Η ποιητική συλλογή του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου Μνήμες της ρίζας, μέσα από έναν γνώριμο ρυθμό που θυμίζει δημοτικό τραγούδι, υπογραμμίζει το εφήμερο της ανθρώπινης ύπαρξης, την αξία της συλλογικής μνήμης και την τραγικότητα της ιστορίας μας.
Ο ποιητής αντί προλόγου χρησιμοποιεί μια παραβολή: Ο άνθρωπος που έγινε δέντρο και που όσο αγαπά, άλλο τόσο οι ρίζες του βαθαίνουν, συνομιλεί με τον άνεμο για την κατάστασή του. Και ο άνεμος του λέει να μη νοιάζεται, γιατί και σ’ αυτόν αρέσει να περνάει τον καιρό του στο δάσος.
Το νόημα της παραβολής, περνάει μέσα από τους στίχους 51 ποιημάτων σε 2 μέρη, με τους αντίστοιχους τίτλους «Μνήμες της ρίζας» και «Ο τόπος μου».
Από την αρχή δηλώνεται η διάθεση του ποιητή να μιλήσει σε πρώτο πληθυντικό, κάνοντας κοινωνό τον αναγνώστη στο ταξίδι των στίχων του, αρχικά ακινητοποιώντας τον σε τόπο άνυδρο κάτω από τον ήλιο που πυρπολεί τα λιθάρια. Το σκηνικό στήνεται κι όσο εμείς βγάζουμε ρίζες και βυθιζόμαστε στο χώμα, ο κύκλος της ζωής συνεχίζει την τροχιά του καθώς «χλωροί βλαστοί πολύκλωνοι/μέσα απ’ τα σπλάχνα μας ανθίζουν και ψηλώνουν». Ο ποιητής υμνεί το θαύμα της ζωής με αφορμή τα μικρά μυστικά της φύσης. Με τα μάτια στης μνήμης μεταμορφώνεται ανακαλώντας εικόνες που αγγίζουν όλες τις αισθήσεις, τονίζοντας τρυφερές λεπτομέρειες που τον διαμόρφωσαν. «Δεν είμαι εγώ» δηλώνει. Είναι όσα πρόλαβε να ζήσει και όσα του άφησαν δώρο στο αίμα του οι παλιοί που προσπέρασαν.
Επικοινωνώντας με το ποιητικό υποκείμενο, μεταμορφωνόμαστε κι εμείς μέσα από εικόνες θυσίας και αναλογιζόμαστε την ασημαντότητα της ύπαρξής μας. Παράλληλα, καθώς ερχόμαστε σε επαφή με τη φύση και τους μύθους που εξηγούν αλληγορικά τον έρωτα και τον θάνατο σαν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, θαυμάζουμε τη δύναμη των λέξεων που ρέουν σαν γάργαρο νερό στο ρυάκι της ποίησης. Και ανάμεσα στις περιγραφές, υψώνεται το παράπονο του ποιητή που εκφράζει μέσα σε δυο σειρές ό,τι μας πληγώνει: «τόση ζωή, τόση ομορφιά μες στα υπόγεια/τόση ζωή, τόση ομορφιά λησμονημένη».
Το παράπονο που εκφράζεται σε ολόκληρη την ποιητική συλλογή δεν οδηγεί σε μηδενιστική στάση. Αντίθετα, ο ποιητής προτάσσει την αγάπη σαν βάλσαμο: «ποτέ δεν πάει χαμένη τόση αγάπη». Μέσα στον ζόφο των καιρών, είμαστε οι μνήμες οι ζεστές, τα γέλια, τ’ αγκαλιάσματα, στο μεγάλο ταξίδι της ζωής, που μοιάζει με εκδρομή.
Ο θάνατος αγαπημένων προσώπων κάνουν τον ποιητή να νιώθει «κομματιασμένος». Η μνήμη τους συνδυάζεται με μνήμες παιδικές, γεμάτες χρώματα και μυρωδιές. Τότε οι στίχοι πλημμυρίζουν τρυφερότητα, με κορυφαίες τις μορφές των γονιών: Του πατέρα που γίνεται ξανά παιδί, ενώ ο κύκλος κλείνει και της μητέρας με τις «δυο κρυμμένες μαχαιριές κάπου στην πλάτη» και με τις χούφτες της να μυρίζουν κρεμμύδι.
Τα ποιήματα συνομιλούν με στίχους μεγάλων Ελλήνων ποιητών για να εκφράσουν σκέψεις και συναισθήματα σχετικά με την πατρίδα, το νόστο, την Ιθάκη μας: «Κουράστηκα να περπατώ μόνος κι ανέστιος./Δεν τον φοβήθηκα τον βράχο ως τώρα, κοίτα με/ μα τρέμω ν’ απομείνω πάντα «ο ξένος». Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, ο ποιητής θα εκφράσει την ανάγκη να συμβάλει στη συλλογική μνήμη: «Μα θέλω έστω ν’ απομείνουν στο χαρτί/σ’ ένα μικρούλι φύλλο στον αέρα/δυο λέξεις μόνο της καρδιάς να ανεμίζουνε/πάνω απ’ της πόλης τα στενά, τα μεσημέρια.// Όταν θα φύγουμε κι εμείς, να μείνουν θέλω!». Και στο ποίημα «Ταξιδιώτες» που συνομιλεί με στίχους του Καβάφη, θα περιγράψει με εξαιρετικό τρόπο την εικόνα του ποιητή, του ευαισθητοποιημένου ανθρώπου: «Πάνε στην άκρη του νερού για λίγο στέκονται/κι έπειτα σημειώνουν στο χαρτί υπνωτισμένοι/το λίγο ρίγος της στιγμής κάθε σφυγμό/σαν άρρωστοι καιρό που ‘χουνε μάθει να καταγράφουν μέρα ώρα και την πίεση/στις φλέβες της καρδιάς που αργοχτυπάει».
Περιδιαβαίνοντας τα ποιήματα στο πρώτο μέρος, νιώθουμε να μας δένει ένα αόρατο νήμα. Και αυξάνεται η ανάγκη για αρμονία, επικοινωνία, επαφή με τη φύση, με τις ρίζες μας, με τη βαθύτερη ουσία μας. Κι όσο συνειδητοποιούμε το εφήμερο της ύπαρξης, άλλο τόσο οδηγούμαστε στις αλήθειες μας και γινόμαστε πιο σοφοί.
Στο δεύτερο μέρος, ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου, θα εστιάσει σε όλα αυτά που μας πληγώνουν στην Ελλάδα, μέσα από αναφορές στην ιστορία: Τα λάθη που επαναλαμβάνονται, τη φθορά της εξουσίας, τον ραγιαδισμό, την αχαριστία, τον διχασμό, τον μοιραίο ρόλο των ξένων δυνάμεων. Διαβάζοντας, νιώθουμε βαριά την ευθύνη για το τι θα πούμε στα παιδιά μας: «Κι άιντε να δούμε τι θα λέμε στ’ αναχώματα/τις νύχτες γύρω απ’ τη φωτιά σαν μας κοιτάζουν/στα μάτια τα παιδιά μας που μεγάλωσαν/και δεν τους πρέπουν παραμύθια πριν πλαγιάσουν».
Ωστόσο, το ύφος στη συνέχεια αλλάζει. Ο λόγος γίνεται τρυφερός, για να περιγράψει με λυρισμό την πατρίδα μας, συνομιλώντας με δυο φράσεις του Σεφέρη από την ομιλία του στη Στοκχόλμη: «Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο».
Συνολικά η διαδοχή των ποιημάτων στο δεύτερο μέρος έχει κυματοειδή μορφή. Από την ομορφιά στην πληγή κι αντίστροφα. Με το άδικο να μας πνίγει, με ληστές και λύκους ολόγυρά μας, ανακαλούμε τους πραγματικούς ήρωες της ιστορίας μας που «δεν πέθαναν, εδώ στις πέτρες ζουν». Και όσο πιο έντονη γίνεται η ανάγκη για αγώνα και δικαίωση, τόσο πιο παράφωνα ηχεί η κωμικοτραγική εικόνα των Ελλήνων, γεμάτη αντιφάσεις: «Πάνω από τρεις χιλιάδες χρόνια τον καημό/τον κάναμε τραγούδι, κομπολόι/τον βάλαμε ατόφιο στο προσκέφαλο/στα εικονίσματα ψηλά και στα μνημούρια».
Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση της ποιητικής συλλογής θα επανέρθουμε στην αρχική εικόνα με τον άνθρωπο-δέντρο που βαθαίνουν οι ρίζες του από αγάπη. Παράλληλα, ο αέρας που φυσά στο δάσος θα συνεχίζει το τραγούδι της μνήμης σε γνώριμο ρυθμό, υπενθυμίζοντάς του στιγμές από το ταξίδι του μέχρι εκεί, μέχρι να βγάλει ρίζες.
Αγαπητή Γεωργία, ευχαριστώ θερμά!