- Και δεν έχει συμπληρωθεί ακόμη το πρώτο του δίμηνο. Ο πόλεμος, όμως, μπαίνει στον τέταρτο χρόνο του. Ο Στέφαν Τσβάιχ, ο ανθρωπιστής, ο ειρηνιστής, ο Εβραιοαυστριακός συγγραφέας, εξαιρετικά επιτυχημένος, διάσημος, πλούσιος, βρίσκεται νεκρός σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στην Πετρόπολη της Βραζιλίας. Δίπλα του, η πάνω από δύο δεκαετίες νεότερη, δεύτερη σύζυγός του Λότε (που έπασχε από ανίατη νόσο). Δεν πρόκειται για ρομαντική αυτοκτονία σαν αυτή του Κλάιστ και της φίλης του για τον οποίο είχε γράψει ο αυτόχειρας συγγραφέας. Στο αποχαιρετιστήριο σημείωμα προσπαθεί να εξηγήσει:
«… κρίνω προτιμότερο να δώσω τέλος, εγκαίρως, και με το κεφάλι ψηλά, σε μία ζωή για την οποία η πνευματική εργασία αντιπροσώπευε πάντα την αγνότερη χαρά και την ατομική ελευθερία, το ύψιστο αγαθό σ’ αυτή τη γη. Χαιρετώ όλους τους φίλους μου! Εύχομαι να δουν και πάλι τον ήλιο να ανατέλλει μετά τη μεγάλη νύχτα! Εγώ, που ήμουν πάντα ανυπόμονος, προπορεύομαι».
Όλοι σχεδόν οι ομότεχνοί του είναι εμιγκρέδες όπως αυτός. Και αρκετοί από αυτούς που διαθέτουν πολύ λιγότερα υλικά, τουλάχιστον, μέσα από όσα διέθετε ο αυτόχειρας, επικρίνουν την πράξη του, η οποία αποκτούσε προεκτάσεις αρνητικές για το ηθικό όσων άφηνε πίσω του και σημείωνε μια ήττα των αντιπάλων του Χίτλερ, όχι στο πεδίο της μάχης, αλλά σ’ αυτό της απόγνωσης και της απελπισίας που είχε καταλάβει τους εξόριστους. Ο Τόμας Μαν, μάλιστα, προχώρησε ακόμη περισσότερο μιλώντας δημόσια για την πράξη αυτή, την οποία χαρακτήρισε πράξη δειλίας. Ωστόσο δέκα χρόνια αργότερα, ο ίδιος ανασκεύασε, γράφοντας πως αυτός ο άνθρωπος έδωσε τη μισή του ζωή μεταφράζοντας, προπαγανδίζοντας, βοηθώντας, υπηρετώντας… και με τα υψηλά εισοδήματα που διέθετε στήριξε πολλούς. Πρώτο και καλύτερο τον Γιόζεφ Ροτ, τον σπουδαίο συμπατριώτη του πεζογράφο, που για να μην τον προσβάλει, του έδινε χρήματα κάτω από το τραπέζι έχοντας μάλιστα αποδυθεί σε αγώνα σωτηρίας του από το αλκοόλ.
Το 1935 έγραφε στον Ρίχαρντ Στράους: «Ένας μόνο άνθρωπος δεν μπορεί να μάχεται κατά της βούλησης ή της τρέλας ενός κόσμου, χρειάζεται ήδη αρκετή δύναμη για να κρατηθεί κανείς σταθερός και όρθιος και να υπερασπίζεται τον εαυτό του από κάθε πίκρα και κάθε απροκάλυπτο μίσος. Αυτό έγινε ήδη σήμερα ένα είδος πολύ δυσκολότερου κατορθώματος από το να γράφει κανείς βιβλία».
Σ’ αυτό το τελευταίο τα κατάφερε πάρα πολύ καλά. Λίγο μετά την αυτοκτονία του εγκρίθηκε η έκδοση ενός δοκιμίου που τον απασχόλησε πολύ καιρό για τον Έρασμο. Λίγο πριν απ’ αυτήν έγραψε την αυτοβιογραφία του με τον εύγλωττο τίτλο «Ο κόσμος του Χθες», στην οποία αναφερόταν στην Βιέννη της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων που είχε τεράστια οικονομική ευμάρεια και πολιτιστική άνθηση. Αλλά μετά την κατάρρευσή της πέρασε στην παρακμή. Αυτός ήταν ο κόσμος τον οποίο έπρεπε ο Τσβάιχ να αποχαιρετήσει και αυτός που ακολούθησε ήταν ένας κόσμος ζοφερός και δυσώδης, τον οποίο δεν μπορούσε να υπομείνει.
Ο Τσβάιχ έγραψε πολλά και καλά βιβλία, βιογραφίες, δοκίμια, λιμπρέτα, μυθιστορήματα, (μεταξύ αυτών τον πολύ επιτυχημένο «Επικίνδυνο Οίκτο», στον οποίο ένας αξιωματικός περιβάλλει αρχικά μια ανάπηρη κοπέλα με το ενδιαφέρον του, αλλά δεν της προσφέρει παρά ένα τρύπιο δίχτυ προστασίας). Κυρίως όμως νουβέλες και διηγήματα. Πολλά εξ αυτών διάσημα και πολυδιαβασμένα. Ο ίδιος έκρινε αυστηρά τον εαυτό του, αμφέβαλλε πάντα για την αξία του έργου του, βασανιζόταν από την απαισιοδοξία του ότι το έργο του δεν θα επιβίωνε πέρα από την διάρκεια της ζωής του. Πράγμα το οποίο δε συνέβη ποτέ. Θαύμαζε και υπερασπιζόταν τους ομότεχνούς του. Άρχισε να δημοσιεύει από τα είκοσι χωρίς διακοπή. Στα νεανικά του χρόνια, περισσότερο, αντιμετώπισε την επιφυλακτικότητα ή και την απαρέσκεια συγγραφέων όπως ο Χέρμαν ΄Εσσε, ο οποίος τον κατηγορούσε για την επιτήδευση του ύφους του, ενώ ο Ούγκο φον Χόμφμανσταλ τον θεωρούσε υποπροϊόν φθηνής λογοτεχνίας. Ο Σνίτσλερ, αρκετά χρόνια πρεσβύτερός του, ήδη καθιερωμένος συγγραφέας, φίλος και αυτός του Φρόυντ και θιασώτης της ψυχανάλυσης όπως ο Τσβάιχ, τον αντιμετώπιζε αφ’ υψηλού. Σ’ ένα του όνειρο ταξίδευαν, λέει, με τον Τσβάιχ μέσα σε ανοιχτή άμαξα για την Σιβηρία όπου ήταν καταδικασμένος σε έξι μήνες εξορία, αλλά φοβόταν πως ο Τσβάιχ θα τον αφήσει να σαπίσει εκεί για πάντα. Αργότερα, τον αποκαλούσε
«ο αγαπημένος μου Στέφαν Τσβάιχ».
Σε μία ημερολογιακή εγγραφή του όμως σημείωσε «Στέφαν Τσβάιχ. «Σύγχυση Αισθημάτων». Πολύ ταλέντο, καλός ρυθμός και όμως δεν είναι δημιουργία, είναι τεχνητό».
Ο Φρόυντ αλληλογραφούσε μαζί του για τριάντα χρόνια ξεκινώντας απ’ το 1908, ομολογώντας την ευαρέσκειά του για το έργο του και, μόνο όταν ο Τσβάιχ έγραψε γι’ αυτόν συνδέοντάς τον με τον υπνωτιστή Μέσμερ, δυσαρεστήθηκε μαζί του. Ο θάνατος του Φρόυντ το 1939, που ήταν μάλλον αυτοκτονία, αποτέλεσε προανάκρουσμα της αυτοκτονίας του Τσβάιχ.
Ο Καρλ Κράους, διάσημος καθοδηγητής πολλών συγγραφέων, σκιαγράφησε έτσι το πορτρέτο του: « Αυτός ο κομψός νεαρός με το λεπτό και νευρώδες πρόσωπο, που δεν γνωρίζουμε εάν πρόκειται για ποιητή ή για τραπεζικό υπάλληλο, αυτό το δυναμικό και ικανό ταμπεραμέντο, που δεν διακόπτεται ποτέ από μια ευγένεια που προέρχεται από το ότι είναι καλομαθημένος γιος αστού, που ξεχειλίζει από καλλιτεχνικές, πολιτικές, επιστημονικές και βιομηχανικές ιδέες…».
Επίσης μία κυρία που τον είχε φιλοξενήσει στο λογοτεχνικό σαλόνι που διατηρούσε στη Βιέννη και τον γνώριζε από το 1915 ακόμη, διηγείτο πως «όταν είσαι απέναντί του, είναι σαν να κάθεσαι μπροστά σε μια κλειστή πόρτα που την είχε περιφράξει γύρω γύρω με συρματόπλεγμα, έτσι ώστε κανείς να μην την πλησιάζει. Μια άρρωστη συστολή, που φθάνει τα όρια της νευρασθένειας».
Μεγάλος θαυμαστής, λάτρης θα λέγαμε των έργων του, ήταν ο Μουσολίνι, αλλά ο Τσβάιχ αρνήθηκε να τον συναντήσει. Και μέχρι που αναγκάσθηκε να αυτοεξορισθεί, δεν είχε καταδικάσει τον Ναζισμό, γιατί δεν είχε καταλάβει μάλλον πόσο καταστροφικός θα γινόταν, πράγμα που του καταμαρτυρούσε ο Γιόζεφ Ροτ.
Ωστόσο σε ανύποπτο χρόνο γράφει σε κάποιο του διήγημα: «Η Φυγή! Πρέπει να τραπούμε σε φυγή. Είναι η μόνη λύση που όλοι γνωρίζουν, το όπλο του αδύναμου ενάντια στον δυνατό, παλιά όπως ό κόσμος, επονείδιστη και παρόλα αυτά αναντικατάστατη. Κανείς δεν διανοείται να αντισταθεί. Ένας Εβραίος να πολεμήσει ή να αμυνθεί; Στα μάτια τους κάτι τέτοιο φαντάζει γελοίο και ασύλληπτο». Ελεεινολογεί την πολυσυζητημένη παθητικότητα της φυλής του απέναντι στην γερμανική θηριωδία της «Τελικής Λύσης».
Ο Τσβάιχ είχε μιά ολοφάνερη αδυναμία να έρθει σε επαφή με τους ανθρώπους που συναντούσε εδώ και εκεί και βρισκόταν πολύ κοντά στον τίτλο ενός διηγήματός του που το είχε επιγράψει «Σύγχυση Αισθημάτων», ωστόσο είχε εντυπωσιάσει, μεταξύ πολλών άλλων φυσικά, τον Ρομαίν Ρολάν, με τον οποίο επίσης είχε μία μακρόχρονη αλληλογραφία. Σ’ αυτόν ήταν που είχε γράψει το 1925, «έχω έναν ολόκληρο κόσμο να χτίσω και άραγε η κακομοίρα η ζωή μου θα αρκέσει γι’ αυτή την τεράστια προσπάθεια; Έχω υπομονή – ακόμα! – και ζήλο». Ωστόσο αυτή η επιμονή, όπως είδαμε, τον εγκατέλειψε αργότερα. Ο Ρομαίν Ρολάν, έγραψε γι’ αυτόν: «η πρώτη εντύπωση της φυσιογνωμίας του, με την επιβλητική μύτη και την σημιτική φινέτσα, την λίγο βαριά και μονότονη ομιλία του (στα γαλλικά ) δεν τον έκαναν και πολύ ελκυστικό. Αλλά όσο μιλούσε κανείς μαζί του, αναγνώριζε την ευθύτητα και την μεγαλειότητα της φύσης του». Ο Τσβάιχ, ο οποίος ηλικιακά τουλάχιστον θα έπρεπε να ανήκει στην αβάν γκαρντ σαν τον Ρόμπερτ Βάλζερ, τον Ρόμπερτ Μούζιλ ή τον Άλφρεντ Ντέμπλιν, εντασσόταν στην προηγούμενη γενιά, αυτή του Σνίτσλερ. Παίρνοντας αφορμή από την επιτυχία που είχε με τα διηγήματα και τις νουβέλες του ο Τσβάιχ σε ένα γυναικείο κοινό (στις «Είκοσι τέσσερις ώρες από τη ζωή μιας Γυναίκας», μια μεσήλικη προσπαθεί να σώσει από την καταστροφή ένα νεαρό χαρτοπαίκτη), ο Κουρτ Τουχόλσκι, σαρκάζοντας, του γράφει περιγράφοντας τον τύπο της αναγνώστριας του Τσβάιχ: «Όχι πια τρομερά νέα, εντελώς μόνη και με μαύρα μαλλιά, φορούσε κάθε βράδυ και ένα διαφορετικό φόρεμα και καθόταν στο γραφείο της να διαβάσει «καλλιεργημένα» βιβλία. Θέλω να την περιγράψω με δύο λέξεις: «Ανήκε στο κοινό του Στέφαν Τσβάιχ». Τα είπα όλα; Τα είπα όλα». Ο ίδιος ο Τσβάιχ αρκετά νωρίς, το 1925, έγραφε στην πρώτη του σύζυγο με την οποία είχε μία πολύ στενή σχέση: «Δεν ελπίζω πια σε τίποτε – είτε πουλήσω δέκα χιλιάδες ή εκατόν πενήντα χιλιάδες αντίτυπα, τι έγινε; Σημασία θα είχε να ξεκινούσα από το μηδέν, να ανακαλύψω έναν νέο τρόπο ζωής, μια άλλη φιλοδοξία, μια άλλη σχέση με την ύπαρξη – να μετοικήσω, και αυτό όχι μόνο εξωτερικά». Στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του και μέχρι την θλιβερή κατάληξη, ο Τσβάιχ ήταν ανήσυχος, ανικανοποίητος, μελαγχολικός και έρρεπε στην κατάθλιψη. Όμως δεν έπαψε ποτέ να συνθέτει πορτρέτα ιστορικών προσωπικοτήτων, συγγραφέων ή φιλοσόφων (Ντοστογιέφσκι, Νίτσε, Μαρία Στιούαρτ, Μαρία Αντουανέττα) κ.α., καθώς και τα περίφημα διηγήματά του, (τα αριστουργηματικά «Αμόκ» και «Σκακιστική Νουβέλα», τα οποία έχουν απόσταση μεταξύ τους είκοσι χρόνων, στην διάρκεια των οποίων έγραψε μεγάλο αριθμό από νουβέλες και διηγήματα.) Προσπάθησαν να αμφισβητήσουν την σπουδαιότητα του έργου του, επειδή είχε ένα ευρύ και φανατικό κοινό, εξαιτίας δηλαδή της επιτυχίας. Αλλά αυτό φαίνεται πια πως είναι μια μικρόψυχη κριτική. Η εμπορική επιτυχία στην περίπτωσή του συνοδεύεται από τα οράματα, τις αξίες και τα ιδανικά με τα οποία εμπότισε τα έργα του. Ίσως μόνο, θα πρέπει να παραμερίσει κανείς σε ορισμένα τουλάχιστον απ’ αυτά κάποιο στόμφο και κάποιους παλιομοδίτικους τόνους.
Σήμερα η ιστορία της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας έχει τοποθετήσει σε πολύ ευνοϊκή θέση το έργο του Τσβάιχ, ο οποίος έλεγε πως «ένας καλλιτέχνης δεν περιγράφει τις περισσότερες φορές παρά αυτό που αμέλησε να ζήσει». Αυτό ακριβώς που έκανε και ο ίδιος, και οι καιροί τον δικαίωσαν.