Στη Μαρία
Αν ήσουν φοιτητής της Φιλοσοφικής , δεν υπήρχε περίπτωση να μην την συναντούσες. Περιφερόταν στους διαδρόμους σέρνοντας το ένα της πόδι, κουτσαίνοντας. Από την πρώτη ματιά διαπίστωνες την κατάστασή της. Η δυσοσμία που ανέδυε, το παρουσιαστικό της. Φορούσε μαύρα γυαλιά ηλίου, ραγισμένα. Πότε γυρνούσε ξυπόλητη, πότε με παπούτσια παράταιρα. Τα ρούχα της ήταν παλιά, φθαρμένα. Φορούσε παντελόνι και από πάνω μπλούζα μακριά και φουστάνι. Ακόμη και τους κρύους μήνες το πανωφόρι της ήταν μια ζακέτα. Τα μαλλιά της κοντά, αχτένιστα και λαδωμένα σε καφέ αποχρώσεις. Φαινόταν γύρω στα πενήντα. Μπορεί να ήταν και νεότερη. Οι κακουχίες που πιθανόν θα ‘χε περάσει στη ζωή της μαρτυρούσαν άλλα. Σύχναζε στις βιβλιοθήκες, ειδικά σ’ αυτήν του τμήματος της ψυχολογίας. Αμάν και πώς έκαναν οι βιβλιοθηκάριοι να την διώξουν. Τότε θύμωνε και γινόταν επιθετική. Μεσολαβούσε η ασφάλεια του κτιρίου και τότε την απομάκρυναν από το χώρο μέχρι την επόμενη φορά. Την έβλεπα να περιφέρεται στους διαδρόμους της σχολής, να περπατά σ’ όλον τον όροφο και να σταματά μόνο για να καθρεφτιστεί στα μεγάλα ορθογώνια παράθυρα που είχαν θέα στον φωταγωγό του κτιρίου. Μετρούσε τα βήματά της πάνω στους καφέ ξύλινους διαδρόμους σαν τη μετρική των αρχαίων κειμένων. Απήγγειλε στίχους από ποιητές σύγχρονους και κλασικούς. Είχε τη συνήθεια να διαβάζει δυνατά. Έπαιρνε ένα βιβλίο, καθόταν στο φουαγιέ της σχολής και διάβαζε. Αν την διέκοπτες, γινόταν θηρίο. Το επαναλάμβανε ανελλιπώς, σαν τελετουργία. Από αυτήν έμαθα πολλούς στίχους. Στεκόμουν μακριά της και την άκουγα. Κάτι την συνέδεε με το πανεπιστήμιο. Δεν ήταν μόνο καταφύγιο για να ζεσταθεί τις κρύες μέρες του χειμώνα, όχι. Το βιβλίο δεν έλειπε ποτέ από τα χέρια της. Δεν ξέρω πού τα έβρισκε, μια και οι πόρτες της βιβλιοθήκης ήταν κλειστές για εκείνην. Μια μέρα, δεν την βρήκα μόνη, όπως πάντοτε. Ένας κύκλος φοιτητών βρισκόταν γύρω της. Δεν την χλεύαζαν, όχι. Καθόταν και συζητούσαν ήρεμα. Μπήκα στον πειρασμό να την γνωρίσω καλύτερα. Τι μπορεί να έλεγαν; Πώς επικοινωνούσαν; Στάθηκα κοντά προσποιούμενη πως διάβαζα τις ανακοινώσεις που ήταν καρφιτσωμένες στον φελοπίνακα. Το αυτί μου έπιασε :
-
Και τι νομίζεις πως θα καταφέρεις στο τέλος αγαπητέ μου; Σπουδάζεις, ζεις σε μια δημοκρατική χώρα και η ελευθερία είναι ένα τεράστιο μηδέν!
-
Δεν είναι έτσι! Όλα κατακτώνται με αγώνα. Αυτό μας δίδαξαν οι πρόγονοί μας με τους αγώνες που έδωσαν. Αυτό θα κάνουμε και εμείς για τις επόμενες γενιές και αλίμονο αν δεν υπήρχε η τριτοβάθμια εκπαίδευση. Το πανεπιστήμιο είναι χώρος παιδείας και εξέλιξης!
-
Όσο γι’ αυτό… με τι παιδεία δεν πατάς στις διαλέξεις και περνάς με σκονάκι τα μαθήματα; Με τι παιδεία παρατάς όπου να’ ναι τον καφέ σου; Σκουπίδια παντού…Μία βδομάδα είχαν απεργία οι καθαρίστριες και ο χώρος κατάντησε σαν μαντρί! Ναι… ναι ξέρω, εσείς δεν τα κάνετε αυτά…
-
Δε μπορώ να βάλω μυαλό σ’ αυτούς που δεν έχουν…
-
Αμ το άλλο; Δε μ’ αφήνουν να διαβάζω στις βιβλιοθήκες γιατί λέει δεν είμαι φοιτήτρια. Χώρος παιδείας είναι αυτός;
-
Η γνώση θα έπρεπε να είναι ελεύθερη για όλους.
-
Είδες λοιπόν που έρχεσαι στα λόγια μου; Πηγαίνετε σκάτε ένα σωρό λεφτά, παπαγαλίζετε για να μπείτε σε μια σχολή από την οποία βγαίνετε πιο αμόρφωτοι και αυτό μπορώ να στο αποδείξω.
-
Α ναι; Πώς; Θα μετρήσετε το δείκτη νοημοσύνης του καθένα; Δε μπορείτε να βγάζετε αυθαίρετα συμπεράσματα και να γενικεύετε καταστάσεις. Αυτό είναι το μόνο εύκολο, σε τι συμπεράσματα όμως μάς οδηγεί;
-
Δε μου λέτε… πόσοι από εσάς ξέρουν τι θα πει η επιγραφή που κοσμεί την είσοδο της Φιλοσοφικής; Κανείς; Το περίμενα… τζάμπα έρχεστε.
-
Ωραία λοιπόν δεν ξέρουμε να μεταφράσουμε ένα ρητό και τι μ’ αυτό; Μαθαίνουμε τόσα άλλα…
-
Να θυσιάζεις στις μούσες και τις χάριτες αγαπητέ μου.
-
Και τώρα που το μάθαμε δηλαδή, τι; Θα λύσω τα προβλήματα της ζωής μου, ή αυτή η γνώση θα με βοηθήσει στην επαφή μου με την κοινωνία; Άλλωστε θυσιάζω τόσα πράγματα καθημερινά… οι μούσες και οι χάριτες μου έλειπαν….
-
Τι πιστεύεις ότι σημαίνει αυτό; Δες πίσω από τις λέξεις και θα καταλάβεις. Να είσαι εγκρατής, όπως δίδασκε ο μεγάλος φιλόσοφος. Να αποφεύγεις τα άκρα. Να μελετάς, όχι απλά να διαβάζεις. Να διεισδύεις στη γνώση και να το κάνεις για σένα, μόνο για σένα. Να πλαστείς, να σμιλευτείς από αυτό, να ακονίσεις τις γωνίες σου, να πάρεις σχήμα σωστό για να μπορέσεις να εκπέμψεις αυτό που λέμε ομορφιά, πραγματική ομορφιά. Με καταλαβαίνεις;
-
Ναι συνέχισε…
-
Να στοχεύεις σ’ αυτήν την ομορφιά και όχι στην εξωτερική εμφάνιση, πράγμα εφήμερο και περιστασιακό. Δες πώς έχω καταντήσει… κάποτε ήμουν και εγώ σαν εσένα, σαν τους φίλους σου, σαν τις φίλες σου. Όλο νιάτα και υγεία. Ακόμη και τώρα όμως έρχομαι εδώ για να μάθω και όχι απλά για να περάσω την ώρα μου. Ακόμη και τώρα νιώθω πως οι γνώσεις μου είναι ανεπαρκείς. Έχω μέσα μου μια φλόγα που με καίει. Και όπως λένε και οι ψυχολόγοι, βρες τι σε κάνει ευτυχισμένο, βρες τι σε παθιάζει και ανάδειξέ το!
Μα δεν γίνεται… πώς μιλάει λογικά; Τότε γιατί είναι έτσι; Τι της συμβαίνει; Δε μπορούσα να ξεκολλήσω. Αποφάσισα να μην φύγω, να δω τι άλλο έχει να πει.
-
Τι σ’ αρέσει να μαθαίνεις; Την ρώτησε ένας από την παρέα.
-
Ω μα για τα πάντα, αρκεί να βρίσκεται στο πεδίο των ανθρωπιστικών επιστημών. Αδυναμία μου είναι η αρχαία ελληνική φιλοσοφία και ιστορική γλωσσολογία. Ξέρετε, πέρασα και εγώ από αυτά τα έδρανα. Πρόλαβα , σπούδασα. Άλλο που…
-
Που;
-
Τι τα θες τώρα αυτά; Έχεις κάποιο βιβλιαράκι να μου δανείσεις να το πάρω μαζί μου; Αυτές οι σιχαμένες εκεί μέσα ούτε που μου δίνουν, είπε δείχνοντας προς το μέρος της βιβλιοθήκης.
-
Να , έλα πάρε. Πολιτική φιλοσοφία. Θα μου το επιστρέψεις όμως, ναι;
-
Καλά, παιδιά ήμαστε; Να ‘σαι καλά βρε… αν δεν είχα και τα βιβλία δεν ξέρω τι θα είχα γίνει, θα είχα τρελαθεί. Βουτάω μέσα σ’ αυτά και ξεχνώ να βγω. Το παθαίνετε και εσείς αυτό;
-
Λοιπόν, πρέπει να φύγουμε.
-
Καθίστε λίγο βρε, καλά δεν τα λέμε;
-
Έχουμε συνέλευση. Λοιπόν, γεια.
Το τσούρμο των φοιτητών την άφησε πάλι μόνη. Κάθισε και ξεφύλλισε το βιβλίο μέχρι που το βαρέθηκε. Άρχισε να κατεβαίνει σιγά σιγά τα σκαλιά μέχρι που βγήκε από τη σχολή. Την ακολούθησα. Ήθελα να την πλησιάσω, να τη ρωτήσω πώς μπορώ να βοηθήσω, τι ακριβώς χρειάζεται. Δεν είχε χαθεί ολότελα. Χρειαζόταν απλά συμπαράσταση και φροντίδα, τόσο απλά. Θα μπορούσα ίσως και να της έδινα κάποιο από τα βιβλία μου ή να συζητήσω και εγώ μαζί της, όπως οι προηγούμενοι. Κατευθύνθηκε στο απέναντι παρκάκι. Πλησίασε τους αστέγους που είχαν βρει καταφύγιο στα παγκάκια.
-
Βρήκες τίποτα καλό; Την ρώτησε ένας ασπρομάλλης που προσπαθούσε να ανάψει φωτιά σ’ ένα παλιό βαρέλι.
-
Μπα… του απάντησε λακωνικά. Να πάρε αυτό μπας και καταφέρεις τίποτα, του είπε δίνοντάς του το βιβλίο. Νυχτώνει και εσύ ακόμη να ανάψεις φωτιά. Πώς θα ζεσταθούμε;
Πάγωσα αντικρίζοντας το θέαμα. Γι’ αυτό λοιπόν ζητά απεγνωσμένα βιβλία; για να τα καίει προκειμένου να ζεσταθεί; Θύμωσα, ένιωσα προδομένη. Έσφιξα ασυναίσθητα τα βιβλία που κρατούσα στην αγκαλιά μου και απομακρύνθηκα. Μα τι στο καλό είχε συμβεί; Είχε επίγνωση του τι έκανε; Προς τι όλη αυτή η συζήτηση με τους φοιτητές; Ήταν μορφωμένη, πώς μπορούσε να καίει βιβλία; Ξέχασε πως αυτά της πρόσφεραν παιδεία; Πως από αυτά είχε μάθει όσα γνώριζε για τη ζωή; Μπορεί και όχι. Από την άλλη πώς θα ζεσταινόταν; Ίσως έτσι έβαζε στην πυρά το παρελθόν της. Από τότε έκανα καιρό να την δω ξανά. Ύστερα από χρόνια, θα την συναντούσα σε άλλο μέρος, κάτω από περίεργες συνθήκες. Οι εργάτες του δήμου έκαναν εκκαθάριση στο πάρκο. Έδιωξαν τους αστέγους, πέταξαν στρώματα και χαρτόνια, γκρέμισαν κάτι πρόχειρα παραπήγματα, έκοψαν τα χόρτα και φύτεψαν πανσέδες. Το έδειξαν και οι ειδήσεις, το τοπικό κανάλι. «Καλλωπισμός του πάρκου έναντι της ιστορικής Φιλοσοφικής σχολής. Απομάκρυνση των σκουπιδιών που ήταν εστία μόλυνσης για την ευρύτερη περιοχή ». Είχαν έρθει να πάρουν πλάνα από το πανεπιστήμιο. Ρωτούσαν και τους φοιτητές πώς ένιωθαν τώρα που έχουν ένα περισσότερο λειτουργικό πάρκο, αξιοθέατο, ακριβώς απέναντί τους. Ήθελα να φωνάξω την αλήθεια. Πως απέναντι ήταν το «σπίτι» τόσων αστέγων. Πως άδικα και καταχρηστικά τους έδιωξαν μια μέρα. Πως η πολιτεία δεν μερίμνησε να τους μεταφέρει σ’ έναν άλλο χώρο, πιο ασφαλή, πιο αξιοπρεπή. Πως δεν πείραζαν κανέναν και πως δεν τους άξιζε αυτή η συμπεριφορά. Πως οι φοιτητές και οι πανεπιστημιακοί έπρεπε να το ξέρουν καλύτερα από τον καθένα. Τι παιδεία μας προσέφεραν, ποια παίρναμε; Πανεπιστήμιο, κοιτίδα πολιτισμού και κουραφέξαλα. Έτρεξα κοντά στη δημοσιογράφο καθώς εκείνη μάζευε κάμερες και μικρόφωνα και ήταν έτοιμη να αποχωρήσει.
-
Για το παρκάκι απέναντι κάνετε ρεπορτάζ; Την ρώτησα.
-
Ναι. τελειώσαμε, μόλις.
-
Θέλετε την αλήθεια;
-
Παρακαλώ; Τι εννοείς;
-
Την αλήθεια. Τι έγινε απέναντι. Τι γίνεται εδώ.
-
Έχεις να μας πεις κάτι παραπάνω;
-
Ναι. Θα μ’ ακούσετε;
-
Ας σε ακούσουμε. Λοιπόν;
-
Σημειώνετε;
-
Μάλιστα.
-
Μούσαις Χάρισι Θύε…