Πού πήγαν οι άνθρωποι;
Θάλασσα
Έκλαιγε η Θάλασσα, μα ήταν γλυκά τα δάκρυά της.
Ποιος θα τολμήσει ποτέ να με αποξηράνει; Τα δάκρυά σας με νόθευσαν. Το γέλιο σας έγινε άνεμος, με σκόρπισε στα πέρατα της Γης.
Έμεινε μήπως κάποιος να με κάνει και πάλι σύννεφο, να με στείλει σε άλλο, πιο ξηρό πλανήτη; Να ξαναγίνω χρήσιμη. Να τρέφω. Να εμπνέω.
Υπάρχει ακόμη άνθρωπος που όταν κολυμπά με αγκαλιάζει; Που όταν ταξιδεύει με καράβι κοιμάται ήρεμος στη μήτρα μου;
Έμεινα μόνη, θάλασσα χωρίς ουρανό. Μελένια και στυφή.
Μείνατε κι εσείς μόνοι, με τα δάκρυά σας, χωρίς τη νοστιμιά που δίνει στην τροφή σας το δικό μου αλάτι.
Φοίνικας
Σηκώθηκε με μιας το Δένδρο. Αντιστάθηκε κι αυτό.
Ποιος θα τολμήσει ποτέ να με κοιτάξει με τα δικά μου μάτια; Τόσο συχνά ξαναγεννιούνται. Αλλάζουν όψη και πατρίδα.
Δεν είσαι κύριός μου, Άνθρωπε. Γεννήθηκα πριν από σένα. Ξαναγεννήθηκα χάρη σε σένα, για σένα. Σ’ έθρεψα. Σε προκάλεσα στην αμαρτία. Εσύ υπέκυψες. Και τότε κατέκτησες τη γη.
Ένα μεγάλο μερίδιο είναι δικό μου. Το χώμα και ο αέρας της είναι δικά μου.
Εσύ ακολουθείς το πεπρωμένο σου.
Άνθρωπος
Ξύπνησε ο Άνθρωπος, μόνος, αντίκρισε τη Θάλασσα, το Δένδρο, και τόλμησε να ρωτήσει, μετά από μια μακρόχρονη θέαση, μια πολύβουη σιωπή:
Πού πήγαν οι άνθρωποι;