Από κάποια ιδιοτροπία του Δία, ο Ήφαιστος εκσφενδονίζεται στη Λήμνο. Εκεί στήνει το σιδεράδικό του, το εργαστήριο των ηφαιστείων του. Στα έγκατα της γης και κάτω από τη θάλασσα βρυχώνται τα φυσερά του και βγαίνουν στο φως τα αριστουργήματα της τέχνης του. Ένας πίνακας του Ντιέγκο Βελάσκεθ, έργο του 1630, μας δίνει δείγμα αυτού του εργαστηρίου, με τον Απόλλωνα, τον Ήφαιστο και τους βοηθούς του. Εκεί σ’ αυτό το σιδεράδικο της Λήμνου ρίχνει κι ο ποιητής Σωτήρης Σαράκης τα δίχτυα του για να ψαρέψει. Όχι, βέβαια, ψάρια ούτε σεισμούς και εκρήξεις της φωτιάς αλλά φωτιές του μυαλού και της καρδιάς.
Ο Σαράκης διανύει την ένατη ποιητική του συλλογή. Ταξίδεψε σε αρχαιολογικούς χώρους και μουσεία, σε τόπους της ψυχής και της μνήμης, είδε πολλά και στοχάστηκε περισσότερα. Τώρα, με το «σιδεράδικο της Λήμνου», δίνει την εντύπωση πως αφήνει όλα τα εξωτερικά πίσω και επικεντρώνεται στα μέσα, σ’ εκείνα που βαθιά του τριβελίζουν το μυαλό· θέματα στα οποία κανείς, ούτε η Φιλοσοφία ανά τους αιώνες, όσο κι αν επεχείρησε δεν απάντησε· ωστόσο, ο καθένας, και στα μέτρα του, το φιλοσόφησε.
Οι αιώνες παίρνουν θέση ο ένας μετά τον άλλο, τα χρόνια περνούν, η ζωή φεύγει, αλλά το αίνιγμά της δεν το έλυσε κανείς. Οι σοφοί, με τη σειρά τους, οι φιλόσοφοι, οι ποιητές, οι μάγοι, οι απλοί άνθρωποι του κόσμου, της πόλης και του χωριού, όλοι, όσο και αν σκέφτηκαν, δεν βρήκαν την απάντηση στο ερώτημα. Το τεράστιο ερωτηματικό χάσκει και χωρίς απάντηση, καταπίνει απολαυστικά την ερώτηση. Ίσως, λένε, εκεί βασίζεται το αινιγματικό χαμόγελο που έχει απευθύνει στους μέλλοντες αιώνες η Τζοκόντα. Ψάχνετε να βρείτε γιατί χαμογελάω, ιδού η απορία που ο Λεονάρντο, απλώς τη φιλοτέχνησε, τη σμίλεψε, την κληροδότησε στις μέλλουσες γενιές κι έφυγε. Η Σφίγγα με ένα αίνιγμα παγίδεψε τελικά τον Οιδίποδα, κι ας της απάντησε σωστά εκείνος. Όλες οι απαντήσεις συνοψίζονται στο μεγαλειώδες «ουδέν οίδα». Ο Οδυσσέας Ελύτης διαβεβαίωνε, από τα νιάτα του, τη Μαρίνα ότι πάνω στους βράχους θα αποχαιρετήσει το αίνιγμά της.
Αυτό το μέγα αίνιγμα σμιλεύει στο δικό του «σιδεράδικο» ο Σαράκης και, σαν τον Ήφαιστο, και όσο είναι καυτό ακόμα το σίδερο, αλλάζει, μεταπλάθει.
Η συλλογή του έχει τρία μέρη. «Ο κόσμος», «Ο μικρόκοσμος», «Η ποίηση». Σαν να ’ναι τρεις οι κύκλοι, ο ένας μέσα στον άλλο· ο σύμπας κόσμος, ο κόσμος ο δικός μου και ο ελάχιστος εγώ. Η διαδρομή από το μεγάλο στο μικρό, από τα έξω στα μέσα, στα βαθιά και φλέγοντα εντόσθια, επαγωγικά, από την περιφέρεια στο κέντρο, εκεί όπου δεν φτιάχνει κεραυνούς και ηφαίστεια αλλά στίχους και ποιήματα. Εκεί που γίνεται το μυστικό συναπάντημα του μεγάλου με το μικρό. Στης ποίησης τα φλέγοντα σωθικά.
Σ’ αυτήν θα αναθέσει να ψάλει το παράλογο μυστήριο της ζωής «το πιο παράλογο απ’ όλα τα παράλογα, όπως και το μεγάλο «μπαμ» από το οποίο ξεκίνησε ο κόσμος, με «εμάς να περπατάμε και να συλλογιζόμαστε / πώς έγινε κι είμαστε τώρα εδώ κι αν κάποιο νόημα θα μπορούσε να ’χουν όλα αυτά»· αλλά εμείς είμαστε «οικτρά θύματα της ανόητης λογικής μας… μικρό παράλογο … κομμάτι ενός παράλογου/ πανέμορφου μεγάλου κόσμου». Και, να η απάντηση δοσμένη. Ο πανέμορφος κόσμος συνίσταται από ένα τεράστιο μωσαϊκό που ποτέ δεν ολοκληρώνεται και πάντα ένα νέο κομμάτι προστίθεται. Το μικρό παράλογο που, επιμένει, να ζητάει εξήγηση. Χρόνια πριν, ο Γιώργος Σεφέρης είχε αναρωτηθεί τι είναι ο άνθρωπος «μην είναι αυτό που μεταδίνει η ζωή;» («Ο τελευταίος σταθμός»). Το ανοιχτό ερώτημα που άφησε, μας επιτρέπει να πούμε , «ναι», απλή γέφυρα για τη διαδοχή, ένας κρίκος στην αλυσίδα είναι και τίποτα άλλο. Όπως και οι ποιητές στη γενιά των ποιητών και τα ποιήματα, χέρι με χέρι, από τα χρόνια του Ομήρου.
Ο Σαράκης, ήδη σοφός με τόση πείρα, ξέρει. Του αρέσει όμως να καθυστερεί σε όλα τα μικρά που κάθε μέρα ανακαλύπτει. Όπως: δεν υπάρχει μόνο αυτό που βλέπουμε. Υπάρχουν και άλλα. Είχε δίκιο ο Μπέρκλεϋ. Τα μάτια και το μυαλό μας δεν επαρκούν για να συλλάβουμε το μέγεθος εκείνου που υπάρχει. Αλλά για να υπάρχει εκείνο πρέπει να υπάρχουμε κι εμείς, η συνείδηση που το αντιλαμβάνεται, με άλλα λόγια. Από την άλλη, άλλοι λένε πως ό,τι πιάνουν με τα χέρια, βλέπουν και ακούν, αυτό μόνο υπάρχει. Τότε, πώς εξηγείται η εικόνα της μάνας, του πατέρα, των αγαπημένων που στριφογυρίζουν στο μυαλό, που τους βλέπει κανείς και τους ακούει με τα μάτια και τα αυτιά της μνήμης ή της ψυχής και δεν τους ξεχνά; Αυτά, πώς, και με ποια μέσα τα κρατάει ζωντανά ο ποιητής; Πώς καταφέρνει και ακούει τις αγαπημένες φωνές τους; Βλέπει τις κινήσεις τους; Αισθάνεται την αφή τους; Και καλά οι δικοί μας που κάποτε ήταν εδώ και τους αγγίξαμε. Εκείνοι οι αρχαίοι, οι άνθρωποι του μύθου; Αθάνατοι αυτοί, δικοί μας και κατά κυριολεξία συγγενείς. Ιώ ιώ ιόι, όι· και να πώς η ίδια λέξη έφτασε από τα αρχαία χρόνια να μας πει πως τα πάθη των ανθρώπων είναι ίδια. Ίδιο το κλάμα και το γέλιο, το πάθος, ο πόνος, η κάθαρση, ίδιο και το επίρρημα. Κι ο ποιητής στοχάζεται πάνω στην ορθογραφία της λέξης. Ποιας λέξης; Αυτή που γράφεται με όμικρον ή με ωμέγα; πότε με το ένα, πότε με το άλλο; Αλλάζει η ορθογραφία το μέγεθος του πόνου; Και από την άλλη; Μόνο οι άνθρωποι πεθαίνουν; Δεν πεθαίνουν και οι λέξεις; Πού είναι το επίρρημα «αμέσως»; Το επίρρημα «απλώς»; Ποιος είναι αυτός ο «εσμός» που θέλησε να ρίξει στον Καιάδα λέξεις που νομίζει πως απλοποιώντας- παραποιώντας, λέει τα ίδια, εκφράζει νοήματα κι αισθήματα μιας γλώσσας που έχει τον τρόπο της να τονίζει τις λεπτές αποχρώσεις και τα ιδιαίτερα συναισθήματα; Τι απέγινε εκείνος ο κωδωνοκρούστης της Παναγίας των Παρισίων, εκείνος ο ευγενικός Κουασιμόδος, ο μαρκαρισμένος από την δυσμορφία άνθρωπος, ωστόσο ο μόνος «άνθρωπος» του θεού στον καθεδρικό ναό που υπηρετούσε ή για να το πούμε αλλιώς, στον κόσμο τον μεγάλο των επιφανών και της εξουσίας; Η πτώση του από το ψηλό καμπαναριό σήμανε και την κατάργηση του ρόλου του. Πού πήγε το παλιό κουδούνι, που έμπαζε τα παιδιά στη σχολική τάξη ή τα ’βγαζε στην αυλή; Χάθηκε και αυτό, αντικαταστάθηκε και ο άνθρωπος από ένα ηλεκτρικό κουμπί. Που πήγαν τα παραποτάμια χωριά; Πώς φύτρωσαν μέσα στα δάση, τεθλασμένες γραμμές στα ρέματα; Οι περιοχές αλλάζουν, εκμοντερνίζονται και εκπολιτίζονται. Σ’ αυτά τα μέρη κάποτε ο παππούς… Τώρα το ρέμα έγινε δρόμος – «ρυμοτομία» – ποιος νιώθει άραγε τι λένε οι λέξεις; Ο δρόμος ποτάμι, ο δρόμος νερά, αυτοκίνητα, κι ο «Σκοτεινός» σαν τον αντί -Απόλλωνα (τον φωτεινό) προσπαθεί να χωνέψει τα μηνύματα του καιρού του.
Το βλέμμα του ποιητή θα σταθεί σε μια σαύρα που λιάζεται, θα στήσει αυτί στη συνομιλία της με την πέτρα, θα αναζητήσει τα μυστικά περάσματα που βγάζουν στην άλλη όχθη. Θα φωνάξει Βάγια τη Δάφνη, οδηγώντας στου καιρού το πισωγύρισμα, θα κοιτάξει το φεγγάρι που λάμπει και όλα τα αλλάζει, που άλλοτε τα ωραιοποιεί και άλλοτε μας απειλεί. Το είπε ο Ουράνης «θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινοπώρου δείλι» όχι στα ένδοξα Παρίσια, αλλά κάπου στα περίχωρα του Βύρωνα. Κι ο αναγνώστης ξέρει, πως δεν έχει σημασία αν θα είναι φθινόπωρο ή άνοιξη, δείλι ή πρωί. Σημασία έχει το ρήμα: «θα πεθάνω». Όμως πριν πεθάνει έχει κάνει καλά το χρέος του, επισκεπτόμενος τους παλιούς: «Μ’ ένα κλωνί βασιλικό/ ο Ιερομόναχος Διονύσιος / ράντιζε όλες τις λέξεις/ μία, μία, τις άγιαζε» και οι «οι λέξεις ευωδιάζουν αγιοσύνη». Στον κορνιζά έδωσε εντολή για δύο κορνίζες. Η μία για τον Σολωμό «το χέρι στην καρδιά, το βλέμμα στις Μεγάλες ουσίες». Η δεύτερη άδεια, «Απουσίες, η άγνωστη μορφή του Ανδρέα Κάλβου». Από μακριά στον ουρανό, θα ακούσει τα γέλια των ληστών του Ίβυκου, θα δει που φτερακίζουν οι γερανοί του, θα δείξει πως ο ποιητής μιλάει με τα πουλιά κι εκείνα μαρτυρούν γι’ αυτόν. Θα συνομιλήσει με τον Ήφαιστο. Θα ξαναϊππεύσει στο άλογο της φαντασίας του, θα αυτοσαρκαστεί, θα παλέψει για το δικό του εν οίδα ότι ουδέν οίδα: το ανέκφραστο.
Εδώ ο Σαράκης καταθέτει ένα ψυχικό curriculum vitae με όλους τους «συγγενείς» παρόντες. Ποιητές, αρχαίους και νεότερους, παλιούς και σύγχρονους. Γεμάτος αισθήματα και αγάπη για τον κόσμο που λίγο λίγο χάνεται, όπως είναι φυσικό και αναπότρεπτο. Όμως χωρίς μεμψιμοιρία και χωρίς φασαρία. Η ποίησή του βρίσκεται στα μέτρα του καθημερινού ανθρώπου, δεν χάνει ποτέ την επαφή με την πραγματικότητα. Δεν λεξιθηρεί, δεν αυθαιρετεί, δεν μας υποχρεώνει σε νοηματικά άλματα. Ο στόχος του επιτυγχάνεται πάντα. Βρίσκει την καρδιά του αναγνώστη διαθέσιμη για επικοινωνία και συγκίνηση.