Για την Αλίκη
Παιδί με τ’ ασυννέφιαστο το μέτωπο, τ’ αγνό
Και με τα μάτια που απορούν και ονειροπολούνε
Ξέρεις, κι αν φύγει ο καιρός, γοργός σαν τον καπνό
Κι ο δρόμος σου κι ο δρόμος μου χαθούν και χωριστούνε
Σίγουρα θα χαμογελάς κι ευτυχισμένη θα’σαι
Αυτό το παραμύθι – δώρο αγάπης σαν θυμάσαι.
Το λαμπερό σου πρόσωπο δε θα’χω δει καιρό
Στ’ αυτιά μου, τα’ ασημένια γέλια δε θ’ αντηχούνε
Και δεν θα με ξανασκεφτείς καθόλου πια, θαρρώ
Στης νιότης σου τα όμορφα τα χρόνια που θα’ρθούνε
Μα είναι ωστόσο αρκετό, που τώρα θα καθίσεις
Το παραμύθι μου αυτό να παρακολουθήσεις.
Το παραμύθι π’ άρχισε σε μακρινό καιρό
Τότε που του καλοκαιριού ήλιος φεγγοβολούσε
Κι η ιστορία, στα κουπιά που σκίζαν το νερό
Σαν αρμονία μυστική, κρυφό ρυθμό κρατούσε.
Ξέρε το, τον απόηχο στη μνήμη θα φυλάξεις
Κι ας επιβάλει ο φθονερός χρόνος να τον ξεχάσεις.
Έλα ν’ ακούσεις, πριν φωνή του φόβου ακουστεί
Και μας ταράξει με πικρά μηνύματα γεμάτη.
Πριν μια μοναχική μελαγχολία μας νοιαστεί
Και μας καλέσει σε σκληρό, αφιλόξενο κρεβάτι.
Παιδιά είμαστε, παιδάκι μου, παιδιά μεγάλα τώρα
Που τρέμουν, περιμένοντας να ’ρθεί του ύπνου η ώρα.
(…..)
Το ποίημα είναι εισαγωγικό στο «Η Αλίκη μέσα απ’ τον Καθρέφτη». Μτφρ. Παυλίνα Παμπούδη, Εκδ. Printa. Στην εικόνα, χειρόγραφο της “Αλίκης” με εικονογράφηση του ίδιου του συγγραφέα.