Το βροχερό δειλινό κηδέψαμε τη νεαρή Ιουλία που αυτοκτόνησε. Από έρωτα, είπαν, προδομένο. Την επομένη την είδαν πολλοί. Άλλος ντυμένη μ’ άσπρο νυφικό να κάνει ισορροπία σε μονόκυκλο ποδήλατο παίζοντας στον αέρα πέντε πορτοκάλια και την καρδιά του προδότη. Άλλος στη θάλασσα μ’ ανεβασμένο το φόρεμα, με το νερό μέχρι τα κρουστά της σφυρά και γύρω της να πετάνε πετροχελίδονα. Άλλος να πετάει πάνω από τις κεραμοσκεπές, έχοντας αγκαλιά την κατσίκα που την έλεγε Πηνελόπη. Και, τέλος, άλλος ντυμένη στα μαύρα, ανεβασμένη στη θεόρατη αχλαδιά, δίχως εσώρουχο, να στολίζει μ’ ανθάκια λευκά το σγουρό της εφηβαίο. Όσοι την είδαν, την επόμενη μέρα, έχασαν τη φωνή τους, μέχρι την μεθεπόμενη. Όταν η φωνή τους επανήλθε, το βλέμμα τους είχε αλλάξει τελεσίδικα.
Βιογραφικό: