βακχικόν 2019). Διήγημά της διακρίθηκε στον πανελλήνιο θεματικό διαγωνισμό Hotel XXX – Άσεμνες Ιστορίες (εκδόσεις Πατάκη 2018). Διηγήματά της έχουν δημοσιευθεί σε τοπικές εφημερίδες και στα διαδικτυακά περιοδικά: Πλανόδιον, Ιστορίες Μπονζάι, Fractal, Vivliolatria, Ψυχογραφήματα, κ.ά.