1.
Αρχής γενομένης από τον θεμέλιο λίθο ολόκληρης της έντεχνης δημιουργίας, τον λόγο τού –όχι και τόσο μακρινού– πατέρα Ομήρου, ο άνθρωπος φιλοδόξησε να περιγράψει, να κωδικοποιήσει αλλά και να αποκρυπτογραφήσει τον κόσμο μέσω της ποίησης – εξ ου και η ελληνική ονομασία της την θέλει να είναι η κατεξοχήν δημιουργία. Διατρέχοντας τους αιώνες, θα μπορούσαμε να πούμε –και τούτο δίχως υπερβολή– πως η ποίηση αποτελεί την διαχρονική συνισταμένη όλων των τεχνών, ακόμα και των νεοφυέστερων από αυτές. Είναι η αρχαιότερη, η εντελέστερη, η πιο εκλεπτυσμένη, η πιο υψιπετής μα και συνάμα η βαθύτερη ανάμεσα στις μορφές της λογοτεχνίας. Ενέχει ως κύριο και απαραίτητο συστατικό της τη μουσική, και επομένως, αναπόφευκτα είναι και πράξη όρχησης. Ως ρυθμική, μουσική πράξη εκφραζόμενη μέσω του λόγου, απαγγέλλεται, άρα και παρασταίνεται. Περιέχει κινούμενες ή στατικές εικόνες, περιέχοντας έτσι και την εικαστική, ακόμα και την κινηματογραφική διάσταση, ενώ και η εμφανής ή αφανής μορφή και δομή του ποιήματος αποτελεί ένα αρχιτεκτόνημα.
Ωστόσο, όπως έχει επισημανθεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες, δεν μπορούμε να πούμε πως η ποίηση είναι η δημοφιλέστερη τέχνη, ακόμα κι αν συγκρίνουμε την απήχησή της μονάχα με εκείνη των στενότερα συγγενών της, υπολοίπων μορφών της λογοτεχνικής έκφρασης, με την τάση αυτή να φαίνεται πλέον παγιωμένη. Τα σκήπτρα της δημοφιλίας έχουν περάσει πια στην πεζογραφία, με ορισμένους να υποστηρίζουν λόγου χάρη πως εάν ο Όμηρος ήταν σύγχρονός μας, θα έγραφε τα έργα του με τρόπο μυθιστορηματικό και όχι ποιητικό, αλλά και με άλλους να επιλέγουν την πεζή απόδοση ως τρόπο μετάφρασης των ομηρικών επών.
Συνάμα όμως, έχουμε και πεζογράφους οι οποίοι, παρότι παραμένουν προσηλωμένοι στην τέχνη τους, βαπτίζουν διαρκώς τη σκέψη και τον λόγο τους στο «λάλον ύδωρ» της ποίησης. Στην πραγματικότητα, θα τολμούσαμε να πούμε πως μιλάμε δηλαδή για πεζογράφους οι οποίοι κλείνουν στα στήθη τους την ψυχή ενός ποιητή, και φρονώ πως το λαμπρότερο παράδειγμα τέτοιου ανθρώπου στην εποχή μας είναι η Ελένη Λαδιά.
Οι συστάσεις για την πορεία της Ελένης Λαδιά περιττεύουν, με κάθε ειδοποιημένο αναγνώστη να είναι βέβαιος για την διαχρονική αξία των έργων της. Έτσι, θα ήθελα να επικεντρωθώ εδώ σε μία μόνο πτυχή της ποιητικής ψυχής της Λαδιά, όπως φανερώνεται στο λογοτεχνικό της έργο, παραθέτοντας απλώς ορισμένα αποσπάσματα παρμένα από λίγες μόνον εκ των λογοτεχνικών καταθέσεών της, και αφήνοντας έτσι την ίδια να μιλήσει. Επικεντρώνομαι λοιπόν στον λεγόμενο «ποιητή-προφήτη» (poeta vates) της ευρωπαϊκής παράδοσης, πρότυπο φυσικά όχι ξένο και για τη νεοελληνική ποίηση, εφόσον –μιλώντας μονάχα για τον τελευταίον αιώνα– η Ελλάδα ευτύχησε να έχει αρκετούς ποιητές οι οποίοι ανταποκρίθηκαν στο πρότυπο αυτό, από τον Κωστή Παλαμά και τον Άγγελο Σικελιανό μέχρι και τον Δ.Π. Παπαδίτσα.
2.
Η Ελένη Λαδιά ανήκει στο άχρονο τώρα του ρίγους – και συγκεκριμένα του ρίγους που ονομάζουμε Ελλάδα:
«Κι όλα πια φάνηκαν ασήμαντα στο Χι, ασήμαντα και αναιμικά μπροστά στη ρήση του Έλληνα ποιητή “κλείσε μέσα στην καρδιά σου την Ελλάδα και θα νιώσεις κάθε είδος μεγαλείο”»[1].
Έτσι, έχει τη δυνατότητα και το προνόμιο να ζει, να αναπνέει και να κινείται σε, από και προς όλες τις ιστορικές περιόδους αυτής της γλώσσας και αυτού του χώματος:
«Μην μου παίρνετε τον άρτον από το τραπέζι. Θέλω και τον άρτον και το ψωμί. Θέλω το ύδωρ και το νερό, τον οίκο και το σπίτι… Όλα τα θέλω, όλες τις ελληνικές μου λέξεις σ’ όλες τις μεταμορφώσεις τους, να τις μαζέψω όλες σαν ψήγματα χρυσού, να μην χαθεί καμία»[2].
Και είναι αυτό το χώμα που αενάως ανασκάπτει, ανασύροντας τους θησαυρούς της λαλιάς μας:
«Εγώ τα αποτυπώματά μας τα οσμίζομαι παντού, σε ολόκληρη την Γη, γιατί είμαι ένα αρχαίο, ελληνικό σκυλί»[3].
Και είναι η σχέση της αυτή με τον χρόνο, η οποία την καθιστά μία σύγχρονή μας Ελληνίδα προφήτιδα:
«Εγώ υποφέρω δεκάδες έτη κρυφά και υπόγεια, γιατί είμαι άλογο που οσμίζεται την καταιγίδα. Ο εχθρός πλησιάζει και είναι πλέον αλλιώτικος από τις άλλες εποχές. […]
Μιλώ παραβολικά, γιατί έρχεται η εποχή του τρόμου. […]
Και μετά, ξανά από την αρχή οι πόλεμοι για την ελευθερία των εθνών και την τιμωρία των υπευθύνων. Τα ξέρω, τα είδα, τα βαρέθηκα»[4].
Η Ελένη Λαδιά είναι μία όντως και κυριολεκτικώς ονειροπόλος[5]:
«Αγαπημένοι αναγνώστες, σας πληροφορώ πως ο συγγραφεύς και το όνειρο δεν λησμονούν ποτέ. Ίσως αναρωτηθείτε για την αιτία. Μια πρόχειρη απάντηση είναι πως και οι δύο αποτελούν τμήμα του ασυνειδήτου»[6].
Μία δημιουργός η οποία έχει το χάρισμα να συνυπάρχει και να συνομιλεί με τις αθέατες παρουσίες που γεμίζουν τον αιθέρα τριγύρω μας, ανασύροντάς τες από την λήθη, δίνοντάς τους μορφή, υπόσταση και ονόματα του κόσμου μας, ονόματα που ο κόσμος μας πλάθει, για να τον πλάσουν με τη σειρά τους κι εκείνα:
«Ήταν μόνη της καθισμένη στην πολυθρόνα. Αλλά ποιος μίλησε για μοναξιά του συγγραφέως; Ήδη η λέξη έχει πρώτο συνθετικό το συν, άρα ο συγγραφεύς δεν είναι μόνος, είναι με συν, συν κάτι άλλο, με κάποιον άλλον. […]
Ακόμη και εκείνη την στιγμή δεν ήταν μόνη, αφού θυμόταν τα πλάσματα της έμπνευσής της»[7].
Μία εξερευνήτρια των ορίων της αλήθειας:
«Δημιουργήθηκε ένας μύθος ή μία αλήθεια […]. Είναι γεγονός; Κάποια παραξενιά του χρονικού ανεμοστρόβιλου θα το διασαφηνίσει»[8].
Μία ακάματη αναζητήτρια του οντολογικού βάθους:
«Μια παλιά προφητική ρήση αναφέρει πως αν κοιταχτείς στον καθρέφτη γυμνός τα μεσάνυχτα, με το φεγγάρι σε πανσέληνο, βλέπεις όλη σου τη ζωή. Ο Λεοντόμορφος όμως ζητούσε κάτι βαθύτερο: να δει το αληθινό του πρόσωπο»[9].
«Αυτό ψάχνω, το πρώτο στοιχείο στα δύο φύλα. Με λίγα λόγια, με ενδιαφέρει μόνο η ψυχή»[10].
Και, στο διάβα των τόσων αιώνων της, η ανθρώπινη πείρα αποδεικνύει πως ο ευθύτερος δρόμος για την καρδιά (αν όχι πάντοτε και για τη λύση) του μυστηρίου είναι αυτός της τέχνης. Και η Λαδιά ζει και αναπνέει για την τέχνη της, για τις λέξεις που δίνουν σχήμα και περιεχόμενο στο φαινόμενο της ύπαρξης:
«[…] τώρα το θήραμα έγινε η ίδια, αφού το μυθιστόρημα την κυνηγούσε νυχθημερόν. Την ημέρα το σκεφτόταν και τις νύχτες ξυπνούσε απότομα, γιατί κρατούσε σημειώσεις συναφείς με αυτό. Πολλές νύχτες μάλιστα σηκωνόταν από το κρεβάτι σαν υπνοβάτις, περπατούσε σε όλο το σπίτι, ξάπλωνε αλλά ξαναπεταγόταν για μια άλλη σημείωση. Μετά βυθιζόταν σε έναν κατακερματισμένο ύπνο, και το μυθιστόρημα εξελισσόταν μαζί με το όνειρο»[11],
παραμένοντας πάντοτε ανοιχτή στο αίνιγμα:
«Η έμπνευση είναι ελεύθερη αλλά και ο δημιουργός δεν πρέπει να την προδίδει, όταν έρχεται. […] Να, γι’ αυτό είναι ο συγγραφεύς υπηρέτης και δούλος, ένας απελεύθερος. Με το λυχνάρι πάντα αναμμένο σαν τις καλές παρθένες του Ευαγγελίου»[12].
Η εκστατική όμως αυτή κατάσταση δεν μπορεί παρά να οδηγεί τον άνθρωπο σε μια διαδικασία δοκιμασίας της πίστης του ως προς την παραδεδεγμένη υφή της πραγματικότητας που τον περιβάλλει:
«Πολλές φορές αναλογίστηκα αν οι ανθρώπινες ζωές ήταν συνάρτηση της ιστορίας ή συνέβαινε το αντίθετο. Ήταν το δίλημμα της κότας και του αυγού. Εμείς φτιάχναμε την ιστορία ή εκείνη μάς δημιουργούσε; Δεν γνωρίζω. Όμως η ιστορία επιδρά πάνω μας, όσο κι αν το αρνιόμαστε είναι συνδεδεμένη μαζί μας, θα μας βρει, κι ας είμαστε χωμένοι στο καβούκι μας»[13].
Κατά τούτο, τα όρια που επιβάλλει το πεπερασμένο της ανθρώπινης νόησης και η φθαρτότητα της ανθρώπινης φύσης, οδηγούν στην δοκιμασία:
«Όλα άγνωστα, πνιγμένα στις προοπτικές και τις αλλεπάλληλες εκδοχές, όπως τα μέλλοντα των ανθρώπων. Όλα άγνωστα, χάρτινα και ψεύτικα»[14],
«Θεέ μου, τι είμαι, πώς μού φαίνεται πάλι ο κόσμος χάρτινος κι εγώ μια χαλκομανία που καθημερινώς ξεθωριάζει!»[15],
κι έτσι η προφήτις γίνεται σκεύος και μεταφορέας πολλάκις πικρών συνειδητοποιήσεων και ματαιώσεων, στον χώρο και τον χρόνο αυτού του ατελεύτητου παρόντος στο οποίο διαβιεί:
«Μόνον έμεινε η απόδειξη πως το όνειρο καθαυτό έχει αυτάρκεια. Μοιάζει με φυσικό φαινόμενο. Έχει τον δικό του χρόνο. Δεν μπόρεσα ούτε να το εξορίσω, ούτε να το σκοτώσω, ούτε να το εξευμενίσω»[16],
με τους αποδέκτες του προφητικού μηνύματος –άλλοτε συγγνωστά και άλλοτε ασύγγνωστα– να το αγνοούν, μην μπορώντας να το νιώσουν και να το εννοήσουν:
«Ίσως δεν ακούγεται, γιατί δεν φωνάζω από τον παρόντα χρόνο, ούτε όμως κι από το παρελθόν, φωνάζω από συνδυασμό χρόνων, δεν γνωρίζουν την λέξη οι άνθρωποι, αχρησιμοποίητος πλέον αυτός ο παρακείμενος με σημασία ενεστώτος. Γέγωνα…»[17].
Πού λοιπόν να απαγκιάσει στ’ αλήθεια η ανθρώπινη οδύνη; Μοναδικό πραγματικό καταφύγιο παραμένει πάντοτε η ίδια η πνευματική αναζήτηση:
«Τα πράγματα είναι σύμφυτα, ο οποιοσδήποτε μπορεί να αναζητά τον Θεό φιλοσοφικώς και συγχρόνως να βάλλεται από τον προσωπικό του καημό. Στον πόνο για τους ανθρώπους βρίσκεται ο Θεός, στην αγάπη γι’ αυτούς το ίδιο, Θεός είναι το πρόσωπο του άλλου, του οποιουδήποτε άλλου, είτε είναι αθώος είτε δολοφόνος»[18].
3.
Κλείνοντας το σύντομο τούτο σημείωμα, μπορώ μονάχα να εκφράσω μιαν ευχή.
Μακάρι η Ελένη Λαδιά να υπάρχει ανάμεσά μας για πολλά ακόμα χρόνια, πλουτίζοντας και πλαταίνοντας τον κόσμο των γραμμάτων μας, προσφέροντας και σ’ εμάς την θεία δωρεά που της δόθηκε.
Την χρειαζόμαστε.