Η είσοδος ήταν τυφλή, θυμάσαι;
Κι η μπαλκονόπορτα
Και το παράθυρο, αλλά
Η πίσω πόρτα άνοιγε
Πάντα σχεδόν, σ’ εκείνη
Την αλησμόνητη εξοχή
Με τις παλιές τις Κυριακές
Όπου, θυμάσαι;
Κοπάδι τα πευκάκια
Τον χλιαρό αέρα μηρυκάζοντας
Ήσυχα
Να αποδώσουν οξυγόνο στον σφαγέα τους
Όπου
Ανάμεσά τους χαμομήλια ταπεινά
Σκόρπια, θυμάσαι;
Αδέσποτα εορτολόγια χωρίς αγίους
Και ασταθή, πιο μακριά, θυμάσαι;
Λίγα αρχαία ερείπια που τρέκλιζαν
Σα να ’ταν ώρα πια ν’ αναληφθούν
Στο ήδη εξαχνωμένο μεσημέρι –
Δες, τώρα
Περνά σύννεφο μαύρο, πάει, πέρασε
Ποιανού ζωή να ήταν, άραγε;
Κάπου μακριά σκάβουν τον ουρανό
Να βρούνε ίσως θάλασσα, να, κιόλας
Φυτεύονται ψιλές φωνές ίσκιων στην άμμο
Θ’ ανθίσουν κύματα
Θεσπέσια, θεόρατα. Να, δες
Μεσούρανα αστράφτει μια στιγμή
Το Χ εκείνο που όλα τα εξισώνει
Το άγνωστο και το γνωστό
Που ανάγνωση δεν ξέρει
Που όλα τα διαγράφει
Μαζί και το παιχνίδι των θεών και των παιδιών-
Τώρα, το στόμα κλείσε:
Φαίνονται όλα σε στιγμές ευδίας ολοκάθαρα
Διάφανα – όλα που μιλήθηκαν
Και όλα εκείνα
Που αδύνατον να διατυπωθούν-