«Άγριες Φράουλες» του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν 1957
Όταν οι… πρόγονοι των σημερινών εφήβων* πήγαιναν στις δεκαετίες του ’60 ή του ’70 να δουν κάποια ταινία του Μπέργκμαν με θέμα τον θάνατο, τον χρόνο ή την μνήμη, ένιωθαν ό, τι οι σημερινοί, όταν βλέπουν μια ταινία επιστημονικής φαντασίας: τη γοητεία του άγνωστου, την καθησυχαστική βεβαιότητα της μη προσωπικής εμπλοκής στον κίνδυνο, το δέος για μια περιπέτεια έξω από τα όρια. Έτσι, λίγο πολύ, είχα προσεγγίσει, για πρώτη φορά τότε, κι εγώ τις Άγριες Φράουλες…
Ο μύθος της ταινίας επικεντρώνεται στον Ίζακ Μποργκ, έναν χήρο, πολύ ηλικιωμένο καθηγητή της Ιατρικής, εγωκεντρικό και αλαζόνα, που ζει απομονωμένος με μόνη παρουσία δίπλα του την ηλικιωμένη οικονόμο του. Ο Μποργκ πρόκειται να τιμηθεί για τα 50 χρόνια της επιτυχημένης σταδιοδρομίας του, και στο μακρινό ταξίδι που πρέπει να κάνει τον συνοδεύει η γυναίκα του μοναδικού του γιου. Μια γυναίκα που δε νιώθει για τον πεθερό της καμιά συμπάθεια, αφού βλέπει στον άνδρα της, που αν και έγκυος θέλει να εγκαταλείψει, τον συνεχιστή της πατρικής εσωστρέφειας, εγωπάθειας και ψυχρότητας. Τις παραμονές της αναχώρησης του ο γέρο καθηγητής βλέπει έναν εφιάλτη που δίνει μορφή στον πιο μύχιο και υποσυνείδητο φόβο του, τον φόβο του θανάτου, τη μετάβαση στο ζοφερό άγνωστο, τη διείσδυση στον άχρονο χρόνο. Οι εσωτερικοί κραδασμοί που προκάλεσε ο εφιάλτης μετατρέπουν το ταξίδι του σε αναδρομή στα χρόνια της νιότης του, σε απολογισμό των σχέσεων του, σε επανεξέταση των προσδοκιών και των διαψεύσεων του και, εντέλει, σε ένα ταξίδι αυτογνωσίας.
Η πρώτη επαφή μου με αυτήν την terra incognita που απλωνόταν μπροστά μου και της οποίας τις μυστικές διαδρομές αγνοούσα, υπήρξε καταλυτική. Με συνεπήρε η ικανότητα του μεγάλου Σουηδού να χαρτογραφεί εντελώς αχαρτογράφητες για μένα περιοχές του ανθρώπινου ψυχισμού, να εικονοποιεί μια μεταφυσική αγωνία, που εγώ αντιλαμβανόμουν τότε μόνο ως φιλοσοφικό ερώτημα, να αποκρυπτογραφεί τον κώδικα των ανθρώπινων σχέσεων, που τότε μόλις είχα αρχίσει να υποπτεύομαι πόσο γριφώδης είναι….
Παράλληλα, με είχαν συναρπάσει οι πρωτόγνωρες τεχνικές που χρησιμοποιεί στην ταινία ο Μπέργκμαν και που νομίζω ότι εξακολουθούν να συναρπάζουν: η απόδοση από την ίδια ηθοποιό προσώπων του παρελθόντος και του παρόντος, η εναλλαγή ρεαλιστικού/ονειρικού αφηγηματικού ύφους και φωτεινής διαύγειας / θαμπής «σκοτεινότητας» της εικόνας, για να αποδοθεί η υπόγεια αλληλεξάρτηση των δύο διαστάσεων του χρόνου και η συνειρμική λειτουργία που τις συνδέει.
Όταν όμως, πριν ελάχιστα χρόνια, επιχείρησα να δω για δεύτερη φορά τις Άγριες Φράουλες, διαπίστωσα με συγκίνηση, και κάποια μελαγχολία ίσως, ότι μπορούσα τώρα να δω την ταινία με μια νέα οπτική, που μόνο ο συσσωρευμένος και βιωμένος χρόνος χαρίζει, και που είναι απαραίτητη για την κατανόηση τέτοιων βασανιστικών αλλά και λυτρωτικών καταβυθίσεων στο παρελθόν, τέτοιων επώδυνων αποτιμήσεων και αναθεωρήσεων, όπως αυτές του πρωταγωνιστή.
Τολμά να έρθει αντιμέτωπος με τον ίδιο του τον εαυτό και τις επιλογές του, με τις σχέσεις του, με την αντανάκλαση του στον καθρέφτη των άλλων, που είναι ο πιο αδιάψευστος μάρτυρας του ποιος υπήρξε. Η γειτνίαση του θανάτου τού επιτρέπει πια να αποδεχθεί την ψυχρή, σκληρή, μητρική παρουσία στη ζωή του, την ανθρωποφαγική σχέση με τη γυναίκα του, την ελλειμματική επικοινωνία με τον γιο του. Να μη φοβηθεί να ακολουθήσει το φοβερό νήμα που τον συνδέει με τους γεννήτορες και τον επίγονο, να συνειδητοποιήσει τη βαριά σκυτάλη που παρέλαβε από αυτούς και την παρέδωσε με τη σειρά του στο δικό του παιδί.
Σε αυτήν την τελευταία φάση της ζωής που «τίποτα πια δεν αιμορραγεί», καταλήγει να παραδεχτεί ότι δεν αγαπήθηκε και δεν επέτρεψε να αγαπηθεί, ότι αρνήθηκε την ευλογία της αγάπης γιατί φοβήθηκε να ζήσει ευάλωτος, φοβήθηκε να εκθέσει τον εαυτό του στο ρίσκο που απαιτεί η αγάπη. Και το τίμημα ήταν η μοναξιά.
Είναι, λοιπόν, μόνο πολύ όψιμα εφικτή – όταν οι καιροί ου μενετοί – η ανατροπή μιας πορείας, που δείχνει προδιαγεγραμμένη; Κι όμως όχι. Σε παράλληλο ταξίδι με αυτό του Μποργκ αλλά και τεμνόμενο με το δικό του, η νύφη του, κυοφορώντας τη συνέχεια του δράματος, συνειδητοποιεί ότι από την ίδια εξαρτάται να σπάσει το νήμα, να αρνηθεί να παραδώσει τη σκυτάλη στο παιδί της, να μη διαιωνίσει την ερημία μιας ζωής περιχαρακωμένης.
* σε ερώτηση μου το 2009 σε μαθητές μου του Λυκείου “τι έγινε εντέλει στο Πολυτεχνείο”, κάποιος απάντησε λέγοντας “ήταν τότε που οι πρόγονοι μας…”
“Φοβήθηκε να εκθέσει τον εαυτό του στο ρίσκο που απαιτεί η αγάπη” Εξαιρετική προσέγγιση!!!!