Ο καλόγερος του Monte Cassino
Ο φτωχός καλόγερος με το τριμμένο ράσο που κάποτε ήταν καφέ μα έγινε πια ένα ξεφτισμένο κιτρινόμαυρο που μεριές-μεριές έμοιαζε να πρασινίζει, άφηνε πίσω του το βράχο του Monte Cassino. Ο όρκος της πενίας, της αγνότητας και της υπακοής ακλόνητα ριζωμένοι μέσα του, πιστός στο τυπικό των βενεδικτίνων που όριζε το μοναστήρι του τον ακολουθούσε σα σκιά μέσα στην ομίχλη. Πρώτη φορά ξέφευγε από την αέναη καθημερινότητα του μοναστηριού, όπου γέμιζε ασφυκτικά με μόχθο τη μέρα του –στ’ αλήθεια για να μη σκέφτεται- με σκληρή δουλειά στο χωράφι, στο σκριπτόριο και τα βράδια στο αναγνωστήριο του μοναστηριού. Αντέγραφε πειθήνια με μετρημένες τις γραμμές με τις μέρες, με παραγωγή στενά δεμένη με την ανάγκη της βιβλιοθήκης του μοναστηριού. Κι όταν δεν έγραφε, διάβαζε προσευχές, βίους αγίων, την ιστορία του κόσμου τούτου, όπως τον έχτισε ο Θεός και στο τέλος κάθε σελίδας δόξαζε το δημιουργό του. Δεν ξέφευγε τίποτα από την πίστη και την υπακοή. Δε σκέφτεται, απλά εκτελεί τις εντολές του ηγούμενου Ντεζιντέριο. Και τώρα η εντολή ξαφνικά λίγο πριν το γέρμα της ζωής του, ήρθε και άλλαξε, κι έφερε τα πάνω κάτω. Εντολή λοιπόν να πάει, να αντιγράψει ένα ακόμα χειρόγραφο και να γυρίσει πίσω στο βράχο του Monte Cassino φέρνοντας το ποθητό αντίγραφο. Ο ξεφτισμένος μοναχός κατρακυλούσε το βράχο χωρίς να γυρνάει πίσω του. Τα σκληρά δερμάτινα σανδάλια του στράβωναν στις πέτρες που κυλούσαν στο πέρασμά του και τον συνόδευαν στον κατήφορο. Το ξυρισμένο του κεφάλι μάζευε το κρύο και την καταχνιά που κύκλωνε το βράχο, στον ώμο του ένα σακούλι με λίγο ψωμί, ελιές, κρεμμύδια και διπλοτυλιγμένο σε ύφασμα το μοναδικό υπέροχο έργο των χεριών του «Ευθύφρων, Πλάτωνος». Το έργο εκείνου του μυθικού σχεδόν προσώπου του Πλάτωνα που κάποτε στη μακρινή και άγνωρη αρχαία εποχή μιλούσε και έγραφε, διαλογιζόταν και συνδιαλεγόταν και πυροδοτούσε τη σκέψη των ανθρώπων. Τα μαυρισμένα από τα μελάνια δάχτυλα του έσφιγγαν το δέμα κάθε τόσο για να βεβαιωθεί πως ήταν εκεί κουρνιασμένο στον ώμο του. Θα το έδινε με αντάλλαγμα να τον αφήσουν να αντιγράψει τον πολυπόθητο κώδικα «Κύριαι Δόξαι» στο μακρινό μοναστήρι της φημισμένης βασιλεύουσας πόλης της ανατολής. Στο μυαλό του είχε πλάσει την ιστορία ότι το «Κύριαι Δόξαι» ήταν έργο που υμνούσε και δόξαζε το θεό και στο βάθος έβρισκε μάλλον άδικη την ανταλλαγή. Αυτός θα δώσει έναν ειδωλολάτρη και θα πάρει πίσω ένα έργο δοξαστικό. Αυτό που δεν ήξερε βέβαια, αλλά και δε χρειαζόταν να ξέρει –κατά την άποψη του ηγούμενου- ήταν ότι το έργο ήταν στ’ αλήθεια του φιλόσοφου Επίκουρου και ότι οι ανταλλαγές ήταν πάντα ίσες: αρχαίοι με αρχαίους, ιατρικά με ιατρικά, ύμνοι με ύμνους! Κατά το δυνατό πάντα, μια και μετρούσαν κι άλλα πράγματα όπως ο αριθμός των σελίδων, οι μικρογραφίες, η σπανιότητα κι ότι άλλο έβαζε ο ανθρώπινος νους για να δημιουργήσει συμφωνίες και ανταλλάγματα.
Εικόνα 1: To σκριπτόριο, το δωμάτιο αντιγραφής χειρογράφων. (Πηγή W. Horn and E. Born, The Medieval Monastery as a Setting for the Production of Manuscripts, The Journal of the Walters Art Library 44 (1986) https://www.jstor.org/stable/20169021 πρόσβαση 03/10/2021.
Μακρύ το ταξίδι, χίλιοι κίνδυνοι, μ’ άξιζε τον κόπο. Ένιωσε την καταχνιά να τον τυλίγει και σαν υγρό μυστηριακό σύννεφο να τον ανεβάζει σε σκέψεις άλλες και κόσμους ξεχασμένους στο πέρασμα των αιώνων και της τροπής του κόσμου. Σαν οβιδιακή μεταμόρφωση φάνταζε τούτο το κατέβασμα από το μοναστήρι, σα να άλλαζε η σκέψη και η φύση του όλη. Πήγαινε στο άγνωστο να δει και να μάθει χωρίς να τολμάει να το πει ή ακόμα και να το παραδεχτεί. Πίστευε πως η θεάρεστη πράξη της αντιγραφής των χειρογράφων ήταν η επιταγή του πάνω σε τούτη τη γη μέχρι να δώσει ο Θεός και να τον πάει σε κόσμους άλλους παραδεισένιους, κερδισμένους με βαθιές νηστείες και ατέλειωτες προσευχές, κυριαρχίες πάνω στη σάρκα και τη σκέψη, πίστη στο μοναστήρι του χαμένο μέσα στα σύννεφα, ένα με το Θεό του και αγνοώντας την πλάση γύρω του. Όλα κερδισμένα με σκληρή επιμονή κι ασύλληπτο μόχθο. Θα πήγαινε εκεί στους παραδείσους που του υποσχέθηκαν συνοδευμένος από τα μελάνια και τη γραφίδα του, σέρνοντας το αναλόγιο και το σκληρό του κάθισμα στους αιώνες των αιώνων να υπηρετεί μια γνώση που δεν είχε, που δεν κατανοούσε και μέσα από αυτή να βλέπει το μεγαλείο του Θεού του και να τον ευλογεί. «Καθείς εφ’ ὧ ἐτάχθη» θα μουρμούριζε, μόνο αν ήξερε τι σημαίνει…
Και τώρα τι; αναρωτήθηκε. Τι έγινε και ξαφνικά μέσα στο βάραθρο του γκρεμού, στο κατέβασμα της αβύσσου γύρω από το βράχο του μοναστηριού, το καρφωμένο στη μετά θάνατο ζωή μυαλό του ξύπνησε και κοίταξε γύρω του, ο κώδικας τον τυραννούσε με τα όσα έγραφε, βαθιά χωμένος μέσα στον κόρφο του πυροδοτούσε την αμαρτία. Έσφιξε κι άλλο τη δερμάτινη ζώνη του και προχώρησε αποφασιστικά. Όχι, τώρα δε γυρίζει πίσω, πρέπει να δει τη συνέχεια, να γράψει κι άλλο, να κρατήσει την αντιγραφή σαν επιταγή και πειθαναγκασμό της ύπαρξής του. Θα συνέχιζε ακόμα κι αν χρειαζόταν να πεθάνει από τη νηστεία για να εξιλεωθεί για τις αμαρτίες του νου. Αυτές, οι αμαρτίες του νου, οι πιο αποτρόπαιες, οι πιο δύσκολες, οι πιο απόκρυφες και γι αυτό πιο βασανιστικές. Η αμαρτία της αναζήτησης της αλήθειας και της δικαιοσύνης, του θεού και των αγίων στον άδικο τούτο κόσμο. Κρυφά ξανακοίταξε την απλή φράση: «μόριον γὰρ τοῦ δικαίου τὸ ὅσιον»[1][κομμάτι [μόνο] του δίκαιου είναι το ιερό]. Θεός και δικαιοσύνη μπλέχτηκαν, η αδικία του κόσμου η φτώχια και ο πλούτος, η αρρώστια και η ρώμη, η πείνα και η χλιδή τον τρέλαιναν. Τι ήταν λοιπόν ο θεός του; Ένα μικρό κομμάτι δικαιοσύνης και η δικαιοσύνη ολόκληρη τι ήταν αν δεν ήταν θεός; Θέ μου συγχώρα με μουρμούρισε ξανά και βιάστηκε πάνω στο κακοτράχαλο μονοπάτι.
Το Monte Cassino χανόταν κιόλας μέσα στα σύννεφα, έριξε μια τελευταία ματιά και μόνος πια συνέχισε χωρίς δισταγμούς τη μακριά πορεία του.
Εικόνα 2 Μοναστήρι του Monte Cassino. Πηγή: https://www.culturalheritageonline.com/location-1533_Abbey-of-Montecassino. php
Μέρες περπατούσε με τα μάτια καρφωμένα στο χώμα, όπως όριζε το τάγμα του και τις νύχτες σταματούσε σε μικρά χωριά που το τριμμένο ράσο του και η αποστεωμένη μορφή του του εξασφάλιζαν συνήθως ένα πιάτο σούπα και έναν αχυρώνα να κοιμηθεί. Η φτώχια και η πείνα των χωρικών καρφώνονταν στην ψυχή του. Σκεφτόταν πως το τίμημα των πολέμων ανάμεσα στους ηγεμόνες των πόλεων του ιταλικού βορρά, είχε εξασθενήσει την ψυχή και την επιβίωσή τους, κι είχε μετατρέψει τα χωριά σε καλύβια δυστυχίας κι αρρώστιας, πείνας και δεισιδαιμονίας.
Στις πόλεις όμως που πέρναγε στο διάβα του η ζωή ήταν αλλιώς. Έμποροι, πραμάτειες, στρατιώτες, ναυτικοί, σπίτια και παλάτια, σπαθιά και άλογα, αγάλματα και εκκλησίες, ζωγραφιές και υφάσματα, γυναίκες που όμοιες δεν είχε καν φανταστεί, καρδινάλιοι και καπηλειά, κούπες χοντρές ξύλινες και κούπες ασημένιες. Ένας βομβαρδισμός των αισθήσεων και ένα ανακάτεμα της ψυχής. Το μισοξυρισμένο πια κεφάλι του φάνταζε αταίριαστο. Η πεποίθηση του ράσου και η εγγυημένη σούπα το βράδυ ξέφτιζαν, η βεβαιότητα χανόταν μέσα στο πολύβουο πλήθος. Που ήταν εδώ η αμαρτία του κόσμου; Που ήταν η νηστεία, η προσευχή, ο φόβος του Θεού; Εδώ ήταν ο φόβος του ανθρώπου κρυμμένος στα στενά των δρόμων, στα κρύα παλάτια, στην απελπισία των κυνηγημένων, στους στυγερούς καρδινάλιους, στα σκοτεινά καπηλειά, στα κουρέλια των φτωχών και στα δαμασκηνά υφάσματα των πλουσίων. Όλα τόσο εφήμερα μπροστά στη δική του παρηγορητική αιωνιότητα, που τώρα όμως φάνταζε άπιαστη. Πόσοι αιώνες πέρασαν από τη μέρα που έφυγε από το βράχο του Monte Cassino; Μια αιωνιότητα επίγεια, με δική της μέτρηση του χρόνου, με δικό της ρυθμό και αγωνία.
Βαδίζει ακόμα, τις μέρες μέσα στην υγρασία και τη σιωπή, σφίγγει το χειρόγραφο και τη ζώνη του όλο και περισσότερο και προχωρά με το βλέμμα στραμμένο προς το μέρος της θάλασσας. Θα φτάσει στην ακτή. Ένα καράβι και εκεί θα ξεκουραστεί. Θα μπαλώσει τα τρύπια του σαντάλια, θα φάει τις σκληρές γαλέτες των ναυτικών, θα μετράει τις μέρες για το τέρμα του ταξιδιού. Θα μιλάει στους ναυτικούς για το Θεό και την αμαρτία, θα ξυρίσει ξανά το κεφάλι του, θα, θα, θα …
Κι ένα πρωί μέσα στην αχλή του ήλιου που ανατέλλει, μέσα στην υγρασία και την πάχνη θα βρεθεί μέσα στα κανάλια της μυστηριακής κι αδυσώπητης γαληνοτάτης δημοκρατίας της Βενετίας. Η Σερενίσσιμα απλώνεται νωχελικά στο βάλτο, σίγουρη για τη δύναμή της, αμείλικτη στους εχθρούς της, ανηλεής στους φόρους της, με τις αποθήκες της γεμάτες αλάτι, όπλα, υφάσματα και δόλο. Ο καλόγερος κοιτάζει μέσα στις ομίχλες, κουρνιάζει μες τις εκκλησιές και θαυμάζει τον πλούτο, τη λάμψη, τις απόκοσμες ζωγραφιές. Αναγνωρίζει τα πρόσωπα των στενεμένων του ονείρων: να ο Ιησούς, η Μαντόνα που τον κρατά, οι απόστολοι μαζί και οι αυτοκράτορες και τα αγάλματα σφιγμένα ακόμα μέσα στο μάρμαρο να τον κοιτάζουν. Ανατριχιάζει, τούτα τα πρόσωπα δείχνουν αληθινά, λιγότερο ουράνια κι εξαϋλωμένα, πιο κοντά στη ζωή και λιγότερο στην πείνα της νηστείας. Οι φωνές του λιμανιού είναι πραγματικές, καλούν με βιάση στη ζωή, στη μέθεξη με το ανθρώπινο κουβάρι που συνωστίζεται στις άκρες του νερού. Για πρώτη φορά αναρωτιέται που βρισκόταν τόσα χρόνια, σε ποιους κόσμους άλλους, σιωπηλούς κι απόμακρους και ποια γη ήταν τούτη που τον παράσερνε στη δράση, στην κίνηση, σε μια ζωή άλλη, άγνωρη και προκλητική. Κοίταξε γύρω του και ξανάχωσε το χέρι του στο πάνινο σακούλι με το χειρόγραφο. Ήταν εκεί. Ο προορισμός του εξακολουθούσε να υπάρχει. Ακολουθούσε την επιταγή. Αναθάρρησε. Κοίταξε ξανά το ασάλευτο νερό. Όλα εκεί, το πρόσταγμα εκεί. Για πρώτη φορά αναρωτήθηκε αν το χειρόγραφό του είχε ομορφιά. Αν τα γράμματα ήταν στρωτά, καλλιγραφικά με αρμονία του χεριού και της θεοσεβούμενης ψυχής του. Δεν άντεξε στον πειρασμό. Άνοιξε το σακούλι και κοίταξε μέσα στον καθρέφτη της ψυχής του. Μικρά σκαλίσματα στο χαρτί, μονότονα κι όμως με τόσο κόπο. Τίποτα δεν ξεχώριζε τα νοήματα, λες και ήταν σκαλαθύρματα ενός άλλου κόσμου. Κι όμως κάποτε έπιασε αχνά ένα νόημα, κι αυτό ήταν λες και άνοιξε ένα κόσμο μέσα στο ζοφερό σκριπτόριο του μοναστηριού του. Λες και κάποια φωνή από τον άπιστο κόσμο της αρχαιότητας χτύπησε διακριτικά το άνοιγμα του παραθύρου και όρμησε μαζί με τον παγωμένο αέρα στο δωμάτιο με τα ξύλινα έδρανα. Το βιβλίο φάνταξε μπροστά του όπως το είδε τότε δεμένο με αλυσίδα στην άκρη του κεκλιμένου τραπεζιού.
«Ο Θεός είναι μόνο ένα κομμάτι της δικαιοσύνης». Που είναι το υπόλοιπο κομμάτι του θεού; Ευσπλαχνία; Μα κι αυτή δικαιοσύνη είναι αναλογίστηκε! Αγάπη; Κι αυτή είναι σωστή μόνο όταν είναι δίκαιη σκέφτηκε. Ελεημοσύνη; Μα κι αυτή την αδικία προσπαθεί να διορθώσει και να ζυγιάσει τη δικαιοσύνη καλύτερα. Που είναι η υπόλοιπη δικαιοσύνη; Που είναι το υπόλοιπο του θείου; τριβελίστηκε και ανακατεμένος στάθηκε αμήχανα να κοιτάει το κενό.
Έκλεισε βιαστικά το χειρόγραφό του, το τύλιξε με βιάση στο πάνινο σακούλι του και ανοιγόκλεισε τα μάτια του. Το αρχαίο κείμενο έμοιαζε ακόμα να τον προκαλεί. Ίδια, όπως τότε. Η ένταση ίδια, το νόημα εκεί αδυσώπητο. Κοίταξε ξανά το αμίλητο τοπίο του νερού. Ένοιωσε ξανά την κίτρινη πνοή της αδικίας στον ώμο του και τη φλογερή θεία δικαιοσύνη ζωγραφισμένη με το κόκκινο της δύσης του ήλιου μέσα στον κόρφο του. Ο αρχαίος φιλόσοφος του έγνεφε μέσα στο παραλήρημά του και τον οδηγούσε στο φωτεινό κόσμο της αναζήτησης της αλήθειας. Ο πεινασμένος Άγιος του μοναστηριού του του έδινε εντολές, φόβο, πενία, πείνα, στέρηση και παράδεισο. Ποια να ήταν άραγε η αλήθεια;
Η θαλασσινή δημοκρατία παραδομένη στην ακινησία του βάλτου καυχάται για τη δύναμη και τη δόξα που έρχεται, για την κυριαρχία της στη Μεσόγειο, τα καράβια της που αργοκυλούν στα νερά της θάλασσας. Η Σερενίσσιμα παλεύει για την πλήρη ανεξαρτησία της από το παπικό κράτος και δείχνει τη δύναμή της, τον πλούτο που έρχεται από τα καράβια και το εμπόριο, τις κοντινές κτήσεις που αραδιάζει σιγά σιγά στη Μεσόγειο. Ο φτωχός καλόγερος στέκει αποσβολωμένος στην πολύβουη αποβάθρα και ψάχνει το φιλεύσπλαχνο θρησκευάμενο χέρι που θα τον πάρει στο αμπάρι του καραβιού να τον οδηγήσει στη μυθική πόλη της ανατολής.
Κουρνιασμένος στις αποβάθρες παρακολουθούσε το πλήθος και ξεχώριζε σιγά σιγά τους σκούφους των ναυτικών γυρεύοντας πάνω τους το σημάδι του Θεού που θα τον οδηγούσε στο πολυπόθητο καράβι για την Πόλη. Ανάμεσα στα βαρέλια, τα σκοινιά και τα νοτισμένα κουρέλια το ανθρώπινο βρώμικο κουβάρι ξετυλίγει τη βρώμα και την προσμονή του. Ένα βουβό συνονθύλευμα Σταυροφόρων ελλοχεύει και σέρνεται τάχα σε προσμονή του προστάγματος του Πάπα ακονίζοντας τα μαχαίρια του. Κι αυτός κλωστή μέσα στο κουβάρι παραμονεύει και αλυχτάει μια προσευχή που δεν ξέρει πια τα λόγια της τι σημαίνουν. Μόνο παρακαλάει να βρεθεί η θαλάσσια πύλη για τη Βασιλεύουσα.
Sanctus, Sanctus, Sanctus
Dominus Deus Sabaoth.
Pleni sunt cæli et terra gloria tua.
Hosanna in excelsis.
Benedictus qui venit in nomine Domini.
Hosanna in excelsis.
Eικόνα 3: Χειρόγραφο του 11ου αιώνα με την προσευχή Sanctus (Πηγή: Sanctus sans titre 13) https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Sanctus_Sans_titre_13.JPG)
(Συνεχίζεται)
[1] Πλάτων, Ευθύφρων, Μετάφραση, Σχόλια, εισαγωγή, Ν. Σκουτερόπουλος, Εκδόσεις Καρδαμίτσα, 1982, 12d http://repository.edulll.gr/edulll/retrieve/6990/1761_euthyphro.pdf, Πρόσβαση 16/10/2021.
Αρ ‘ ουν και πάν το δίκαιον όσιον; ή το μέν όσιον πάν δίκαιον, το δέ δίκαιον ού πάν όσιον, άλλα το μέν αυτού όσιον, το δέ τι και άλλο; [Αραγε κάθε δίκαιο πράγμα είναι γενικά όσιο; ή μήπως
τό όσιο είναι όλο γενικά δίκαιο, ένώ τό δίκαιο δέν είναι στην ολότητα του όσιο, αλλά ένα μέρος του είναι όσιο ενώ ένα άλλο μέρος του είναι κάτι άλλο;]
Να τι έπαθα τώρα… παραμέρισα τις δουλειές και τα καθήκοντα, άναψα ένα τσιγάρο και κάθισα να διαβάσω λογοτεχνία πού τόσο μού έχει λείψει…
Είναι μαγικό πώς οι λέξεις, στα χέρια ενός ταλαντούχου ανθρώπου, μπορούν να οικοδομήσουν τόσο πλούσια, ρεαλιστικά σκηνικά, να με κάνουν να νιώσω τον άνεμο, το κρύο, να μυρίσω το δέρμα…Και το πιο σημαντικό, να ταυτιστώ με το χαρακτήρα της ιστορίας, να νιώσω την αγωνία, το συναισθηματικό του μόχθο να καταλάβει τί είναι δικαιοσύνη, τί είναι θεός και τί είναι αλήθεια, την ελπίδα, τους πόνους στα πόδια, σαν να φοράω κι εγώ τα παλιά του σανδάλια, να τυλιχτώ κι εγώ στην πάχνη «της μυστηριακής κι αδυσώπητης γαληνοτάτης δημοκρατίας της Βενετίας»…
Και πάνω που απολάμβανα…τελείωσε…Μας αρέσει πολύ! Αναμένουμε τη συνέχεια!