Στο προηγούμενο:
Ο καλόγερος φεύγει από το μοναστήρι των Βενεδικτίνων μοναχών στο Monte Cassino, νότια της Ρώμης με πορεία προς την Κωνσταντινούπολη όπου θα δώσει ένα χειρόγραφο και θα αντιγράψει ένα άλλο. Το πρώτο μέρος της διαδρομής του είναι η πορεία του προς τη Βενετία από όπου θα πάρει όποιο καράβι βρει για την Πόλη.
Εικόνα 4 Η Βενετία από τον Bolonigno Zartieri, 1565
Πηγή: https://el.wikipedia.org/wiki/Βενετία/
Ο καλόγερος μετράει προσευχές και άστρα, μέρες πείνας και νύχτες αγρύπνιας. Κι εκεί που βουλιάζει στην αχλή του βάλτου ακούει τη βιαστική φωνή «Φεύγουμε αύριο για τη Βασιλεύουσα! Αύριο πρωί σαλπάρουμε. Φορτώστε τώρα!»
Σκούφος σκούρος με φούντα να πέφτει στην άκρη, πρόσταγμα αρχηγού, γλώσσα άγνωρη μα η λέξη Βασιλεύουσα είναι το κλειδί. Την ξεχώρισε σωστά! Να το σημάδι του Θεού, το βροντερό σινιάλο που περίμενε. Ορμάει και ζητάει, παρακαλάει και γονατίζει σε όποια γλώσσα έμαθε μέσα στο μοναστήρι: λατινικά ανάκατα με την παραφθορά της ντοπιολαλιάς που δε θυμίζουν πια το αρχικό μεγαλείο της γλώσσας, λέξεις, φράσεις που άφησαν οι Γότθοι, οι Ούνοι κι οι Βάνδαλοι εισβολείς, οι Έλληνες κι οι Καρχηδόνιοι αιχμάλωτοι, οι φτωχοί δουλοπάροικοι της γης, κι ο υπερδύναμος κώδικας του μοναστηριού του. Όλα ένα ποτάμι από λέξεις και σπαράγματα για μια διαδρομή προς το άγνωστο φως της γραφής.
Ο άνθρωπος μα τα μεγάλα μουστάκια, τα γένια και το κοφτερό βλέμμα γύρισε, κοίταξε τον ξενηστικωμένο μοναχό, το κουρελιασμένο ράσο του και αμέσως κατάλαβε. Ακόμα ένας καλόγερος που πηγαινοέρχεται με χειρόγραφα και κώδικες… Και τα μοναστήρια στη Βασιλεύουσα θέλουν τον πλούτο που φέρνουν τούτοι οι θεονήστικοι καλόγεροι και ακόμα και το παλάτι με τη Βιβλιοθήκη του τους ψάχνει και τους έχει σε εκτίμηση. Θα πληρωθεί καλά για το αγώι του σα φτάσει εκεί. Όχι από τούτον τον πετσέντη μα από το γκουβέρνο της Πόλης και του Μονής του Στουδίου.
«Έμπα» του φώναξε. «Έλα από τώρα να κοιμηθείς μες το καράβι μη σε μαχαιρώσουν εδώ που στέκεις». Του άπλωσε το χέρι και τον τράβηξε πάνω στη στενή σανίδα που ένωνε το σκαρί του με τη στενή αποβάθρα στο έμπα των καναλιών. Η θαλασσινή πολιτεία πίσω τους άναβε σιγά σιγά τα λαδοφάναρά της και τα λουμίνια στις βάρκες της και φώτιζε το βάλτο και τις κρυμμένες του παγίδες.
Ο καλόγερος είχε σωθεί ή έτσι τουλάχιστον νόμιζε. Ασφαλής πια κουβαριάστηκε πάνω στα άχυρα του αμπαριού, ανάκατα με βαρέλια και υφάσματα, πουλερικά σε κλουβιά και κρεμμύδια για το ταξίδι, ανθρώπινες ανάσες και τον απόηχο από το βόρβορο του λιμανιού. Ζεστάθηκε. Μια ξύλινη γαβάθα γεμάτη σούπα πρώτα τον πήγε στα ουράνια και μετά τον προσγείωσε χορτάτο στο ξύλινο πάτωμα του αμπαριού, έναν επίγειο παράδεισο ενός κόσμου άλλου. Η αδικία γαλήνεψε πάνω στο χορτασμένο του σώμα και βασανιστικά αναρωτήθηκε πως συμβαδίζουν σώμα και ψυχή και γιατί να μην είναι ένα και το αυτό και γιατί να μη χορταίνει και η ψυχή του με ένα πιάτο σούπα και να ησυχάζει ο νους του με λίγο ψωμί. Νάχει ο παράδεισος ψωμί; Σκέφτηκε. Νάχει τάχατες το πιλάφι που υπόσχεται ο μουσουλμάνος θεός; Θέ μου φύλαξέ με!
Sanctus, Sanctus, Sanctus
Dominus Deus Sabaoth.
Pleni sunt cæli et terra gloria tua.
Hosanna in excelsis.
Benedictus qui venit in nomine Domini.
…
Εικόνα 5 Η Κλίμακα του Παεαδείσου
Πηγή: http://www.ime.gr/chronos/09/gr/gallery/main/miniatures/pn5ap2.html
Με το πρώτο χλωμό φως, μέσα στην πρωινή πάχνη που σηκωνόταν αργά από το τέναγος της Σερενίσσιμα το καράβι ξεκόλλησε αργά από την αποβάθρα και γλίστρησε στο ατάραχο νερό πάνω από το βούρκο. Ίδια γλίστρησε και ο λογισμός του καλόγερου αλαργινά από το μοναστήρι του ξέμακρου πια Monte Cassino και χώθηκε στη σκέψη του κώδικα γαλάζια κι αυτή σαν τη θάλασσα της Μεσογείου που τον κύκλωνε. Στοχάζεται ξανά τη γραφή και το κρυμμένο μυστικό των καλλιγραφικών γραμμάτων που αποτύπωσε με δεξιότητα και περισσή πίστη κι αμέτρητη προσευχή, αποδιώχνοντας το κακό και το δηλητήριο της αμφιβολίας. Αυτού του σκουλικιού που τρύπωσε μέσα στην ακλόνητη πίστη του και τόλμησε να ζωγραφίσει με χρώμα το ασπρόμαυρο μελάνι της ψυχής του. Που τόλμησε να ανοίξει ένα παράθυρο στην αφοσιωμένη και ταγμένη σκέψη του και να του σπείρει την αμφιβολία του υποσχεμένου παράδεισου. Άπλωσε το χέρι και μέτρησε προσευχές στο κομποσκοίνι του.
Sanctus, Sanctus, Sanctus
Dominus Deus Sabaoth…
Αλλοίμονο, δεν μπορούσε να ξεφύγει. Η δύναμη του στοχασμού πιο δυνατή, οι ώρες αντιγραφής και μελέτης κυριαρχούσαν. Άρχισε να ταιριάζει σκόρπια νοήματα που είδε στα χειρόγραφα όλα τα ατέλειωτα χρόνια δουλειάς, νηστείας και προσευχής, όλες τις κρύες ώρες μέσα στο παγωμένο σκριπτόριο. Ανάσες κοφτές και αναστοχασμοί που τον φέρνουν κοντά στο φως που όρμηξε τότε μέσα στο σκριπτόριο του Monte Cassino και τον τύφλωσε. Βαδίζει στην αναζήτηση του χειρογράφου και της αλήθειας μαζί. Και τώρα πια επιτέλους πλέει προς αυτό το φως, προς ένα σκριπτόριο άλλο που θα δει ξανά όχι μόνο την αρχική χαραμάδα φωτός μα ολόκληρη τη λαμπερή φλόγα της αρχαίας σκέψης.
Εικόνα 6 Χάρτης της Μεσογείου του Piri Reis c. 1513
Πηγή: https://en.wikipedia.org/wiki/Piri_Reis#/media/File:Piri_Reis_map_of_Europe_and_the_Mediterranean_Sea.jpg
Η θάλασσα σκούρα μπλε του φθινοπώρου. Οι ναυτικοί φωνάζουν προστάγματα, τα πανιά ορθάνοιχτα, οι μικρές καστροπολιτείες στο πέρασμά τους Κορυφώ, Σάντα Μάουρα, Πάργα, Λέπαντο, Μεθώνη, Γύθειο, στροφή προς τα ανατολικά. Τσιρίγο. Ξανά ρότα προς το Βορρά. Αλλαγή τοπίου: φουρτουνιασμένη θάλασσα και τα λιμάνια πιο κλειστά, άνεμοι και η ξεραΐλα της στεριάς μπροστά τους συνθέτουν ένα τοπίο απόκοσμο. Μέσα στο Αρχιπέλαγος η Νάξος απλώνει τη γη της και προσδοκά τα καράβια να φέρουν εμπόρευμα, ειδήσεις και ανθρώπους.
Μέρες στη θάλασσα. Ο καλόγερος του Monte Cassino καλόμαθε σε καθημερινό φαγητό, οι ώρες του άδειες από δουλειά γέμισαν σκέψεις και επικίνδυνα ερωτηματικά. Κοιτάζει τη θάλασσα και το γαλάζιο που όμοιο του δεν υπάρχει μήτε στις εικόνες της Ανάστασης του Χριστού. Κοιτάζει τα δειλινά τον πορφυρό ουρανό και οι εικόνες του Χριστού στον κήπο της Γεσθημανής μοιάζουν λίγες μπροστά σε τούτο το απόκοσμο τοπίο. Βλέπει τον έναστρο ουρανό και το καράβι να γλιστρά στο μαύρο νερό και ακουμπάει την ψυχή του στο ταξίδι. Οι άγιοι της θάλασσας στέκουν παντοδύναμοι πάνω στον αφρό του νερού και οι γοργόνες του αρχαίου κόσμου ελλοχεύουν μέσα στους βυθούς κρυμμένες πίσω από τις θαλάσσιες ανεμώνες. Εκεί κρατούν τα πανάρχαια μυστικά τους για το δίκαιο και την ύβρι, για την ελευθερία της σκέψης και τους ξεχασμένους μύθους των θεών, των ανθρώπων και των τεράτων που κάποτε στόλιζαν με τη λάμψη των αγαλμάτων τους τη γη. Οι σκοτεινές μορφές των αγίων κυρίαρχες πάνω στο νερό καλούν για νηστεία και απάρνηση της επίγειας χαράς, τυφλή πίστη και προσευχή…
Sanctus, Sanctus, Sanctus
Dominus Deus Sabaoth.
Pleni sunt cæli et terra gloria tua.
[γεμάτοι είναι οι ουρανοί και η γη από τη δόξα σου].
Όμως εδώ οι ουρανοί έχουν αστέρια και η γη καρπούς και η ομορφιά ψέλνει ενώ η δικαιοσύνη φωνάζει μέσα του.
Μοναδική του συντροφιά το χειρόγραφό του. Είναι το νήμα ανάμεσα στον κόσμο του βυθού και στον κόσμο της επιφάνειας του νερού, ο δεσμός ανάμεσα στο μακρινό τότε και στο ζοφερό τώρα, ο κάβος ανάμεσα στο Monte Cassino και στο καράβι που ταξιδεύει στο αρχιπέλαγος.
Κοιτάζει ξανά κι αποθαυμάζει το δημιούργημά του, αναπολεί τις ώρες που ήταν καθισμένος πάνω στο σκληρό ξύλινο πάγκο, σκυμμένος πάνω στο κεκλιμένο ξύλινο τραπέζι, δίπλα στο παράθυρο με το χλωμό φως της μέρας να περνάει και να στέκει πάνω στη γραφή. Θυμάται το μέτρημα των γραμμών, των σελίδων, τον ήχο της σκληρής γραφίδας να ξύνει το δέρμα της περγαμηνής. Ανατριχιάζει και μένει με καρφωμένο το βλέμμα στις αινιγματικές σειρές της γραφής.
«Ού δοκεί μοι είναι «ίνα δέος ένθα και αίδώς». Πολλοί γάρ μοι δοκούσι και νόσους και πενίας και άλλα πολλά τοιαύτα δεδιότες δεδιέναι μέν, αιδείσθαι δέ μηδέv ταύτα α δίδίασιν’ ού και σοι δοκεί».
[Δε μου φαίνεται σωστό πώς «όπου φόβος εκεί και
σεβασμός». Γιατί νομίζω οτι πολλοί άνθρωποι πού φοβούνται και
τις αρρώστιες και τη φτώχια και άλλα πολλά παρόμοια, αισθάνονται βέβαια φόβο, χωρίς ωστόσο να έχουν τον παραμικρό σεβασμό γι αυτά τα οποία φοβούνται. Δεν το νομίζεις κι σύ;»[1]
Κι άλλο ερώτημα εδώ, νάτο πάλι να του ταράζει τα σώψυχα και να τον βάζει στην αμαρτία! Τι δηλαδή φοβάται και γι αυτό σέβεται το Θεό; Το μόνο σίγουρο είναι αυτό. Φοβάται την κόλαση, την απώλεια της μετά θάνατο ζωής, την τιμωρία της αιώνιας καταδίκης της ψυχής του να πλανάται ανάμεσα σε ουρανό και γη, χωρίς προορισμό, χωρίς το χέρι του Θεού να τον καθοδηγεί. Τον σέβεται απεριόριστα, τον σέβεται μέχρι την τελευταία ίνα του κορμιού του και της ψυχής του μέσα από μια βαθιά πίστη άνευ όρων και άνευ αναζητήσεων… τουλάχιστον μέχρι πριν λίγους μήνες που συναντήθηκε με το χειρόγραφο…
Εικόνα 7 Η Δευτέρα Παρουσία
Πηγή: https://www.dogma.gr/dialogos/ti-einai-telika-i-deftera-parousia/29098/
Κι όμως αυτός δε φοβάται την πείνα –τη ζούσε άλλωστε καθημερινά στο μοναστήρι- δε φοβάται τη φτώχεια μια και δεν έχει τίποτα να του πάρουν, δε φοβάται την αρρώστια γιατί θα τον πάρει μια ώρα αρχύτερα στην αιώνια ζωή, ξέρει ότι θα πεθάνει, μα θέλει να πεθάνει στα χέρια του Θεού του. Τα σέβεται όλα αυτά; Όπως το Θεό του; Όχι, απλά τα βλέπει σαν ένα αντίτιμο για να αγοράσει ένα παράδεισο. Μια ανταλλαγή πληρωμένη με πείνα, αρρώστια, αίμα, φτώχεια και απάρνηση της σάρκας για να κερδίσει το άγνωστο μετά θάνατο μέλλον της αιωνιότητας. Ένα τίμημα για να πάρει όσα του υποσχέθηκε η θρησκεία σε έναν άλλο κόσμο, μια και σ’ αυτόν εδώ είναι τόσο απασχολημένη που δεν μπορεί να του τα δώσει. Μήτε σ΄αυτόν, μήτε στους χωρικούς μέσα στα πέτρινα καλύβια ή στους φτωχούς που κουρνιάζουν μέσα στα σκοτεινά στενά στις πόλεις και κάτω από τις γέφυρες. Άραγε αυτοί σέβονταν τη φτώχεια, τη χολέρα, την πείνα; Την φοβόταν ναι, μα τη λογάριαζαν σαν κάτι θείο; Σίγουρα όχι, η πείνα και η δυστυχία ήταν τόση που οι άνθρωποι δεν είχαν χρόνο κι απαντοχή να σεβαστούν… Κι όμως εκείνα τα λόγια του Χριστού για τον πλούσιο που δε θα περάσει στον Παράδεισο και το φτωχό Λάζαρο που απολαμβάνει την ουράνια δόξα, έδιναν αξία στη φτώχεια και σεβασμό για τη δυνατότητα που προσφέρει στον εκλεκτό της να μπει στους κόλπους του Αβραάμ[2].
Με τη σκέψη αυτή παρηγορήθηκε. Να και μια αλήθεια είπε μέσα του και κοίταξε την έναστρη νύχτα και το μαύρο γαλήνιο νερό γύρω του. Η λίμνη της Μεσογείου είχε μια σιγουριά απόψε. Ο Παράδεισος τον περιμένει. Σίγουρα τον περιμένει και η Βασιλεύουσα που είναι πίσω από τα στενά του Βοσπόρου.
Ο παφλασμός του μαύρου νερού έσχισε τη σιωπή και η νύχτα γέμισε καχυποψία. Κάποιος από του ναυτικούς πλησίασε με βιάση την κουπαστή. Ένας γάντζος τον άρπαξε και τον έριξε στο μαύρο νερό. Ο δεύτερος τούτος παφλασμός σήμανε σινιάλο. Οι ναυτικοί αρπάζουν σχοινιά και μαχαίρια και ετοιμάζονται για μάχη. Το ρεσάλτο φέρνει πάνω στο καράβι ένα συρφετό αγριεμένων πειρατών που λιμασμένοι στην άκρη του Αιγαίου ψάχνουν τροφή κι ονειρεύονται πλούτο. Κάποιοι τους υποσχέθηκαν πλούτη και μαζί και την αιώνια ζωή αν πάνε στους Αγίους Τόπους, μα ξέμειναν εκεί στα σκορπισμένα βράχια του Αιγαίου, περιπλανώμενοι μέσα στη θάλασσα να βρουν το δρόμο για τα ιερά χώματα και να ξαναστήσουν την πίστη των χριστιανών στην κοιτίδα της. Θολά τα σχέδια και τα τοπία, θολή η σκέψη των ισχυρών της Ευρώπης, αμφίβολη ακόμα η παπική βούληση. Όλα πιο σκοτεινά κι αξεδιάλυτα κι από το μαύρο νερό γύρω τους. Μακρινές χώρες και βουλιαγμένα στη λάσπη χωριά ξεχασμένα πίσω τους, ελπίδα βυθισμένη στο νερό και προσμονή για την αιώνια ζωή, τη δόξα της δευτέρας παρουσίας που θα τους βρει να έχουν κατακτήσει ξανά τους Αγίους Τόπους. Τώρα όμως πρέπει να φάνε, πρέπει να φτάσουν, πρέπει να πολεμήσουν, να σκοτώσουν και να ζήσουν. Το καράβι έχει μέσα του τον πλούτο της Βενετιάς και πάει στη Βασιλεύουσα. Τι καλύτερο; Σίγουρα πράματα. Σίγουρες προμήθειες,
Ο καλόγερος βουλιάζει στην πιο σκοτεινή μεριά του αμπαριού, γίνεται ένα με τα τσουβάλια, δε ξεχωρίζει μες τις σκιές μήτε άνθρωπος, μήτε σακί, μήτε βαρέλι. Προσεύχεται… δεν τον νοιάζει να ζήσει, τον νοιάζει όμως το χειρόγραφο, η αποστολή να συνεχίσει ν’ αντιγράφει, το μοναδικό νέο αντίγραφο που θα δημιουργήσει στη Βασιλεύουσα και που το περιμένουν πίσω στο Monte Cassino. Η ανταλλαγή είναι ιερή και δεν μπορεί να περιμένει τους πειρατές, τα ξερονήσια, τις μαχαιριές και τις πληγές. Οι ανταλλαγές της γνώσης που κλείνουν τα χειρόγραφα είναι πάνω από το θάνατο, είναι η ίδια η συνέχιση της ζωής της γνώσης του ανθρώπου. Είναι η αλήθεια που κληρονόμησε ο περιούσιος χριστιανικός κόσμος από μια γνώση που δεν ήταν δική του. Πρέπει να ζήσει, να την αντιγράψει, να τη δώσει στο μοναστήρι του όπως ορίστηκε. Κουρνιάζει πίσω από τα βαρέλια και γίνεται ένα με το σκοτάδι του αμπαριού και χώνεται πίσω εκεί, αόρατος, η κουκούλα του ράσου του κρύβει κάθε ασπράδα του κεφαλιού και του προσώπου του. Σφίγγει το χειρόγραφο και πια ούτε που ανασαίνει. Ένα ζεστό πηχτό κόκκινο υγρό κυλάει από το κατάστρωμα προς το σκοτεινό αμπάρι και οι ελπίδες του πνίγονται μέσα στο ρυάκι που μαρτυράει θάνατο. Ουρλιαχτά και κραυγές σε λαλιές άγνωστες και προσευχές που εκτινάσσονται με απελπισία στον σκοτεινό ουρανό. Τεντώνει το αυτί του και ξεχωρίζει σιγά σιγά τα προστάγματα «Γενοβέζοι» μουρμουρίζει. Νοιώθει να σώθηκε πάλι ή έστω δεν έφτασε ο θάνατος ακόμα. Το πλεούμενο ακυβέρνητο στην αρχή, τώρα γλιστράει και πάλι στο νερό κάτω από σταθερό χέρι. Μένει ακόμα ακίνητος. Η πεινασμένη αγέλη ανοίγει βαρέλια κρασιού και παστά κρέατα και ψάρια. Το απρόσμενο τσιμπούσι έχει γαληνέψει την πείνα κι έχει αγριέψει την αψάδα της νίκης. Ώρα που εγκυμονεί κινδύνους. Όλα απρόβλεπτα κι απρόσμενα.
Εικόνα 8 Βυζαντινά πολεμικά πλοία, Ιωάννη Σκυλίτζη, 13ος αιώνας
Πηγή: https://kelliteacher.weebly.com/eta-kapparhoiotasigmaeta-tauomicronupsilon-11omicronupsilon-alphaiota.html
Το καράβι πλησιάζει βαρυφορτωμένο κι αλωμένο με ξέπλεκα τα πανιά και τα σκοινιά του στο ξερονήσι. Το περιμένουν μ΄ αλαλαγές σκόρπιοι άνθρωποι και φύλακες του κρυσφήγετου. Η λεία δείχνει καλή και η τροφή θα φτάσει για το χειμώνα που έρχεται. Σωθήκαμε και οι φωνές στέλνουν ψηλά τα ωσανά, ποιος ξέρει πια σε ποιον θεό. Το άγριο κι άναρχο ξεφόρτωμα του καραβιού αρχίζει. Ο καλόγερος γλιστράει σιγά από την άλλη μεριά και σκυφτός αρχίζει να μουρμουρίζει προσευχές και να ξεφορτώνει. Κι εγώ εδώ μαζί σας, ένα με σας και βοηθάω, βοηθάω να φάνε οι φτωχοί και προσεύχομαι για σας. Σέρνεται με το φορτωμένο μπουλούκι στη στεριά, σαστισμένος, έντρομος και ακουμπάει ξανά την πίστη του στο θεό για το επόμενο βήμα. Τόσο κοντά στη Βασιλεύουσα κι όμως τόσο μακριά. Ο τόπος ξερός και άνυδρος, χαμηλοί θάμνοι σφιχταγκαλιασμένοι για ν’ αντέχουν την αρμύρα και τον αέρα, φυσημένοι από το μελτέμι. Πέτρες και εκτυφλωτικό γαλάζιο φως του ουρανού. Πέτρες και κροκάλες μαρτυρούν την ερημιά του φυσικού καλά κρυμμένου λιμανιού. Πηγαινόρχεται αμήχανα και προσπαθεί να γίνει ένα με τους σκόρπιους ανθρώπους. Κάποιοι φορούν μεγάλους κόκκινους σταυρούς και σίγουρα είναι οι πρώτες ομάδες σταυροφόρων που πάνε να λευτερώσουν τους Αγίους Τόπους και να συλήσουν ότι άλλο βρουν στο δρόμο τους. Να κατακτήσουν έτσι την αιώνια ζωή και τον παράδεισο. Ανακατεύεται μαζί τους, τουλάχιστον μ’ αυτούς θα τον προστατέψει το ράσο του. Ένα με το μπουλούκι, μουρμουρίζει:
«Ναι, ναι κι εγώ για τους Αγίους Τόπους. Να κηρύξω το τέλος του κόσμου, την αιώνια ζωή, την παντοδυναμία του Πάππα μας, να διώξω τους άπιστους από την ιερή γη. Να προσκυνήσω στον τόπο του μαρτυρίου, ν’ ανεβώ στο Γολγοθά φορτωμένος με σταυρό και να δοξάζω το θεό μου.
Sanctus, Sanctus, Sanctus
Dominus Deus Sabaoth…»
Το μπουλούκι περπατά και προσεύχεται. Πλησιάζει την ακτή και κοιτά γεμάτο ελπίδα το καράβι. Ο καλόγερος με την άκρη του ματιού του βλέπει τον καπετάνιο του πλοίου, αυτόν που τον μάζεψε στη Βενετιά από το λιμάνι, να στέκει ολόρθος και να διαπραγματεύεται με φωνές και θάρρος με τον αρχηγό του ρεσάλτου. Μισά-μισά του φωνάζει. Μόνο δώσε μου το καράβι να πάω στη Βασιλεύουσα. Αλλιώς θα σας κυνηγήσουν τα καράβια του αυτοκράτορα, θα σας βρουν όπου κι αν κρυφτείτε. Με περιμένουν. Ξέρουν πότε θα φτάσω. Θα με ψάξουν και θα σας λιανίσουν. Δε θα μείνει τίποτα από σας και το όνειρό σας για τους Αγίους Τόπους θα πνιγεί εδώ στο γαλάζιο της θάλασσας και θα ξεβραστεί στις κροκάλες της ξέρας. Κράτα τα βαρέλια και το στάρι, πάρε και τα κοντάρια και τα μαχαίρια για τον πόλεμο, ρεγάλο δικό μου στη σταυροφορία που έρχεται. Εγώ θα φύγω με το καράβι και τους ανθρώπους μου, θα πάω στη Βασιλεύουσα.
Ο καλόγερος αλλάζει ξανά πλευρά και πλησιάζει τον καπετάνιο. «τούτος εδώ;» ρωτάει ο πειρατής. «Είναι δικός μου, σταλμένος από τον Πάππα, να μου φέρει μήνυμα!» Λέγε!
Ο καλόγερος άφωνος κοιτάει κι αναζητάει τον πλάστη του στον ουρανό. Ο καπετάνιος άφοβος απαντά: «Όχι είναι δικός μου! τον περιμένουν τα μοναστήρια στην Πόλη. Πάει να φτιάξει εκεί μια εκκλησιά καθολική για τον ερχομό του Πάππα. Θαρθεί μαζί μου, τον περιμένουν, οι Γενουάτες στην Πόλη. Μην παίζεις με τα έργα του Θεού!»
Για δεύτερη φορά ο καπετάνιος τον είχε γλιτώσει κι αυτός τον είχε ήδη απαρνηθεί. Ντράπηκε, και τότε η αλήθεια του χειρογράφου τον χτύπησε αλύπητα και πάλι:
«’Αλλ’ ίνα γε αιδώς ένθα και δέος είναι- επεί έστιν όστις αίδουμενός τι πράγμα και αισχυνόμενος ού πεφόβηται τε και δέδοικεν άμα δόξαν πονηρίας»
[ Όπου υπάρχει σεβασμός, υπάρχει και φόβος. Γιατί ποιος άνθρωπος, πού σέβεται κάτι κι έχει μέσα του το αίσθημα της ντροπής, δεν φοβάται και δεν τρέμει μήπως θεωρηθεί κακός;][3]
Τυραννισμένος αυτή τη φορά στάθηκε σα χαμένος στην αφιλόξενη παραλία και κοίταξε με πόθο το καράβι. Μόνο έτσι θα σωθεί από το μαρτύριο της ψυχής του. Να δει και να αντιγράψει όλα όσα είπε ο σοφός Πλάτωνας και να δικαιώσει έτσι την πίστη και το θεό του, τη θυσία της ζωής του, την επιλογή της ένδειας, της νηστείας, των απαρνήσεων της σάρκας, της γυναίκας, των παιδιών, της ζεστασιάς και του θανάτου ανάμεσα σε αγαπημένους. Τώρα ξέρει πως πρέπει να βρει όχι μόνο το “Κύριαι δόξαι» να αντιγράψει μα και τα άλλα έργα του Πλάτωνα, να βρει τις απαντήσεις για τη δικαιοσύνη, το φόβο και το σεβασμό στο θεό, τη ντροπή και την ύβρι.
Πρέπει, συλλογίστηκε και μάζεψε όσο θάρρος είχε. Καταποντίστηκε στο άπειρο από τα λευκά βότσαλα της παραλίας και στη βροντερή φωνή που τον καλούσε ξανά στο καράβι. Γονάτισε και φίλησε το χέρι του καπετάνιου. Έσφιξε τον κόρφο του, χωρίς να μαρτυρήσει το θησαυρό του και όρμησε ξανά στη βάρκα που ετοιμαζόταν να εγκαταλείψει την ακτή, μαζί με το ανθρώπινο ξεγυμνωμένο φορτίο της. Το ράσο του γεμάτο αρμύρα, έγδερνε το κορμί του.
Ξαναβούλιαξε στο μισοάδειο αμπάρι και κοίταξε μέσα από τις σανίδες προς το φως του ουρανού. Ένοιωσε ξανά ασφαλής και βάλθηκε να σκέφτεται τη ζωή στο βυζαντινό μοναστήρι που τον περίμενε. Οι μέρες θάναι πάλι μετρημένες με τις προσευχές και τις λειτουργίες, τ’ απόδειπνα και τη δουλειά. Χάρηκε. Η καθημερινότητα του σκριπτόριου του είχε λείψει. Κοιτάζει ξανά και ξεχωρίζει τις ακτογραμμές που υπόσχονται το τέλος του ταξιδιού. Η γη στενεύει, η απόσταση κονταίνει, η ζωή παίρνει ξανά προσδοκία.
Συνεχίζεται