ΔΙΟΝΥΣΟΣ: Μικρέ! Ε, μικρέ!
ΑΙΑΚΟΣ: 2 Ποιος είναι;
ΔΙΟ. Ο ρωμαλέος Ηρακλής!
ΑΙ. Βρε σιχαμένε κι αδιάντροπε, βρε συ ξετσίπωτε
κι ελεεινέ και τρισελεεινέ κι αρχιελεεινέ,
που έξω έβγαλες το σκύλο μας τον Κέρβερο
και έφυγες αρπάζοντάς τον από το λαιμό σφιχτά,
βρε συ που το ’σκασες, που γίνηκες καπνός
μαζί σου παίρνοντας αυτόν που φύλαγε η αφεντιά μου!
Μα τώρα πιάστηκες για τα καλά!
Τέτοιος της Στύγας3 μελανόκαρδος, βράχος σκληρός
και του Αχέροντα4 ο γκρεμός που αίμα στάζει
σ’ έχουν και σε φυλάνε τώρα,
και τα σκυλιά του Κωκυτού 5 που ολούθε γυροφέρνουν
κι η ΄Εχιδνα η εκατοκέφαλη,6
εκείνη που τα σπλάχνα σου θα τα κατασπαράξει,
κι αυτή που θα χυμήξει στα πλεμόνια σου,
του Ταρτησσού7 η σμέρνα·
μα και τα δυο νεφρά σου με τα έντερα μαζί
μέσα στο αίμα βουτηγμένα
θα τα καταξεσκίσουν οι Γοργόνες8 οι Τειθράσιες,9
που τώρα πάω να τις βρω τρεχάτος σαν βολίδα!
(Φεύγει)
ΞΑΝΘΙΑΣ: (Στον Διόνυσο που τον βλέπει καθισμένο)
Εεε συ, τι έχεις κάνει εκεί πέρα;
ΔΙΟ. Τα ’κανα, μωρέ, πάνω μου. Κάλεσε τώρα το θεό.10
ΞΑ. Βρε υποκείμενο γελοίο, αμ δεν κοιτάς να σηκωθείς
στα γρήγορα πριν να σε δει κανένας ξένος;
ΔΙΟ. Μα μου ’ρχεται λιγοθυμιά.
Όμως για φέρε μου για την καρδιά μου ένα σφουγγάρι.
ΞΑ. Νά πάρε το και βάλ’ το πάνω της.
ΔΙΟ. Πού είναι;
(Ο Διόνυσος παίρνει το σφουγγάρι και σκουπίζεται από πίσω)
ΞΑ. ΄Ωχου χρυσοί θεοί, αυτού, μωρέ, την έχεις την καρδιά;
ΔΙΟ. Ναι· γιατί από το φόβο της σούρθηκε, σούρθηκε
και στην κοιλιά την κάτω11 μου κατέβηκε.
ΞΑ. Ω συ απ’ όλους πιο δειλέ, κι από θεούς κι από ανθρώπους!
ΔΙΟ. Δειλός εγώ;! Πώς γίνεται, αφού σου ζήτησα σφουγγάρι;
Κανένας άλλος άνθρωπος δε θα τα έκανε αυτά.
ΞΑ. Μπα, και τι θα έκανε;
ΔΙΟ. Νά, θα ’μενε ξαπλωμένος κάτω
να τονε ζώνει η μυρουδιά, αν ήτανε δειλός·
όμως εγώ σηκώθηκα, και μάλιστα σκουπίστηκα.
ΞΑ. Α ναι, αντρίκεια, μά τον Ποσειδώνα, πράγματα (!)
ΔΙΟ. Ναι, μά τον Δία, έτσι θαρρώ κι εγώ.
Καλά, συ δε φοβήθηκες από τα τρομερά
τα λόγια τα βαρύγδουπα και τις φοβέρες;
ΞΑ. Μπα, όχι, μά τον Δία, μηδέ και τα λογάριασα.
1)Στους Βατράχους, όπως έχουμε πει και σε παλαιότερο κείμενό μας, ο Διόνυσος, ο θεός του θεάτρου, απογοητευμένος από την ασημαντότητα των ποιητών που ζουν την εποχή του Αριστοφάνη, αποφασίζει να κατεβεί στον ΄Αδη για να φέρει πίσω στον απάνω κόσμο έναν από τους μεγάλους Τραγικούς, τον Ευριπίδη. Ξέροντας όμως ότι ο δρόμος για τον κάτω κόσμο είναι επικίνδυνος, σκέφτεται πως πρέπει να αποκτήσει άγριο παρουσιαστικό για να προκαλεί τον φόβο· γι’αυτό, ρίχνει πάνω από τη γυναικεία του αμφίεση με τον μακρύ ποδήρη χιτώνα ένα λιονταροτόμαρο ‒ τονίζεται το γελοίο του πράγματος ‒ αρπάζει κι ένα ρόπαλο και ξεκινάει παριστάνοντας τον Ηρακλή. Μαζί του έχει κι έναν δούλο, τον Ξανθία, που τον ακολουθεί καβάλα σ’ έναν γάιδαρο, φορτωμένος τα πράγματα του αφεντικού του.
Αφού πάρουν οδηγίες για τον δρόμο που οδηγεί στον κάτω κόσμο από τον Ηρακλή που ήξερε τα κατατόπια, καθώς είχε κατεβεί στον ΄Αδη για να κλέψει τον φύλακά του, τον Κέρβερο, φθάνουν στην Αχερουσία λίμνη συνοδευόμενοι από το κόασμα των βατράχων. Ο περαματάρης Χάρων περνά τον Διόνυσο στην απέναντι όχθη, όπου ξαναβρίσκεται με τον Ξανθία που αναγκάστηκε από τον Χάρωνα να κάνει τον γύρο της λίμνης. Παντού βούρκος και μαύρο σκοτάδι, φοβερά θεριά και φαντάσματα. Τέτοια του λέει ο Ξανθίας και ο θεός τρέμει από τον φόβο του. Τελικά φθάνουν στα ανάκτορα του Πλούτωνα, και ο Διόνυσος χτυπάει την πόρτα. Τους ανοίγει ο Αιακός, ο οποίος παίρνει τον μεταμφιεσμένο Διόνυσο για τον Ηρακλή, τον κλέφτη του Κέρβερου, και αγανακτισμένος τον περιλούζει με βρισιές και τέτοιες άγριες φοβέρες που προξενούν … αλλά καλύτερα διαβάστε το απρόβλεπτο επακόλουθο στο ξεκαρδιστικό απόσπασμα που παραθέτουμε.
2) Για τον Αιακό, τον δικαστή στον ΄Αδη, βλ. κείμενό μας με θέμα το επιτύμβιο επίγραμμα της Ανύτης (15/8/2020). Εδώ, για τις ανάγκες της κωμωδίας, ο Αριστοφάνης τον παρουσιάζει ως θυρωρό στα παλάτια του κάτω κόσμου.
3)Η Στυξ (=η βδελυσσόμενη): φοβερός ποταμός, που τα ύδατά του εισχωρούσαν στα έγκατα της γης και πότιζαν το βασίλειο του ΄Αδη. Ποταμός του θανάτου, γιατί κανένας άνθρωπος ή ζώο δεν μπορούσε να πιει το νερό του χωρίς να πεθάνει. Στο όνομά του ορκίζονταν οι θεοί, και σύμφωνα με τον Ησίοδο κυλούσε από έναν πανύψηλο κατακόρυφο βράχο.
4)Αχέρων (= ποταμός των στεναγμών): ο κυριότερος ποταμός του κάτω κόσμου. Κατερχόταν από τα όρη της Θεσπρωτίας και προτού εκβάλει στη θάλασσα σχημάτιζε την Αχερουσία λίμνη.
5) Κωκυτός(=ποταμός των θρήνων): άλλος ένας ποταμός υποχθόνιος. ΄Όπως βλέπουμε, τα ονόματα των ποταμών συμβολίζουν τα μαρτύρια που υποφέρουν οι ψυχές στον ΄Αδη.
6)΄Εχιδνα: μυθολογικό τερατόμορφο ον. Από τη μέση και πάνω ήταν γυναίκα, και από τη μέση και κάτω πελώριο και φρικαλέο φίδι. Από τον Τυφώνα γέννησε τα άλλα τέρατα της μυθολογίας: τον Κέρβερο, τη Λερναία ΄Υδρα, τη Χίμαιρα, τη Σφίγγα, τον ΄Ορθρο, τον Λέοντα της Νεμέας.
7)Ταρτησσός: ποταμός στη ΝΔ Ιβηρική χερσόνησο (ο σημερινός Γουαδαλκιβίρ) και πόλη που είχε κτιστεί στις όχθες του. Ο Στράβων, περιγράφοντας την ευρύτερη περιοχή της Ισπανίας στην οποία ανήκει και η Ταρτησσός, αναφέρει ότι σ’ αυτά τα μέρη πολλά ψάρια, ανάμεσά τους και οι σμέρνες, έφθαναν σε τεράστιο μέγεθος, γίνονταν «ολόκληρα θηρία». Μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις, οι φήμες έκαναν λόγο για σμέρνες και μουγγριά πάνω από 35 κιλά.
8)Οι Γοργόνες ήταν τρεις τερατόμορφες αδελφές, η Σθεννώ, η Ευρυάλη και η Γοργώ ή Μέδουσα. Στο κεφάλι τους ελίσσονταν φίδια, είχαν δόντια σαν χαυλιόδοντες κάπρου, χέρια χάλκινα και χρυσές φτερούγες. Ο θρύλος παραδίδει ότι κατοικούσαν στις εσχατιές της Δύσης.
9)Στην Αττική υπήρχε ένας δήμος με την ονομασία Τείθρας (τοποθετείται ΝΑ της Πεντέλης, κάπου στην περιοχή του σημερινού Πικερμίου). Φαίνεται ότι ο Αριστοφάνης χαριτολογώντας αναφέρεται στους κατοίκους αυτού του δήμου, τους Τειθράσιους, που ήταν άνθρωποι άγριοι και κακότροποι.
10)Τυπική φράση που την έλεγαν πάνω από τον βωμό, αμέσως μετά τη θυσία, καλώντας τη θεότητα να δεχτεί την προσφορά. Αυτή τη στιγμή διακωμωδεί ο Διόνυσος.
11)Την κοιλίαν οι αρχαίοι ενίοτε τη διέκριναν σε κάτω κοιλίαν και ἄνω κοιλίαν = το στομάχι.