Ανεβαίνει τα σκαλιά αργά. Θαρρείς δεν θέλει να μπει στο σπίτι. Βάζει το κλειδί στην πόρτα και την ανοίγει. Όλα τακτοποιημένα και όλα στη θέση τους. Κανένα ρούχο πεταμένο πουθενά· ένα παπούτσι, έστω, να σκοντάψεις πάνω. Ησυχία. Ποτέ δεν της άρεσε, ποτέ δεν την αναζήτησε την ησυχία της. Πάντα δούλευε, πάντα είχε επισκέπτες· «ανοιχτό σπίτι». Με τρία παιδιά, ποτέ δεν μάλωσε για ακαταστασίες ή ζημιές. Ποτέ δεν γκρίνιαξε για τις στοίβες τα ασιδέρωτα. Δεν την ενοχλούν· αυτά είναι η ζωή, η αγάπη.
Τον τελευταίο μήνα ανεβαίνει τα σκαλιά όσο πιο αργά μπορεί. Το σκηνικό ίδιο αλλά τόσο διαφορετικό. Ο καναπές είναι εκεί· αλλά τι αξία έχει ο καναπές, αν το ριχτάρι δεν είναι πεσμένο. Τι αξία ο νεροχύτης, αν είναι άδειος από πιάτα και ποτήρια και η σιδερώστρα μόνη, παρατημένη, κλειστή. Τι αξία έχουν τα έπιπλα χωρίς αποτυπώματα αγαπημένα.
Ο σκοπός επετεύχθη. Τα παιδιά άνοιξαν τα φτερά τους. Έγιναν ανεξάρτητα, χαρούμενα, πολίτες του κόσμου. Τα καμαρώνει. Μιλάει μαζί τους καθημερινά, τα βλέπει μα δεν τα αγγίζει, δεν τα μυρίζει· δεν νιώθει μόνη, όχι. Τόση αγάπη δεν χάνεται, την παίρνει πίσω με το παραπάνω…διαδικτυακά πια.
Καλεί κόσμο, δουλεύει ασταμάτητα, πάει τακτικά γυμναστήριο, κομμωτήριο, βόλτες. Είναι ενεργή στα social media, πάντα χαμογελαστή, να την βλέπουν τα παιδιά, να χαίρονται.
Αν είναι ευτυχισμένη; Φυσικά! Μόνο που το σπίτι είναι ασφυκτικά μεγάλο για δυο ανθρώπους· όσο κι αν αγαπιούνται!