”Θα δοκιμάσω να αναμετρηθώ με τις εξουσίες του κόσμου. Τα πάντα είναι ασταθή, εκτός από την πίστη στην ψυχή που αλλάζει όλα τα πράγματα και φωτίζει την αντιφατικότητά τους. Και παρότι μοιάζει σαν να έχω εκδιωχθεί από τη χώρα μου ως άπιστος, δεν έχω ακόμα βρει άνθρωπο με πίστη σαν τη δική μου”.
-Τζόυς 1902
ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΜΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΚΙ ΕΝΑ ΣΧΕΔΙΟ
Όλα συνέβησαν στη ζωή του ανάμεσα σε δύο πορτραίτα: μια φωτογραφία και ένα σχέδιο όπου ένας Ιρλανδός μεγαλώνει, μεταναστεύει στην Ευρώπη και στο Νότο και γίνεται από ο άγνωστος εκείνος ψηλός νεαρός της φωτογραφίας με τη τραγιάσκα, ο Τζόυς, του σχεδίου που του έφτιαξε ο γλύπτης Κονσταντίν Μπρανκούζι. Είπαμε τι απεικονίζει η φωτογραφία. Ας πούμε και σε τι συνίσταται το σχέδιο της προσωπογραφίας: μία σπείρα και τρεις άνισες κάθετες γραμμές. Πρόκειται για το δεύτερο σχέδιο αφού το πρώτο το απέρριψε ασυζητητί μία φίλη του Μπρανκούζι η οποία του είπε ότι ναι μεν το σχέδιο που ήταν ένα συμβατικό σκίτσο θυμίζει τον Τζόυς, αλλά είναι πολύ μακριά απ’ το ύφος του γλύπτη. Όταν το έδειξαν στον πατέρα του Τζόυς την αφηρημενη προσωπογραφία, εκείνος εξέφρασε, τάχα, την έκπληξή του λέγοντας: ”Πώς άλλαξε έτσι ο γιος μου;”.
Η ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ
Ο Τζόυς δεν κληρονόμησε μόνο το χιούμορ, τον σαρκασμό και την εξυπνάδα του πατέρα του, αλλά και τη ροπή προς το αλκοόλ, τον άστατο χαρακτήρα του και τη φτώχεια… Με λίγα λόγια έγινε αυτό που μεμφόταν: Ο πατέρας του. (ο Τζόυς φεύγει πολύ νωρίς από την Ιρλανδία) ”γλιτώνει, όπως το διατύπωσε ο ίδιος, και από τα τρία δίχτυα: εθνικότητα, γλώσσα και θρησκεία”. Είναι πια απαλλαγμένος και από τα τρία αυτά βαρίδια που κουβαλάει ο κάθε άνθρωπος και από τη μια τον εμποδίζουν να νιώσει ελεύθερος, αλλά από την άλλη του προσφέρουν μια τριπλή ταυτότητα που για την πλειονότητα των ανθρώπων είναι απαραίτητη για να αισθάνονται πως κάπου ανήκουν, σε κάτι πιστεύουν.
Ο Τζόυς πήρε αυτό το ρίσκο που θα τον άφηνε χωρίς σωσίβιο σε μια ταραγμένη θάλασσα φωνάζοντας: ”Να ζεις, να σφάλεις, να πέφτεις, να δραπετεύεις, να αναδημιουργείς τη ζωή από τη ζωή”.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Με αυτό το θράσος και χωρίς ακόμη όπλα- παρά μόνο με τη πεποίθηση πως η τέχνη είναι η πιο καίρια έκφραση της ζωής- ξενιτεύτηκε. Κατάλληλος τόπος γι’ αυτόν του φάνηκε πως ήταν η Ιταλία. Έτσι εγκαταστάθηκε για ένα διάστημα στην Τεργέστη αλλά έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του και της τέχνης του, στο Παρίσι και το τελευταίο κομμάτι της, στην Ελβετία. Ήταν λοιπόν όπως σημειώσαμε στον τίτλο, ένας Οδυσσέας ένας Οδυσσέας χωρίς επιστροφή στην Ιθάκη του.
Οδυσσέας και γιατί έγραψε ένα αριστουργηματικό μυθιστόρημα μ’ αυτόν το τίτλο, το οποίο κυκλοφόρησε μετά από πολλές εκδοτικές περιπέτειες το 1922. Την ίδια χρονιά ο Έλιοτ κυκλοφορούσε την περίφημη ”Έρημη Χώρα” του. Ήταν αυτός ακριβώς που αναφώνησε: ”Ποιος μπορεί να ξαναγράψει διαβάζοντας το θαύμα του τελευταίου κεφαλαίου!”. Εννοούσε, φυσικά, τον πολυσέλιδο μονόλογο που εκφωνούσε η Μόλλυ, – κεντρική ηρωίδα του έργου – χωρίς ανάσα αφού λείπουν τα σημεία στίξης και τελειώνει μ’ ένα εμφατικό Ναι. Σχεδόν αποστομωτικό ακούγεται αυτό το Ναι γιατί αναδεικνύει εξίσου εμφατικά έναν άντρα με θηλυκά, θα λέγαμε στοιχεία, ο οποίος αγαπάει και κατανοεί τη γυναίκα, αλλά και την αγαπημένη του Νόρα, που γνώρισε πολύ νέος και παντρεύτηκε πολύ αργότερα.