Την περίοδο του χειμερινού ηλιοστασίου, στην αρχαία Ελλάδα, λίγο πριν το τέλος του Δεκέμβρη, γιόρταζαν τα Κρόνια και αργότερα στην αρχαία Ρώμη τα Σατουρνάλια, τιμώντας τον θεό Κρόνο. Τότε, είναι οι μεγαλύτερες νύχτες του χρόνου. Σκέφτομαι ότι οι αρχαίοι γιόρταζαν τις μέρες αυτές, γιατί μπορεί να ήθελαν έτσι να μαλακώσουν λίγο τη σχέση τους με τις χειμωνιάτικες συνθήκες, τις τόσο σκληρές για τον άνθρωπο, με τις βροχές και τα κρύα αυτής της εποχής.
Πόσο πιο κοντά στη φύση ήταν παλιότερα το ανθρώπινο είδος, και πόσο πιο αρμονικά συμβίωνε μέσω αυτών των εκδηλώσεων; Είναι οι μέρες που αναζητούμε την θαλπωρή του σπιτιού, της οικογένειας ή της φιλικής παρέας. Και είναι όλες οι εικόνες που συναντάς, στις υγρές πλατείες και δρόμους που σε ωθούν να ενεργήσεις μ΄αυτόν τον τρόπο.
Την παραμονή των Χριστουγέννων, το βράδυ, τα τελευταία δέκα χρόνια, έχουμε καθιερώσει στο σπίτι να γιορτάζουμε κι εμείς, όσο πιο λιτά και ταπεινά μπορεί να γίνει. Φτιάχνουμε μόνοι μας το ψωμί, βάζοντας μέσα κι ένα νόμισμα, όπως παλιά ήταν συνήθεια στο χριστόψωμο. Πάνω στο τραπέζι είναι φαγητά από θαλασσινά: γαρίδες, σουπιές ή καλαμαράκια κι άλλα που συνηθίζεται να τα λέμε νηστίσιμα, όπως ο χαλβάς και οι ελιές. Καλούμε φίλους μας στενούς και δεν μας λείπει το κρασί και προπαντός η μουσική αυτό το βράδυ.
Αναρωτιέμαι τι ακριβώς είναι αυτό που μας ωθεί. Ποια είναι η αρχέγονη δύναμη σ’ αυτή τη συνήθειά μας; Ποια είναι η σχέση μας μ’ αυτού του είδους τη γιορτή και πώς μπορεί να συνδέεται με το μακρινό μας παρελθόν αυτή η ανάγκη;
Έρχεται κάποια στιγμή που κατανοώ ότι δεν ήταν ένα απλό επινόημα που μας κληροδότησε ο πατέρας, αλλά είναι η συνέχεια ενός διαχρονικού εθίμου που μπορεί να ενώνει τους παλιούς με τους νεότερους ανθρώπους του γενέθλιου τόπου μας.
Θυμάμαι στα παιδικά μου χρόνια, ο πατέρας μου συνήθιζε να μας μαζεύει γύρω από τη σόμπα με τα ξύλα και να κόβει το στρογγυλό σε σχήμα ψωμί που το είχε παραγγέλλει έξω στον φούρνο. Το σταύρωνε με το μαχαίρι κόβοντας τα κομμάτια για τον καθένα από μας και για το ζητιάνο ακόμη, όπως είναι συνήθεια και στη βασιλόπιττα. Και το ψωμί το συνόδευαν χαλβάς και ελιές, που αγόραζε από το μπακάλικο της αγοράς στο σταυροδρόμι.
Γύρω από τη φωτιά που μας ζέσταινε και μας έφερνε πιο κοντά τον έναν στον άλλο, υπήρχε μια ατμόσφαιρα διαφορετική μέσα στο χώρο, με την υγρασία που πότιζε τα δωμάτια του σπιτιού, τα σκεπάσματα και τα ρούχα της ντουλάπας.
Κοιτάζω έξω τα στολισμένα δένδρα στις πλατείες, τα φωτάκια που αναβοσβήνουν, τις φάτνες και τους στολισμένους με φωτιστικά δρόμους της πόλης. Σε κάποια πλατεία βλέπω να πωλούν ζαχαρωτά και παιχνίδια για τα παιδιά, μα τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει αυτήν την παλιά εικόνα της ζεστασιάς στην οικογενειακή εστία των παιδικών χρόνων.
Είμαι σίγουρος πως έξω από το δικό μας σπίτι εκείνης της εποχής, της δεκαετία του ’60, ήταν δεσπόζουσα η ανέχεια και η στενοχώρια των ανθρώπων, αλλά τα δικά μου αθώα μάτια εκείνης της εποχής δεν το έβλεπαν.
Τώρα όμως είναι διαφορετικά. Πίσω από τον φωτεινό διάκοσμο των βιτρινών και των στολιδιών, σκόπιμα αποφεύγουμε να δούμε τη θλίψη και την στέρηση των πολλών ανθρώπων γύρω μας. Δεν είναι πια τα ίδια αθώα μάτια που κοιτάζουν.
Μέρες τώρα δεν μπορώ να ξεχάσω τη φιγούρα μιας γυναίκας στο μετρό που με σπαρακτικά κλάματα παρακαλούσε για λίγα χρήματα που της χρειάζονταν για να φάει, ενώ την ίδια στιγμή έστελνε βρισιές σαν απάντηση στην αδιαφορία των ανθρώπων.
Είναι φορές που νιώθω μια δύναμη κρυφή να με σπρώχνει μακριά από τις απάνθρωπες εικόνες και ήχους που μας βομβαρδίζουν, αυτές που συνεχώς συναντάμε γύρω μας. Όμως, μια άλλη εξίσου ισχυρή δύναμη είναι που θέλει να με ξαναφέρει σε κείνο τον κόσμο που χάθηκε και εξακολουθεί να υπάρχει ζωντανός μόνο στη φαντασία πια ή μες στα όνειρά μας.
Τις εορταστικές μέρες, τις μεγαλύτερες νύχτες του χρόνου και προπαντός την παραμονή Χριστουγέννων είναι που αισθανόμαστε έντονα τα συναισθήματα εκείνα που μας σπρώχνουν να βρεθούμε στη ζεστασιά του σπιτιού, μες στην αγκαλιά των δικών μας ανθρώπων.