Οι αδιάκοποι κύκλοι των όντων
Στο νέο της ποιητικό βιβλίο, η Παυλίνα Παμπούδη καταγράφει την περιπέτεια της ψυχής, η οποία προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ αισθητών, χειροπιαστών βιωμάτων, από τη μία πλευρά, ενώ από την άλλη αποτελεί μέρος μιας αιώνιας πορείας από το επέκεινα στον κόσμο και αντιστρόφως. Σε όλο το βιβλίο εικονοποιούνται αυτοί οι διαρκείς κύκλοι, με στίχους όπως: Ν’ αρχίσω, είπα, έναν νέο κύκλο ή Όμως ο κόσμος δεν χρειάζεται άλλο τέτοιο κύκλο κτλ.
Ήδη από την αρχή του βιβλίου, άλλωστε, έχει δηλωθεί ότι το ποίημα, το πραγματικό ποίημα δεν μπορεί να είναι άλλο από:
Το ένα και μοναδικό / Αυτό που / Διατρέχοντας εποχές παγετώνων / Κατακλυσμών, σφαγών, λοιμών, λιμών / Ερώτων, θαυμάτων, λήθης / Εκτυλίσσεται αμερόληπτο / Ισόβια / Βυθίζεται, υπερίπταται, σέρνεται, χάνεται / Ξαναβρίσκει, ρέει.
Να, λοιπόν, ποιος ορίζεται ως στόχος της ποίησης: το βύθισμα στη φύση των πραγμάτων που δεν μπορεί παρά να είναι ενιαία και κυκλική-επαναλαμβανόμενη.
Σε όλη την έκταση του βιβλίου, συμπλέκονται δύο διαφορετικές «γραμμές δράσης»: από τη μία πλευρά ακολουθούμε την ιστορία της Σάρας (να είναι άραγε το alter ego της ποιήτριας;), η οποία είναι μια ψυχοκόρη, κόρη της ψυχής δηλαδή, ένα πλάσμα που προσπαθεί να ανακαλύψει, να δραπετεύσει, να γνωρίσει:
Ξημέρωμα η ψυχοκόρη Σάρα ντύνεται / Φορά την μπλε της πουκαμίσα και την παλιά με τα κεντίδια / Τη μια πάνω στην άλλη / Τυλίγεται στο μάλλινό της σάλι / Τυλίγεται σε μια σκιά ξένου με σκύλο / Τυλίγει τον λαιμό σε μακρύ δρόμο / Ξεκλειδώνει.
Έτσι αρχίζει το ταξίδι, με έναν τόνο και μια γλώσσα που μοιάζει παραμυθένια και παιδική, αφού η Σάρα πρέπει να ακολουθήσει μια τελετουργία για την εκκίνηση του ταξιδιού της, λες και το ταξίδι αυτό είναι ένα πέρασμα σε μια νέα κατάσταση, σε μιαν άλλη ζωή. Στη συνέχεια, η Σάρα βαδίζει προσεκτικά, δοκιμάζει, τολμά, αλλάζει μορφές. Ακόμη κι όταν το όνομά της παύει να δηλώνεται, ο αναγνώστης νιώθει ότι συνεχίζει να την ακολουθεί σε μια περιπέτεια που ανεπαισθήτως κυλά από το κυριολεκτικό στο συμβολικό, όπως άλλωστε συμβαίνει και στους μύθους.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχει μια σειρά ποιημάτων που τιτλοφορούνται «Το γραμμένο», με αρίθμηση από το 1 έως το 17, όπου μπορεί κανείς, όντας λίγο παραπάνω υποψιασμένος, να βρει τους σταθμούς μιας ενδότερης, πιο σκοτεινής πορείας, εκείνης που χαρακτηρίζει τα διαρκή περάσματα και τις μεταβάσεις της ψυχής αλλά και τη φύση του κόσμου, όπως ορίζεται από διάφορες εσωτερικές διδασκαλίες και πρωτίστως από την καβαλιστική κοσμοθεώρηση, στην οποία η ποιήτρια εμφανώς μας οδηγεί, με την αναφορά σε όρους όπως το Αϊν (θα το ορίζαμε ως το ανεκδήλωτο Ένα, που είναι όμως η αιτία όλων των εκδηλώσεων) και η Ρουάχ (ένα από τα μέρη της ψυχής, το «πνεύμα» ή σύμφωνα με τον Μαϊμονίδη η πνοή της ζωής που εμφυσήθηκε στον άνθρωπο από τον θεό). Όσοι έχουν υπόψη τον νεοπλατωνισμό μπορούν να κάνουν και περαιτέρω συσχετίσεις. Καταγράφω ένα χαρακτηριστικό σημείο: Η Ρουάχ γέρνω στην αθέατη πλευρά μου / Τέλεια, εντελής ξανά στο άχρονο / Ανίδωτη ιδέα η εικόνα, πάλλευκη / Κι αχαρτογράφητος ξανά ο όποιος τόπος.
Διαβάζοντας κανείς αυτά τα ποιήματα, ας αναζητήσει τα καβαλιστικά συμφραζόμενα: θεωρώ, εξάλλου, ότι είναι ένα στοιχείο θετικό το να μας δίνει ένα βιβλίο εναύσματα για μελέτη και άνοιγμα νέων πεδίων. Αλλωστε, πολλές φορές στη σύγχρονη ποίηση νιώθει κανείς ότι εκλείπουν αυτές οι αφορμές και οι συνδέσεις με πράγματα που ξεπερνούν το προσωπικό βίωμα και άπτονται της αναζήτησης της δομής του κόσμου, έτσι όπως βλέπει κανείς να συμβαίνει σε μυθολογικά συμφραζόμενα ή σε φιλοσοφικές διδασκαλίες.
Σε αυτό το βιβλίο, η Παμπούδη ίσως να αναζήτησε τις δικές της ρίζες, δηλαδή τα ίχνη των προγόνων της που είχαν εβραϊκή καταγωγή, και να προσπάθησε να τις ενώσει με το δικό της παρόν, με τη δική της περιπέτεια στον κόσμο, έναν κόσμο που φαίνεται να τον βιώνει ως μια αέναη περιπλάνηση ενός παιδιού χαμένου στο δάσος της ζωής. Η αντίστιξη των ποιημάτων που τιτλοφορούνται «Γραμμένο», με τον γενικό τίτλο του βιβλίου στον οποίο το επίκεντρο είναι το άγραφο (ίσως και το άρρητο), προσδιορίζουν τα άκρα μιας διαδικασίας, εντός της οποίας μετεωρίζεται κάθε άνθρωπος: γράφουμε, ταξινομούμε, οριοθετούμε, αλλά από την άλλη πλευρά μένει πάντοτε ως κάτι άπιαστο η ουσία των πράξεων και των πραγμάτων ή, όπως θα έλεγε και ο Σωκράτης, μια «σκιά ονείρου».
Θα κλείσω το κείμενο με το προτελευταίο ποίημα του βιβλίου με τίτλο «Σημείωση για το άγραφο;»:
Το άγραφο σαλεύει / Βρεμένο, άφτερο ακόμα στη φωλιά του / Ραμφίζει ακόμα μάταια τα λόγια / Τα λόγια /Δεμένα πάντα σε κατάδεσμο / Δεν λύνονται τα μάγια, δέθηκαν πριν απ’ τον χρόνο.
(Αναδημοσίευση από την Εφημερίδα των Συντακτών)