Ίσως θα είχαμε έναν άλλο ποιητή, αν ο Κώστας Ουράνης, ο ποιητής των Νοσταλγιών και συγγραφέας των Αποχρώσεων, χρησιμοποιούσε στην ποίησή του τις σκέψεις του ή τις απαντήσεις που έδινε σε ερωτήσεις σχετικά με την κοινωνική ή πολιτική ζωή της εποχής του στις διάφορες συνεντεύξεις που του έπαιρναν. Όχι, δεν κάνω λάθος για τις συνεντεύξεις. Στη δεκαετία του 1920 ο Κώστας Ουράνης ήταν στα γράμματά μας ο δημοφιλέστερος Έλληνας ποιητής, ή, για να είμαι πιο συγκεκριμένος, ο πιο γυναικοφίλητος. Μας το βεβαιώνουν ομότεχνοί του που όχι μόνο έζησαν εκείνη την εποχή, αλλά και τον γνώριζαν αρκετά καλά, επειδή συνεργάζονταν με την ίδια εφημερίδα. Ο Κωστής Μπαστιάς, για παράδειγμα, επιβεβαιώνει αυτή τη δημοφιλία του στο βιβλίο του Φιλολογικοί περίπατοι: «Ο Κώστας Ουράνης είναι ο ποιητής του ωραίου φίλου. Τα κορίτσια τρελαίνονται πάντοτε για τις Νοσταλγίες του, και μου συνέβη να συναντήσω πολλές φορές ‘’ θανάσιμες’’ θαυμάστριες του ποιητή». Και δεν έχει άδικο, γιατί στα γυμνασιακά μου χρόνια, στη δεκαετία του ’50, πολλές φορές άκουσα κυρίες, σε συζητήσεις με θέμα τον έρωτα, να προφέρουν τον στίχο του από το ποίημα Η Αγάπη, που είχε γίνει τότε παροιμιώδης έκφραση γι’ αυτό το συναίσθημα:
αν είναι νά ‘ρθει, θε να ‘ρθει – αλλιώς θα προσπεράσει !…
*
Και τι μπορεί, αλήθεια, να ενδιαφέρουν, θα ρωτούσε ίσως κάποιος, τον σημερινό αναγνώστη οι κοινωνικές και πολιτικές τοποθετήσεις ενός ποιητή του Μεσοπολέμου, όσο κι αν ήταν ο Ουράνης ένας από τους πιο αντιπροσωπευτικούς ποιητές εκείνης της εποχής; Το ίδιο θα ρωτούσα και εγώ, αν στην περίπτωση του Ουράνη δεν είχαμε κάτι που, απ’ όσο γνωρίζω, πρώτη φορά συμβαίνει στα λογοτεχνικά χρονικά της χώρας μας — το θάψιμο ενός ποιητή. Σωστά διαβάσατε, δεν έκανα λάθος. Το ανακάλυψα στη δεκαετία του 1980, όταν δίδασκα το βιβλίο της Β΄ Λυκείου Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Εκεί υπάρχει ένα κεφάλαιο αφιερωμένο στους ποιητές της δεκαετίας 1920 – 1930. Πλην του Ουράνη, οι άλλοι ποιητές αυτής της περιόδου υπήρχαν στο βιβλίο. Στην αρχή υπέθεσα ότι θα τον ξέχασαν, γιατί στο εισαγωγικό κείμενο που προτάσσουν σ’ αυτό το κεφάλαιο ο Ουράνης αναφέρεται ανάμεσα στους πιο σημαντικούς ποιητές αυτής της εποχής. Πρόσεξα όμως ακόμα κάτι. Στη θέση του Ουράνη είχαν βάλει τον Καββαδία, του οποίου η πρώτη ποιητική συλλογή Μαραμπού δημοσιεύτηκε το 1933. Επομένως, ο Καββαδίας εκείνη την περίοδο δεν είχε ακόμα εμφανιστεί στα γράμματα και δεν έπρεπε να αναφέρεται στη χορεία αυτών των ποιητών, τους οποίους οι συγγραφική ομάδα παρουσίαζε με ένα ποίημα και βιογραφικό σημείωμα. Εξαίρεση έκανε – δικαίως- μόνο για τον Καρυωτάκη, ο οποίος, ως κορυφαίος ποιητής αυτής της δεκαετίας, εκπροσωπείται στο σχολικό βιβλίο με δυο ποιήματα και βιογραφικό. Τις παρατηρήσεις μου αυτές τις δημοσίευσα στη Φιλολογική και ζητούσα από τη συγγραφική ομάδα του σχολικού βιβλίου να δώσει μια απάντηση στο λάθος ή στην εσκεμμένη αδικία που παρατηρείται στο σχολικό εγχειρίδιο. Η συγγραφική ομάδα προτίμησε, αντί για απάντηση, να τηρήσει σιγήν ιχθύος. Αργότερα, σιωπηλά και αθόρυβα, έκαναν κάποιες τροποποιήσεις στο βιβλίο, για να δικαιολογήσουν, όπως συμβαίνει συχνά στον τόπο τούτο, τα αδικαιολόγητα.
Όλα αυτά τα εσπευσμένα κουκουλώματα με έπεισαν ότι δεν έκαναν λάθος, αλλά αποσιώπησαν το έργο του Ουράνη εσκεμμένα. Όσο για την αιτία αυτής της αποσιώπησης, τα πράγματα δείχνουν ότι πρέπει να είναι λόγοι πολιτικοί, αφού ο ποιητής έφυγε από αυτό τον μάταιο κόσμο πριν από 70 περίπου χρόνια. Οι υποψίες μου έγιναν βεβαιότητα, όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο του Μένη Κουμανταρέα Το show είναι των Ελλήνων, το οποίο απαρτίζεται από τρεις νουβέλες που επιγράφονται με τη σειρά που έχουν στο βιβλίο: Μια μέρα απ’ τη ζωή τους, Ο κύριος Μπατερφλάυ και Το show είναι των Ελλήνων, που είναι και τίτλος του βιβλίου. Το θέμα της πρώτης νουβέλας είναι η τελευταία επίσκεψη του Καβάφη στην ελληνική πρωτεύουσα και κυρίως η βραδινή υποδοχή του αλεξανδρινού ποιητή στο σπίτι του ζεύγους Κώστα και Ελένης Ουράνη στην πλατεία Συντάγματος. Σκοπός, βέβαια, του συγγραφέα δεν είναι ν’ αφηγηθεί με τρόπο αληθοφανή αυτή τη βραδινή επίσκεψη, ‘’δεξίωση’’, τη θέλει ο αφηγητής, αλλά να γελοιοποιήσει, με φτηνό πνεύμα και ασυγκράτητη εμπάθεια, το ζεύγος Ουράνη. Φαίνεται ότι η λογοτεχνική αυτή ‘’ανδραγαθία’’ αποτελεί εκτέλεση κομματικής εντολής.
Δεν χρειάζεται μεγάλη προσοχή για να καταλάβεις – άλλωστε δεν είναι και κανένας δύσκολος συγγραφέας – ότι προσπαθεί να τους παρουσιάσει από αγαθιάρηδες μέχρι ηλίθιους και επιπλέον τον Ουράνη ακροδεξιό και χουντικό. Το απόσπασμα που θα παραθέσω από το βιβλίο του δείχνει ότι οι λόγοι για τους οποίους προσπαθούν να εξαφανίσουν του έργο του και το όνομά του είναι καθαρά πολιτικοί. Τον κατηγορεί, χωρείς βέβαια και να το αποδεικνύει, ότι είναι αρεστός στο δικτατορικό καθεστώς. «Αχ, πάντα στραβά τη φοράς (τη γραβάτα), καημένε Κώστα, τον μαλώνει. ‘’Τι θα πουν οι καλεσμένοι μας, ότι δεν σε φροντίζω;’’ Όμως ο ατημέλητος Κώστας είναι εκείνος που δυο μέρες πριν, στις 18 Οκτωβρίου, είχε το θάρρος, με άρθρο του στο Ελεύθερο Βήμα, να διαμαρτυρηθεί για την αδιαφορία που επέδειξε το επίσημο κράτος κατά τη διάρκεια της παραμονής του ποιητή τον οποίο θα δεξιωθούν απόψε. Και αυτό, προσθέτουμε εμείς, παρά τη βράβευσή του από το καθεστώς Παγκάλου πριν από μερικά χρόνια». Αναρωτιέται κανείς ποιον ΄’ποιητικό ύμνο για το δικτατορικό καθεστώς’’ έγραψε ο Ουράνης για να τον βραβεύσουν. Εμείς που διαβάσαμε όλο το ποιητικό του έργο έναν στίχο πολιτικό δεν βρήκαμε. Για ταξίδια, έρωτες και γκρίζους ουρανούς μιλάει. Ας υποθέσουμε όμως ότι η κυρία Παγκάλου διάβασε τις Νοσταλγίες του και συγκινημένη, όπως τόσες και τόσες γυναίκες εκείνη την εποχή, είπε στον σύζυγο να βραβεύσει τον ποιητή, ο οποίος, «αφελής» και «ηλίθιος», όπως τον θέλει στο βιβλίο του ο Κουμανταρέας, αποδέχτηκε τη βράβευση. Άνθρωποι είναι και οι ποιητές και κάνουν λάθη, όπως για παράδειγμα ο Ρίτσος που έγραφε ύμνους για τον Στάλιν ή ο Σεφέρης που υπηρετώντας ως ανώτερος υπάλληλος στο Υπουργείο Εξωτερικών επί Μεταξά, αποτελούσε ένα από τα πρόσωπα που εμπιστευόταν ο δικτάτορας, ασχέτως αν στα ημερολόγια που έγραφε εκείνη την εποχή δεν επιδοκιμάζει το καθεστώς που υπηρετούσε. Δεν θα περάσω τα σύνορα για να κάνω λόγο για τον Πάουντ ή τον Γέητς, μεγάλα ονόματα στην παγκόσμια ποίηση. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι για ένα λάθος πρέπει να ρίξουμε το έργο τους και το όνομά τους στον Καιάδα της αποσιώπησης και της λήθης. Δεν καταλαβαίνω, όμως, γιατί από όλους αυτούς που ανέφερα πρέπει να θάψουμε μόνο τον Ουράνη, του οποίου η περίπτωση, αφού πρόκειται για ελάσσονα ποιητή, είναι λιγότερο σοβαρή, για ν’ ασχοληθεί κανείς. Τώρα θα μου πείτε ότι δεν μπορεί να γίνει αλλιώς, αφού ο Ουράνης είχε μπει στο στόχαστρο του Κόμματος και της πολιτικής παράταξης του Κουμανταρέα από τη δεκαετία του 1920, τη δεκαετία που ο ποιητής αυτός μεσουρανούσε. Δεκαετίες ολόκληρες βράζει μέσα τους το μίσος και η αντιπάθεια γι’ αυτόν τον ποιητή. Κάποτε πρέπει με το θάψιμο του έργου του και την εξαφάνιση του ονόματός του το Κόμμα και η παράταξη να λάβουν την εκδίκηση που επιθυμούν και να ησυχάσουν.
Επιστρέφω πάλι στο απόσπασμα του βιβλίου που παρέθεσα πιο πάνω.
Παρά την ειρωνική στάση του Κουμανταρέα, ο επαρκής αναγνώστης καταλαβαίνει ότι η διαμαρτυρία του Ουράνη για τον εν ζωή ακόμα Καβάφη, σε εποχή δηλαδή που η Αθήνα νανουριζόταν με στίχους Παλαμά ή ακόμη και με Δροσίνη, δείχνει ότι ο «εξ Αρκαδίας Αθηναίος», όπως αποκαλεί ειρωνικά τον Ουράνη, έβλεπε τότε πολύ πιο μακριά όχι μόνο από τους συγχρόνους του, αλλά και από τον συγγραφέα της πλατείας Βικτωρίας. Σε άλλο σημείο του βιβλίου αυτό που λέω εδώ διατυπώνεται ξεκάθαρα. Λέει ο Ουράνης στον Καβάφη: «Είμαι βέβαιος ότι η ποίησή σας θα βρει θερμούς υποστηρικτάς και έξω απ’ τα δικά μας σύνορα, σε ξένες χώρες». Τη στιγμή που λέγονται αυτά τα λόγια, ούτε και αυτοί οι αλεξανδρινοί φίλοι του ποιητή δεν φαντάζονταν την παγκόσμια αναγνώριση του έργου του, που υπαινίσσονται εδώ τα λόγια του Ουράνη.
Ας αφήσουμε τον Κουμανταρέα και το βιβλίο του, και ας πάμε να δούμε τι απάντηση έδωσε ο ‘’ακροδεξιός’’ και ’’χουντικός’’Ουράνης, όταν, σε συνέντευξη που του πήραν, τον ρώτησαν για τη δημοτική γλώσσα, την οποία, στα χρόνια της σχολικής μου ζωής, το Κόμμα του Κουμανταρέα την θεωρούσε ιδιοκτησία του με τις ευλογίες μάλιστα των καθαρευουσιάνων δεξιών. Λέει λοιπόν ο Ουράνης γι’ αυτό το θέμα: «Πάντα, βλέπετε, υπάρχει άγνοια και πάντα άνθρωποι να την εκμεταλλευτούν. Η Δικτατορία χτύπησε τη δημοτική, για να γίνει ευάρεστη στα καθυστερημένα στοιχεία που πιστεύουν στη συγγένεια δημοτικισμού και κομμουνισμού» (Αποχρώσεις). Στην ίδια σελίδα, λίγο πιο πάνω, λέει για το ίδιο θέμα. «Ο πολύς κόσμος, παραπλανημένος από πατριδοκάπηλους κι επιτήδειους, είχε άλλοτε πιστέψει πως οι δημοτικιστές πληρώνονταν από τη Ρωσία για να του χαλάσουν τη γλώσσα και τη θρησκεία. Σήμερα οι ίδιοι άνθρωποι τον έχουν πείσει πως η Ρωσία πληρώνει τους δημοτικιστές, για να προετοιμάσουν κι εδώ την κοινωνική επανάσταση, πως δημοτικισμός και κομμουνισμός είναι το ίδιο».
Στο ίδιο βιβλίο και εν έτι 1935 λέει για τους δικτάτορες και τον άνθρωπο: «Πώς να εξηγήσω τη δουλική προσκόλληση και αυτοεγκατάλειψη του γερμανικού και του ιταλικού λαού σε δυο ανθρώπου ; Τέτοια γεγονότα σε κάνουν ν’ αμφιβάλλεις, αν η ιδέα της ισότητας των ανθρώπων εκφράζει καμιά πραγματικότητα. Το λάθος, νομίζω, είναι ότι έχουμε μελετήσει τον άνθρωπο, ενώ θα έπρεπε να μελετηθεί η μ ά ζ α.». Δεν νομίζω ότι αυτός ο Ουράνης θυμίζει τίποτα από τον ‘’χουντικό’’ και ‘’αφελή’’ Ουράνη του Κουμανταρέα. Θέλετε να δείτε τι λέει για την ελληνική εκπαίδευση; Θα νομίσετε ότι μιλάει σήμερα: « Το εκπαιδευτικό μας σύστημα θα παραμένει το ίδιο, τα Γυμνάσια θα εξακολουθούν ήσυχα να βγάζουν φουρνιές αγραμμάτων, κι οι αγράμματοι αυτοί θα εξακολουθούν να γίνονται γιατροί, δικηγόροι, ακόμα και άνθρωποι … των γραμμάτων, γιατί στην Ελλάδα τίποτα δεν εμποδίζει τίποτα». Να λοιπόν γιατί στην αρχή αυτού του κειμένου είπα ότι αν χρησιμοποιούσε αυτές τις σκέψεις του για την κοινωνική και πολιτική ζωή της εποχής του στην ποίησή του, θα είχαμε, αν όχι έναν Βάρναλη, σίγουρα έναν άλλο ποιητή από αυτόν που ξέρουμε.
Αν και ο Κουμανταρέας μάς βεβαιώνει ότι σε λόγους πολιτικούς οφείλονται οι προσπάθειες που καταβάλλουν αυτός και η πολιτική του παράταξη, για να εξαφανίσουν τον Ουράνη από το ποιητικό στερέωμα, προσωπικά δεν πιστεύω πως είναι μονάχα λόγοι πολιτικοί. Το εχθρικό κλίμα γύρω απ’ τον Ουράνη δημιουργήθηκε και φούντωσε στη δεκαετία του 1920, στο αποκορύφωμα της ποιητικής του αναγνώρισης και δημοτικότητας. Αυτό που έκαιγε τα σωθικά των αριστερών ομοτέχνων του ήταν η ζ ή λ ι α. Δεν τον αντέχανε άλλο… Πράγματι, αυτός ο Δον Ζουάν ποιητής του Μεσοπολέμου, του οποίου τις Νοσταλγίες διάβαζε, μέρα-νύχτα, όλος ο γυναικόκοσμος, ήταν μορφωμένος , είχε ζήσει τα πρώτα του νιάτα στην Ευρώπη, μιλούσε ξένες γλώσσες σε εποχή που η μισή Ελλάδα ήταν αναλφάβητη, οδηγούσε φορώντας άσπρα γάντια αυτοκίνητο, ήταν ένας από τους πρώτους Έλληνες επιβάτες που ταξίδεψαν με αεροπλάνο και έγραψε τις εντυπώσεις του, και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ήταν και ένα φεγγάρι πρόξενος στην Πορτογαλία. Η πολύφερνη Ελένη, η αρχόντισσα της Αθήνας τότε, τον ερωτεύτηκε και τον αγόρασε με τα λεφτά της. Και ο «εξ Αρκαδίας Αθηναίος», όπως τον αποκαλεί ο Κουμανταρέας, εγκαταστάθηκε, ως άρχοντας, για την υπόλοιπη ζωή του στο μέγαρο Νεγρεπόντη, στην πλατεία Συντάγματος. Τέτοια εύνοια της τύχης σπάνια βρίσκεις σε άνθρωπο. Και ο Κουμανταρέας, που δεν άντεχε άλλο την καλή έκβαση που είχαν τα πράγματα για τον Ουράνη, λέει πικρόχολα σε κάποιο σημείο του βιβλίου του, «Χάρις στην Ελένη και στον ζάπλουτο πατέρα της , που τον στηρίζουν υλικά και ηθικά, μπορεί και στέκεται στα πόδια του.». Η ζήλια είναι ένα συναίσθημα που δεν αντέχεται, και έπεσε σήμα για την πνευματική εξόντωση του ποιητή.