Ο Παράδοξος και η Ευδοξία
Πολυγραφότατη η Ελένη Λαδιά, με σπουδές αρχαιολογίας και θεολογίας, εμφανίστηκε στα γράμματα το 1973 με τη συλλογή διηγημάτων Παραστάσεις κρατήρος και στη συνέχεια εξέδωσε άρθρα για την καβαφική ποίηση, μυθιστορήματα δοκίμια και διηγήματα. Το 1980 η συλλογή διηγημάτων της Χάλκινος ύπνος τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο, ενώ το 2007 η νουβέλα της Η γυναίκα με το πλοίο στο κεφάλι έλαβε το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος. Τώρα εκδόθηκε η νουβέλα της Επί της περιφερείας του κύκλου, τίτλος δανεισμένος από τη φράση του Ηράκλειτου «Ξυνόν γαρ αρχή και πέρας επί κύκλου περιφερείας», που υπάρχει στο έργο του Περί ψυχής.
Αινιγματική, γριφώδης και σιβυλλική, με φιλοσοφικές διαστάσεις, η νουβέλα αρχίζει με την εξομολόγηση της αφηγήτριας «Σε περίμενα αγωνιωδώς μέσα στην θανατερή πανδημία, για να μου δώσεις μία ώθηση να ξεκολλήσω επιτέλους από το κρεβάτι στο οποίο κυλιόμουν νυχθημερόν».
Η αφηγήτρια, προφανώς πρόκειται για την ίδια την συγγραφέα, διεκτραγωδεί τις συνθήκες ζωής στην Ελλάδα από τότε που ενέσκηψε ο κορονοϊός, μιλάει για τις μάσκες, τον εγκλεισμό, τον φόβο και τα παρεπόμενά του. Δεν γνωρίζουμε σε ποιον απευθύνεται, ποιος είναι ο άνθρωπος ο οποίος μπορεί να την βοηθήσει να εργαστεί, να ξαναγράψει ώστε η ζωή της να έχει νόημα.
Παρακάτω – κι αφού γίνει λόγος για τον βάρβαρο ηγέτη της γειτονικής χώρας που απειλεί τα χερσαία και θαλάσσια σύνορά μας–, αφηγείται ένα περιστατικό, προσωπικό και αξιόμεμπτο, το οποίο σημάδεψε την ύπαρξή της: ένας άνθρωπος του φιλικού της κύκλου, που μέχρι τώρα εκδήλωνε θαυμασμό, αγάπη και εγκώμια για το λογοτεχνικό της έργο, απομακρύνθηκε από κοντά της και μετατράπηκε σε εχθρό. Κι αυτό χωρίς καμιάν εξήγηση. Μαθαίνουμε, λοιπόν, πως το συγκεκριμένο άτομο είναι βαθιά φιλόδοξο και εγωιστικό και πως πρόκειται για γυναίκα.
Ύστερα από αυτό τον πρόλογο, κι αφού η αφηγήτρια μνημονεύει τον Μπρεχτ και τον Πλούταρχο, μιλάει για την ενασχόλησή της με τη συγγραφή χάρη στην οποία δημιουργεί δικούς της κόσμους.
«Κοινό σημείο», διαβάζουμε, «των απανταχού συγγραφέων της γης είναι να οικοδομούν την δική τους πραγματικότητα, την μοναδική για τον καθένα, διότι (θα το ξαναπώ) υπάρχουν τόσες πραγματικότητες, κατά τον Παράκελσο, όσες μπορείς να φανταστείς».
Έπειτα, η αφηγήτρια μας εκμυστηρεύεται πως ενώ βρισκόταν υπό την επήρεια του φόβου για τον ιό, βουτηγμένη σε μια θολή κατάσταση αναμνήσεων, εμφανίστηκε ο γνωστός από άλλα της βιβλία, ο Παράδοξος άνδρας της ζωής της, όχι μεταμφιεσμένος, αλλά σαν καθημερινός άνθρωπος. Του λέει πως πάει να βρει την ψυχή κι αυτός της θυμίζει πως είναι μαζί της από τα παιδικά της χρόνια, πως είναι ο καθοδηγητής στην τέχνη.
Ο Παράδοξος τη συμβουλεύει να κάνει την πρωτοπρόσωπη αφήγησή της τριτοπρόσωπη, διότι ο αναγνώστης κουράζεται όταν ο συγγραφέας μιλάει εγωιστικά για τον εαυτό του. Έτσι, η αφηγήτρια αποφασίζει στο εξής να λέγεται Ευδοξία, όνομα που σημαίνει η καλόγνωμη, η καλόφημη.
Και τότε ξεκινάει ο διάλογος, η ανταλλαγή απόψεων των δύο για την ζωή, την ύπαρξη, την ψυχή, τον Θεό, τη μυθολογία, όλα εκείνα που έχουν απασχολήσει την Ελένη Λαδιά στη διάρκεια της μεγάλης λογοτεχνικής της πορείας. Το τέλος είναι επίσης αινιγματικό. Διαβάζουμε για ένα νοικιασμένο διαμερισματάκι του παρελθόντος, στο οποίο η Ευδοξία δεν μπορεί να εισέλθει επειδή ο νέος ένοικος, ο φοιτητής, πήρε μαζί του τα κλειδιά…