Μνήμη
Ἀνδριάνας πρεσβυτέρας (1904-1989)
Ἀναστασίας (1906-1999)
Στέψις
Μὲ δυὸ-τρεῖς πασχαλιὲς
ἡ ἀγγονὴ τὴ στεφάνωσε.
Χαλαρὸ
τὸ μαντήλι ποὺ στραγγάει
τὶς πλεξοῦδες.
Μελιχρὸ
ἀχνορόδισε τὸ σκυφτὸ πρόσωπο.
Τῆς γιαγιᾶς τὰ χείλη βόμβος
τὰ μάτια κερῆθρες
οἱ θύμησες ροδαυγὴ
στοῦ βουνοῦ τὰ στεφάνια
ποὺ ἡ κανούτα πηλάλαγε
σὰν κουτσοφλέβαρος.
Ἄγρια στεφάνια
ἄγρια καὶ τ’ ἄστρια
σὰν τοὺς καιροὺς ἐκεινοὺς
καὶ σὰν τοὺς τωρινούς…
Νὰ πιστεύεις, παιδί μου, γιὰ
νὰ ἐρευνᾶς σεβαστικὰ
τὶς λόχμες τῶν βουνῶν
καὶ τῶν γερόντων, γιὰ
νὰ ἐπιτηδεύεσαι σὲ
ροδόχροες στέψεις καὶ
νὰ τραγουδεῖς
μ’ ἰσοκράτη τὸ σάρακα.
*****
Ἦρθε ἀπόψε
μὲ πινάκιο φακῆς
―τὸ πινάκιο πολυτελέστατο
ἡ φακὴ φακὴ―
μὰ τὰ πρωτοτόκια δὲν κλέπτονται
ἀπὸ τὸν πρωτότοκο τῶν νεκρῶν.
Ἡ γιαγιά μου κοιμᾶται
μὲ τὴν ποδιὰ ζωσμένη.
—Τί περιμένεις;
—Νὰ πεθάνω, παιδί μου.
Εἶναι ἡ σκεπή μας σὰν
ὕπνος παιδικὸς
καὶ πέφτει μέσα
τὸ φεγγάρι.
Μάιος 1988
*****
Ἡ γιαγιά μου
Δυὸ μάτια
Ὀγδόντα χρόνια φοιτητὲς
Κι ἕνα ἄλγος εὐσκιόφυλλο
Μέσα στὸ στέρνο.
Δίχως περβόλια
Μιὰ ζωὴ
Σὰν τὸ βουνό.
Μόνοι καρποὶ
Τὰ ὀμφαλοφόρα
Βήματά της.
*****
Ἐαρινὸ
Τὴν ἄνοιξη φοβᾶμαι
τὰ μάτια, τὰ πουλιά.
Ἡ γιαγιά μου μετέστη
κι ὁ παπποὺς ἀνθοφορῶν
ἱερεὺς ἐνενηκοντούτης
μιὰ στὰ μάτια μιλάει
τῶν πετεινῶν
μιὰ τ’ οὐρανοῦ
διακονεῖ τὴν προσωδία
καὶ
«Ὑπὲρ τῆς Ἀνοίξεως
τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν…»
Μάρτιος 1989
*****
Στὸν ὕπνο μου εὐωδίασε
ἡ γιαγιά μου,
ἡ θάλασσα
τόσο
ποὺ ἄναψα
ἕνα κερὶ
κουπί.
Ἀπὸ τὴν ποιητικὴ συλλογὴ Τὸ μέτωπο (1992)
Χορὸς στὸ χιόνι
Ἡ γιαγιά μου κράταγε
τὸ καγκελάρι ἀπὸ τὸ χέρι
κι ἕνα τραγούδι λυγερὸ ἀναρριχώμενο
σὰν καλαμιά.
Μιὰ καλαμιὰ στὸν κάμπο ἡ γιαγιά μου
κι ὅταν φυσάει, ἀρχίζει
ἕναν σκοπὸ πλεγμένο ἀπὸ παλιὰ ξηλώματα.
Ἕνα πλεχτὸ αὐτοσχέδιο ἡ γιαγιά μου
μὲ φοῦντες καὶ πλουμίδια.
Στὴν ποδιά της πάντα φύτρωναν τριαντάφυλλα,
δὲν ἄντεχε τὸ μαῦρο
οὔτε τὰ σκοῦρα νυφικὰ
πού ’ταν στὶς μέρες της.
Ἡ γιαγιά μου ποτὲ δὲν κατάλαβε
πῶς τὴν πάντρεψαν.
Κατάλαβε ὅμως πῶς πέθανε.
Γι’ αὐτὸ στὸ ξόδι της
ἦταν ὅλα κατάλευκα,
καὶ ἡ πέτρινη Παναγία
καὶ ἡ χιονισμένη πλάκα τ’ ἀντρός της.
«Θά ’ρθω γρήγορα», τοῦ ’χε πεῖ,
καὶ δὲν πέρασε οὔτε χρόνος.
Ἔτσι τελείωσε ὁ χορὸς
ποὺ ἄρχιζε μόνη πολλὲς φορὲς
μὲ σερνάμενα βήματα
καὶ τὴ βαστοῦσαν
ἕνα τραπέζι ξύλινο
κι ὁ Ἁη-Λιὰς ποὺ ἀγνάντευε.
Ἕνα ἀγνάντεμα ἡ γιαγιά μου.
Πιστιανά, 4-2-1999, μετὰ τὰ τρίμερα τῆς γιαγιᾶς μου Ἀναστασίας
*****
Ἡ πρώτη γνώση
Ἔζησα μὲ γυναῖκες ὀρεσίβιες
ποὺ λιάζουν τὸ σκοτάδι
κομμένο σὲ μικρὰ τετράγωνα κομμάτια.
Κι ὁ ἥλιος σὲ τετράγωνα μικρὰ
αἰῶνες τώρα.
Ἄσπρο πανὶ μαῦρο πανὶ
γιὰ θάνατο καὶ γέννα.
Τοῦτα τὰ δίμιτα σταυρώνουν ἀργαλειοὶ
μὲ γνώση
τὰ κόκκαλά τους νὰ πυρώνουν
τὴ φωτιά.
Ἀπὸ τὴν ποιητικὴ συλλογὴ Μαθητεία (2013)
*************
Φωτογραφία
Καλημερίζω τὴ μικρὴ Μυρσίνη
καὶ τὴν κυρα-Κανέλλα εὐχαριστῶ
τὶς ἱστορίες τ’ ἄνθια ποὺ μοῦ δίνει
τραγούδι γιὰ νὰ πλέξω ἀποσπερνό.
Ποιήματα ἀφημένα στὸ παγκάκι
σκορπάει ἡ μικρούλα πέρα ρυθμικὰ
κι ἂν εἶναι καὶ φυτρώσει ἕνα σποράκι
κι ἂν βγάλει φύλλα κι ἔρθουνε πουλιά,
ζεστὴ λαλίτσα μὲς στὸ χοροστάσι
στὸν κύκλο θὰ καλεῖ τοὺς συγγενεῖς
τὸν φωτογράφο χρόνους νὰ περάσει
στὸ κάδρο νὰ μᾶς βάλει μιᾶς στιγμῆς.
Ψωμὶ κι ἐλιὲς ἀπάνω στὸ τραπέζι
τὸ γλέντι ν’ ἀρχινάει καὶ ν’ ἀπορῶ
κλαρίνο ἠπειρώτικο πῶς παίζει
καὶ ἡ γιαγιά μου σέρνει τὸ χορό…
Σπάρτη, Φεβρουάριος τοῦ 2014
********************
Σὲ ἀναμονὴ
Ἄ, πῶς ἀπέφευγα
τὸ κύριο κλίτος τοῦ ναοῦ
στὴν ἄκρη τῆς βασιλικῆς
σὲ ἀναμονή, ὑπὸ πίεση
σὰν ἐλατήριο ἀνίδεο,
ξεχασμένο.
Μὰ ἦταν τὰ χρώματα ἐλατὰ
μέρα τοῦ Αὐγούστου ἐμπύρετη
πόνος πυρρὸς μ’ ἐκτίναξε στὸ κέντρο.
Μέρα τοῦ Αὐγούστου ἀνήμπορη
καταμεσὶς στὸ κέντρο
στὴν Πλατυτέρα ἀπέναντι
νὰ μοῦ βαστάει τὰ μάτια.
Μαντήλι αἰώνων
μοῦ σφουγγάει τὰ δάκρυα
φωτάει ὁ πόνος
ἱλαρὸς τὸ ἑσπέρας
κυλάει στὰ ἱμάτιά του
μελισσοκέρι τῆς γιαγιᾶς μου
πλαστουργό,
μοσχοβολάει
καὶ μοῦ φυλάει τὴ φλόγα.
Αὔγουστος τοῦ 2021, (πρώτη δημοσίευση)
Μπράβο Αναστασία, ο καλύτερος τρόπος για να τιμήσεις τις γιαγιάδες.
Πολύ όμορφα! Και πάλι μπράβο!