Tο κάλεσμα
[La llamada]
Τον καλέσανε, και πήγε.
Στην πρώτη πόρτα, δεν τον αναγνώρισαν.
Σκότωσε τον φρουρό.
Στη δεύτερη πόρτα δεν υπήρχε φρουρός.
Ούτε στην τρίτη.
Χαμένος, τότε, άρχισε να φοβάται.
Στην τέταρτη πόρτα αντάμωσε την αγαπημένη του.
Δεν υπήρξαν δυσκολίες.
Στην πέμπτη πόρτα έπρεπε να διαλέξει:
του υπέδειξαν τρεις.
Διάλεξε την 5-6-Β, κατά τύχη τη σωστή.
Ο φρουρός τον υποδέχτηκε με τον μέγιστο σεβασμό.
Στην έβδομη ο φρουρός, αφού του πρόσφερε αναψυκτικό,
άνοιξε διάπλατα τις πόρτες που οδηγούσαν σε ό,τι ζητούσε.
Μα κείνο που ζητούσε δεν ήτανε στη μεγάλη σάλα.
Κι αυτός δεν τόλμαγε πια να γυρίσει στις πόρτες
που ’χε κιόλας περάσει.
Κι έστεκε και περίμενε, γεμάτος αμφιβολία στο φως
απ’ το μεγάλο καντήλι.
Είχε μισοτρελαθεί.
Είχε ξεχάσει πως υπήρχε μια πόρτα ακόμα:
εκείνη παραπίσω, όπου κανείς δεν περιμένει –
μα φαίνεται, καθιστός εκεί μπροστά, ένας νεκρός.
Η έξοδος μηδέν. Ή η ατέρμονη αφετηρία.
Τον συνέλαβαν, βεβαίως.
Και, κλεισμένος στο κελί του,
σκεφτόταν ότι ίσως ο Μέγας Αρχηγός ήταν
εκείνος ο φρουρός που ’χε σκοτώσει πλάι στην πρώτη πόρτα.
Από τη συλλογή Los espejos transparentes (1968)
Ανοιχτοφοβία
[Terror de lo abierto]
Λαβύρινθος απ’ έξω,
μορφές, παρακαμπτήριες.
Λαβύρινθος από μέσα,
φώτα, καθρέφτες.
Τι ανακαλύπτει κανείς;
Χώρο δίχως κέντρο,
συνείδηση του κανενός
και κόσμο μηδενικό.
Δεν υπάρχει φρουρός.
Δεν είναι κανείς στη μέση.
Τρόμος! Είν’ ένας χώρος
απλώς ανοιχτός.
Κάποιος τότε κραυγάζει. Είναι τρομερό:
δεν υπάρχει ηχώ.
Κι επιστρέφει στη σπηλιά
και στο φόβο,
και στο διάλογο με τον εαυτό του
για τον ουρανό-μηδέν.
Ο έσχατος λαβύρινθος: το φίδι
της σκέψης.
Από τη συλλογή Buenos días, buenas noches (1976)
Ο Gabriel Celaya γεννήθηκε το 1911 σε μια μικρή πόλη στη Χώρα των Βάσκων και πέθανε στη Μαδρίτη το 1991. Ηλικιακά κατατάσσεται στην ενδιάμεση -και κάπως προβληματική στον προσδιορισμό της- γενιά Ισπανών ποιητών, ανάμεσα στην περίφημη «Γενιά του 1927» και στους μεταπολεμικούς ποιητές. Πράγματι, ο Θελάγια, αφού γνώρισε προσωπικά -σε νεαρή ηλικία- ποιητές όπως ο Λόρκα, ανδρώθηκε μέσα στη δίνη του εμφυλίου. Πολέμησε, όπως και άλλοι συνομήλικοί του ποιητές, στην πλευρά των δημοκρατικών. Στην ποίηση εμφανίστηκε επίσημα την επόμενη δεκαετία (του 1940), αν και η ποιητική του δραστηριότητα ξεκινά πριν από τον εμφύλιο.
Στο έργο του Θελάγια συνδυάζονται, αρχικά τουλάχιστον, τα δύο βασικά ρεύματα της πρώτης μεταπολεμικής εποχής στην ισπανική ποίηση: το κοινωνικό στοιχείο και η έκφραση της υπαρξιακής αγωνίας. Στο ύστερο έργο, από το οποίο αντλούνται και τα ποιήματα που μεταφράζονται εδώ, παρατηρείται μια δραματική στροφή: φτάνοντας στη μέση ηλικία, ο ποιητής μοιάζει να οδηγεί τον κοινωνικό και υπαρξιακό στοχασμό του στα άκρα, αποτυπώνοντας στην ποίησή του έναν περίπλοκο και εφιαλτικό κόσμο, που παραπέμπει στα κείμενα του Όργουελ, του Κάφκα ή και του Μπόρχες. Συχνά, μάλιστα, αναφέρεται σε έννοιες των μαθηματικών και της σύγχρονης φυσικής (ιδιαίτερα σε σχέση με τον χώρο), ενώ επιχειρεί ανάλογους πειραματισμούς και στη μορφή των ποιημάτων του.