You are currently viewing ΘΕΟΚΡΙΤΟΥ (σχ. 1) Θύρσις ἢ ᾠδὴ στ. 27-56 (σχ. 2) – Μετάφραση Γεωργία Παπαδάκη   

ΘΕΟΚΡΙΤΟΥ (σχ. 1) Θύρσις ἢ ᾠδὴ στ. 27-56 (σχ. 2) – Μετάφραση Γεωργία Παπαδάκη   

 Και θα σου δώσω και βαθύ καυκί που ’ν’ αλειμμένο με γλυκό κερί, 5

έχει διπλά χερούλια κι είναι και πρόσφατα φτιαγμένο

‒ μυρίζει ακόμη τη γλυφίδα που το ’χει δουλεμένο.

Ψηλά, στα χείλη ολόγυρα, τυλίγεται κισσός,

κισσός μ’ ελίχρυσου 6 πασπαλισμένος λουλουδάκια·

και κάτω κρέμονται τα τρυφερά βλαστάρια του

που γύρω από τον κίτρινο καρπό στριφογυρίζουν ζωηρά.

Ανάμεσά τους μια γυναίκα έχει φτιαχτεί ‒ τι θεϊκό τεχνούργημα!‒

με πέπλο σκεπασμένη και με ταινία στα μαλλιά.

Στο πλάι της δυο άντρες μ’ ωραία κόμη μακριά

έχουνε ’ρθει στα λόγια ο ένας με τον άλλο,

από τη μια κι από την άλλη την πλευρά,

όμως εκείνης την καρδιά αυτά δεν την αγγίζουν·

αλλά πότε στον ένα ρίχνοντας το βλέμμα τού χαμογελά

και άλλοτε στον άλλονε την προσοχή της δίνει·

κι αυτοί εκεί, συνέχεια, με γλαρωμένα μάτια,

σακουλιασμένα από τον έρωτα, ταλαιπωρούνται μάταια.

Κοντά τους, γέροντας ψαράς έχει φτιαχτεί και ένας βράχος άγριος·

επάνω του ο γέρος τραβάει μεγάλο δίχτυ γρήγορα

και φαίνεται σαν άνθρωπος που όσο μπορεί κοπιάζει·

θα ’λεγες πως ψαρεύει με όλη του τη δύναμη

που ’χουνε πια τα μέλη του, έτσι που του λαιμού του ολόγυρα

οι φλέβες του φουσκώσαν. Κι αν τα μαλλιά του άσπρισαν,

ωστόσο έχει δύναμη αντάξια της νιότης.

Λίγο παρέκει από το θαλασσόδαρτο το γέροντα

αμπέλι υπάρχει φορτωμένο μαύρα σταφύλια ώριμα,

που το φυλάει ένα μικρό παιδί στο φράχτη καθισμένο.

Δυο αλεπούδες γύρω του· η μια μέσα στα κλήματα γυροβολάει

και τα σταφύλια τα φαγώσιμα ρημάζει 

η άλλη, πλάι στο ταγάρι του κοιτάζει κάθε τέχνασμα να σκαρφιστεί,

και είναι σα να λέει πως δε θα φύγει απ’ το παιδί

προτού στεγνό από προσφάγι το αφήσει.

Όμως αυτό, μ’ ασφόδελου βλαστάρια

παγίδα όμορφη για τις ακρίδες πλέκει, με σχοίνο δένοντάς τα.

Και δεν το νοιάζει το ταγάρι τόσο μηδέ και τα φυτά

όσο η χαρά που παίρνει, πλέκοντας το κλουβί.

Παντού, ολόγυρα στο κύπελλο, απλώνεται ευλύγιστη ακάνθη

‒ δουλειά θαυμάσια γιδοβοσκού, υπέροχη, που το μυαλό θαμπώνει.

 

 

 

 

1)Για τον ποιητή Θεόκριτο και τα ειδύλλιά του βλ. άρθρο μας με θέμα τη φράση «φτύνω στον κόρφο» (7/2/2018).
2) Το ειδύλλιο του Θεόκριτου που επιγράφεται Θύρσις ἢ ᾠδὴ είναι ένα ποίημα με βουκολικό χαρακτήρα αποτελούμενο από 152 στίχους. Αρχίζει με έναν τσομπάνη, τον Θύρση, που συναντά έναν άλλο γιδοβοσκό, από τον οποίο ζητάει να παίξει το σουραύλι του. Εκείνος όμως δεν δέχεται φοβούμενος, όπως λέει, μην ενοχλήσει τον Πάνα,3 και με τη σειρά του ζητάει αυτός από τον Θύρση να του τραγουδήσει τον θάνατο του Δάφνη,4 τάζοντάς του να του δώσει να αρμέξει μία γίδα και να του χαρίσει και ένα κύπελλο, την έξοχη περιγραφή του οποίου παραθέτουμε.
3)Ο Πὰν (του Πανὸς) ήταν θεός ποιμενικός της Αρκαδίας, απ’ όπου η λατρεία του εξαπλώθηκε και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Οι Αρκάδες τον θεωρούσαν γιο του Ερμή. Μέχρι τη μέση είχε ανθρώπινη μορφή, αλλά είχε πόδια, αυτιά και κέρατα κατσίκας (ίσως επειδή η κατσίκα ήταν το χαρακτηριστικό ζώο της ορεινής Αρκαδίας). Κατοικούσε στα δάση, στις σπηλιές, στα άγρια φαράγγια και τις βαθιές κοιλάδες. Ως θεός των βοσκών, αγαπούσε τη μουσική και ήταν ο εφευρέτης της ποιμενικής σύριγγας. Όταν κοιμόταν τις μεσημβρινές ώρες, οι βοσκοί πρόσεχαν να μη διαταράξουν τον ύπνο του, γιατί τότε γινόταν πολύ κακός.
4)Δάφνις: μυθικός ποιμενικός ήρωας της Σικελίας, τον οποίο θεωρούσαν επινοητή της βουκολικής ποίησης. Γιος του Ερμή και κάποιας Νύμφης, εγκαταλείφθηκε μετά τη γέννησή του μέσα σ’ ένα άλσος από δάφνες (εξού το όνομά του). Η ομορφιά και τα άσματά του γοήτευαν θεούς και ανθρώπους, γι’ αυτό και θρήνησαν μαζί με ολόκληρη τη φύση τον θάνατό του που τον βρήκε στην ακμή της νιότης του. Κατά μία εκδοχή, τον ερωτεύτηκε μία Νύμφη, στην οποία υποσχέθηκε αιώνια πίστη.΄Ομως η κόρη κάποιου βασιλιά τον αποπλάνησε, η Νύμφη τον τύφλωσε και ακολούθησε ο θάνατός του.
5) Το κερί συνήθιζαν να το χρησιμοποιούν και ως μέσο στεγανοποίησης του ξύλου.
6)Πρόκειται για το φυτό ελίχρυσον το σικελικόν, κοινώς αμάραντο. Με τα όμορφα χρυσοκίτρινα άνθη του, που διατηρούν το χρώμα τους και σε ξηρή κατάσταση, κατασκεύαζαν στεφάνια.
 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Γεωργία Παπαδάκη

H Γεωργία Παπαδάκη γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου υπηρέτησε για δέκα χρόνια ως Βοηθός στον Τομέα Αρχαιολογίας και, παράλληλα, έλαβε μέρος σε διάφορες ανασκαφές. Τα τελευταία χρόνια μελετάει αρχαίους συγγραφείς και μεταφράζει αγαπημένα της κείμενα της ελληνικής γραμματείας. Από το Α΄Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας έχει παρουσιάσει παλαιότερα μια σειρά σχετικών εκπομπών με τον τίτλο « Είτε βραδιάζει είτε φέγγει, μένει λευκό το γιασεμί». ΄Εχουν εκδοθεί εξι βιβλία της: "Aνθολογία αρχαίας ελληνικής ερωτικής ποίησης", "Ο δικός μας Αριστοφάνης",  "Μούσας άγγιγμα", " Αισχύλος. Ο ποιητής του μεγαλοπρεπούς και του τιτανικού", "Σοφοκλής. Η «μέλισσα» του αρχαίου ποιητικού λόγου", "Η γυναίκα και ο γυναικείος λόγος στο έργο του Ευριπίδη".

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.