9η Φεβρουαρίου: Παγκόσμια Ημέρα της Ελληνικής Γλώσσας.
Οφείλουμε να σταθούμε με σεβασμό αφενός, στην ιστορική διαχρονία μιας γλώσσας με απαράμιλλο πολιτισμικό φορτίο και σημασία για τον παγκόσμιο πολιτισμό και αφετέρου, στη συγχρονία της σημερινής ελληνικής που μέσα από μια μακρά εσωτερική διαπραγμάτευση ακμάζει ως βαθιά καλλιεργημένο γλωσσικό όργανο.
«Εορτάζουμε την ελληνική του ελληνισμού ως απαράγραπτης πολιτισμικής παρακαταθήκης που καθόρισε γενετικά το ήθος της ευρύτερης Δύσης αλλά και τη ζώσα ελληνική που πλέον χωρίς καθαρεύουσες αγκυλώσεις ή δημοτικιστικές αποκοτιές αρθρώνει με δυναμισμό και πληρότητα τη σύγχρονη Ελλάδα.
Και το πρώτο μας καθήκον δεν είναι να λιτανεύουμε τη γλωσσική μας κληρονομιά με ανιστόρητες αυταρέσκειες, αλλά να την τιμήσουμε τόσο με την οργανωμένη εκπαιδευτική μας έγνοια όσο και καθένας και καθεμιά ξεχωριστά ως περήφανοι κληρονόμοι και επαρκείς χρήστες».
(Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας)
Η μεγάλη σημασία της γλώσσας μας κυρίως και προπαντός για εμάς τους ίδιους ως πολιτισμικούς φορείς μιας μεγάλης παράδοσης και ταυτόχρονα ως υπεύθυνους για την εξέλιξη και διάδοση αυτής, αποκρυσταλλώνεται στα λόγια των δύο μεγάλων ποιητών μας όταν έλαβαν το Νόμπελ λογοτεχνίας. Τόσο ο Οδυσσέας Ελύτης όσο κι ο Γιώργος Σεφέρης δεν παρέλειψαν να υπογραμμίσουν στις ομιλίες τους τη μεγάλη σημασία της ελληνικής γλώσσας.
Μάλιστα όχι μόνο στις ομιλίες τους, αλλά και στην ποίηση ιδίως του Ελύτη είναι εμφανής η αγάπη και η έγνοια για την γλώσσα.
Ο Ελύτης λέει στην εξαιρετική ομιλία του στη Σουηδική Ακαδημία στα 1979:
«Είναι σωστό να προσκομίζει κανείς στην τέχνη αυτά που του υπαγορεύουν η προσωπική του εμπειρία και οι αρετές της γλώσσας του. Πολύ περισσότερο όταν οι καιροί είναι σκοτεινοί και αυτό που του υπαγορεύουν είναι μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ορατότητα. Μου εδόθηκε, αγαπητοί φίλοι, να γράφω σε μια γλώσσα που μιλιέται μόνον από μερικά εκατομμύρια ανθρώπων. Παρ’ όλ’ αυτά, μια γλώσσα που μιλιέται επί δυόμισι χιλιάδες χρόνια χωρίς διακοπή και μ’ ελάχιστες διαφορές. Η παράλογη αυτή, φαινομενικά, διάσταση, αντιστοιχεί και στην υλικοπνευματική οντότητα της χώρας μου. Που είναι μικρή σε έκταση χώρου και απέραντη σε έκταση χρόνου. Και το αναφέρω όχι διόλου για να υπερηφανευθώ αλλά για να δείξω τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας ποιητής όταν χρησιμοποιεί για τα πιο αγαπημένα πράγματα τις ίδιες λέξεις που χρησιμοποιούσαν μια Σαπφώ ή ένας Πίνδαρος πχ —χωρίς ωστόσο να έχει το αντίκρισμα που είχαν εκείνοι επάνω στην έκταση της πολιτισμένης τότε ανθρωπότητας.
Εάν η γλώσσα αποτελούσε απλώς ένα μέσον επικοινωνίας, πρόβλημα δεν θα υπήρχε. Συμβαίνει όμως ν’ αποτελεί και εργαλείο μαγείας και φορέα ηθικών αξιών. Προσκτάται η γλώσσα στο μάκρος των αιώνων ένα ορισμένο ήθος. Και το ήθος αυτό γεννά υποχρεώσεις. Χωρίς να λησμονεί κανείς ότι στο μάκρος είκοσι πέντε αιώνων δεν υπήρξε ούτε ένας, επαναλαμβάνω ούτε ένας, που να μη γράφτηκε ποίηση στην ελληνική γλώσσα. Nα τι είναι το μεγάλο βάρος παράδοσης που το όργανο αυτό σηκώνει. Το παρουσιάζει ανάγλυφα η νέα ελληνική ποίηση».
Ενώ στο «Άξιον Εστί» διαβάζουμε:
«Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική
το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου…
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα μαύρα ρίγη…
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα-πρώτα Δόξα Σοι!
…Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα λόγια του Ύμνου! …»
Ο Γιώργος Σεφέρης, τιμώμενος με Νόμπελ το 1963, στην επίσης σημαντική ομιλία του στη Σουηδική Ακαδημία θα πει: «Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά· κανόνας της είναι η δικαιοσύνη. Στην αρχαία τραγωδία, την οργανωμένη με τόση ακρίβεια, ο άνθρωπος που ξεπερνά το μέτρο πρέπει να τιμωρηθεί από τις Ερινύες. Ο ίδιος νόμος ισχύει και όταν ακόμη πρόκειται για φυσικά φαινόμενα: “Ήλιος ουχ υπερβήσεται μέτρα” λέει ο Ηράκλειτος· “ει δε μη, Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν”. Συλλογίζομαι πως δεν αποκλείεται ολωσδιόλου να ωφεληθεί ένας σύγχρονος επιστήμων, αν στοχαστεί τούτο το απόφθεγμα του Ίωνα φιλοσόφου. Όσο για μένα συγκινούμαι παρατηρώντας πως η συνείδηση της δικαιοσύνης είχε τόσο πολύ διαποτίσει την ελληνική ψυχή, ώστε να γίνει κανόνας και του φυσικού κόσμου.
Και ένας από τους διδασκάλους μου (σ.σ. ο στρατηγός Μακρυγιάννης), των αρχών του περασμένου αιώνα, γράφει: “…θα χαθούμε, γιατί αδικήσαμε…”. Αυτός ο άνθρωπος ήταν αγράμματος· είχε μάθει να γράφει στα τριάντα πέντε χρόνια της ηλικίας του. Αλλά στην Ελλάδα των ημερών μας, η προφορική παράδοση πηγαίνει μακριά στα περασμένα όσο και η γραπτή. Το ίδιο και η ποίηση.
Σ’ αυτό τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται. Όταν, στον δρόμο της Θήβας, ο Oιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Oιδίποδα».