ΤΑ ΠΑΡΑΠΟΝΑ ΕΝΟΣ ΙΚΑΡΟΥ
Όσοι είναι εραστές πορνών και κάνουν τρέλες
είν’ ευτυχείς, είν’ φρέσκοι-φρέσκοι και χορτάτοι·
εμέ όμως μού ’χουνε τα χέρια ρέψει – κάτι
θα φταίει τ’ ότι σφιχταγκάλιαζα νεφέλες…
Με των αστέρων τις φανταχτερές κινήσεις
τα βάθη τ’ ουρανού γιορτάζουν φλογισμένα·
κι ενώ τα μάτια μου χαζεύουν θαμπωμένα,
δεν βλέπουν ειμή μόνο ηλίων αναμνήσεις.
Εζήτησα στου στερεώματος την άψη
ματαίως νά ’βρω πού ’ν’ το τέλος, πού ’ν’ η μέση·
ποιο να ’χει, αλήθεια, μάτι πύρινο μπορέσει
εμένα τις φτερούγες να μου κατακάψει;
Ριγμένος στην ερωτική τού κάλλους δίνη
δεν θα ’χω την τιμή που πιότερο τιμάει:
στ’ απύθμενα να δώσω τ’ όνομά μου χάη
που μνήμα μού ’χουν με το πέσιμό μου γίνει.
ΣΕ ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΡΕΟΛΗ
Στη χώρα εκείνη, που μοσχοβολάει όλο και ο ήλιος τη θωπεύει,
σε μια σκϊάδα δέντρων, σε μία πορφυρόχρωμη θολία,
μια κρεολήν εγνώρισα με αγνώριστα τής χάρης σκεύη
κάτω από κάτι φοινικιές που εγκρίνανε τη ραθυμία.
Ωχρό το χρώμα της, θερμό· το μελαψό της λουκ ληστεύει
το μάτι· νάζια ευγενικά με κέρδισαν με γοητεία·
ψηλή· άπιαστη στο διάβα της, σαν κυνηγήτρα που τοξεύει·
το κοίταγμά της βέβαιο, ενώ χαμογελούσε με ηρεμία.
Αν ήσασταν, Μαντάμ, στη χώρα, που της δόξας είναι η μάνα,
στις πράσινες του Λίγηρα τις όχθες ή του Σηκουάνα,
που αυτό το κάλλος σας αξίζει αρχαίες βίλες να κοσμήσει,
θα κάνατε στων σκιερών περίβολων τα παραπέτα
και στις καρδιές των ποιητών χιλιάδες να σπαρθούν σονέτα –
και ο εσμός των βάρδων σκλάβος θα ’θελε να σας υπηρετήσει.
ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
Κάτω από φώτα γκριζοκίτρινα καμπόσα
(και πελιδνά) χοροπηδά η Ζωή και γνέθει
αστόχαστη, άνευ λόγου, ασύνετη, βοώσα.
Και στον ορίζοντα, όταν με τρανά μεγέθη
η νύχτα σκαρφαλώνει (κι είν’ πελώρια νήσος)
–γλυκαίνοντας τα πάντα, ακόμα και την πείνα,
και σβήνοντας τα πάντα, ακόμα και το μίσος–
ο Ποιητής μονολογεί: «Επί τέλους! Κίνα,
ω πνεύμα… κινηθείτε τώρα, ω σπόνδυλοί μου,
και διεκδικήστε την ανάπαυση με ζέση!
Με πέπλους όνειρου κατ’ εξοχήν πενθίμου
στα σώψυχα κοιμάμαι: ανάσκελα έχω πέσει,
και στα σεντόνια σας θα τυλιχτώ ν’ ανέβει
ξανά η έμπνευσή μου, ω ακμαία, ω δροσερά μου ερέβη!»
ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΣΥΜΦΟΡΑΣ
Ατάραχε αναγνώστη, ω εσύ μυαλό βουκολικό,
νηφάλιε μου άνθρωπε, αφελή και του Καλού υπηρέτη,
αγνόησε τί λέει το βιβλίο αυτό· προσέτι
δε πέτα το ως ανέγνωμο και μελαγχολικό!
Τον λόγο αν δεν εσπούδασες που λεν ρητορικό
κοντά στον Σατανά (: διδάχο ατσίδα, αν και προπέτη),
ε, πέτα το!: χαμπάρι δεν θα πάρεις πως ειν’ σκέτη
απάτη, αν ήδη δεν με πέρασες για υστερικό!
Αλλά αν, χωρίς να γητευτείς ή να παρασυρθείς,
το μάτι σου γνωρίζει στις αβύσσους να βουτάει,
ας με διαβάσεις! – και θα με αγαπήσεις παρευθύς.
Ψυχή περίεργη αν είσαι και που ξέρει να χτιμάει
και τον παράδεισο γυρεύει, σου παρακαλιέμαι
συμπόνα με, σπλαχνίσου με! – ειδαλλιώς σε καταριέμαι!