Αφήστε το πηδάλιο στης τρικυμίας τα χέρια:
το πιο φριχτό ναυάγιο θα ήταν να σωθούμε.
Κώστας Ουράνης
Υπάρχουν συγγραφείς και ποιητές που συσσωρεύουν βιβλίο στο βιβλίο. Υπάρχουν όμως και οι άλλοι , οι γίγαντες, που μ’ ένα βιβλίο κάνουν τον φλοιό της γήινης σφαίρας να τρίξει και που περικλείουν εκεί όλη την κλίμακα της φωνής τους: κραυγή, τραγούδι, μοιρολόι, ύμνο ή προσευχή. Ο Νίκος Καζαντζάκης – κι ας τον πολεμήσαμε οι συμπατριώτες του, για να μη φτάσει στην κορυφή του Νόμπελ – ανήκει σε τούτη τη σπάνια ράτσα πνευματικού δημιουργού. Ανοίγοντας να διαβάσω το μεγαλύτερο σε αριθμό στίχων επικό ποίημα της Ευρωπαϊκής Ποίησης ( 33.333 ), ένιωσα μπρος στην τεράστια έκταση αυτής της ποιητικής δημιουργίας κάτι ανάλογο με αυτό που αισθάνθηκαν οι ναύτες του Μαγγελάνου, όταν αντίκρισαν, πρώτη φορά, την απεραντοσύνη του μεγάλου Ειρηνικού. Στη συνέχεια αναλογίστηκα, όπως αναλογίστηκαν κι εκείνοι, το μεγάλο και δύσκολο ταξίδι που με περίμενε. Είπα για μια στιγμή να κάνω πίσω, αλλά με κράτησαν αυτοί οι στίχοι του ποιητή:
Τη φρονιμάδα, Θε μου, πάρε μου, ν’ ανοίξουν τα μελίγγια,
ν’ ανοίξουν οι καταπαχτές του νου, να πάρει αγέρα ο κόσμος.
Είπαν πως, αντίθετα από τον Όμηρο, τον Βιργίλιο ή τον Μίλτον, ο Νίκος Καζαντζάκης δεν επικαλέστηκε τη βοήθεια της Καλλιόπης στο θαλασσινό αυτό ταξίδι. Ίσως να μην πρόσεξαν καλά, γιατί απλώς την αντικατέστησε με κάτι άλλο. Στο επικό αυτό ποίημα πυξίδα για το ταξίδι και μούσα για την αφήγηση είναι ο ‘’ήλιος’’, του οποίου η βελόνα δεν δείχνει τον βορρά όπως κάθε πυξίδα, αλλά την ανατολή. Μάλιστα με αυτή τη λέξη αρχίζει το ποίημα:
Ήλιε, μεγάλε ανατολίτη μου, χρυσό σκουφί του νου μου,
αρέσει μου στραβά να σε φορώ, πεθύμησα να παίξω,
όσο να ζεις, όσο να ζω, για να χαρεί η καρδιά μας.
«Χρυσό σκουφί του νου μου » αποκαλεί ο ποιητής τον ήλιο και φέρνει στη μνήμη αυτό που λέει για τον ήλιο στην Ασκητική του : « Ο ήλιος ανεβαίνει, κατεβαίνει μέσα στο κρανίο μου. Στο ένα μελίγγι ανατέλνει ο ήλιος, στο άλλο βασιλεύει ο ήλιος». Ο ήλιος, λοιπόν, τον βοηθάει ως μούσα στην αφήγηση. Δεν το υποθέτω. Το λέει ο ίδιος ο ποιητής:
Ήλιε, γοργοπαιχνιδομάτη μου, φρογό λαγωνικό μου,
την άγρη που αγαπώ ξετόπωσε και παρ’ την του κυνήγου,
κι ό,τι τηράς στη γης μαντάτευε κι ό,τι γρικάς μολόγα,
κι εγώ θα τα περνώ στου σπλάχνου μου το μυστικό αργαστήρι.
Δεν λείπει επίσης από το ποίημα ούτε κι ο οδυσσειακός Δημόδοκος, που τραγουδάει όμως όχι τα κατορθώματα άλλων εποχών, αλλά για το δικό τους ταξίδι: ποιος είναι ο στόχος του και πόση η ανθρώπινη αντοχή στα μεγάλα εμπόδια και τους μεγάλους κινδύνους που θα φέρει αυτό το ταξίδι:
«’’ Όρτσα, μωρέ παιδιά, να δούμε η γης ξετελειωμό κι αν έχει,
να δούμε κι η ψυχή κι ως πού βαστάει, χωρίς να σπάσει η κόρδα!’’
Κι αν πάλε σπάσει, αδέρφια μου, έγνοια σας, μα πάλε αυτή θα δέσει,
πάλε η σαγίτα θ’ ανεβεί στο φως και θ’αρπαχτεί απ’ τον ήλιο!»
Έτσι τραγούδαε ο Χάλικας, κι οι νιοι τα τούμπανα βαρούσαν.
Το πολύστιχο αυτό ποίημα είναι ένας συνεχής ίλιγγος, μια υπέρβαση και μια πρόκληση για τον αναγνώστη, που πρέπει να προσδεθεί γερά στο βιβλίο σαν να πρόκειται για ένα ταξίδι στις χώρες των κυκλώνων. Η Οδύσσεια του Καζαντζάκη δεν είναι μετάφραση ή διασκευή της ομηρικής Οδύσσειας, αλλά ένα έργο εντελώς πρωτότυπο. Αρχίζει εκεί ακριβώς που τελειώνει το ομηρικό ποίημα: Ο Οδυσσέας έχει επιστρέψει στην Ιθάκη και αποφασίζει να ξαναφύγει για πάντα στις θάλασσες και στους μεγάλους δρόμους του κόσμου. Τότε γυρίζει στους συντρόφους του και λέει:« Ε συμπλωρίτες, πάρτε τα κουπιά, κι ο καπετάνιος φτάνει». Για ένα νέο ταξίδι του Οδυσσέα μετά την επιστροφή του στην Ιθάκη γίνεται λόγος και στην ομηρική Οδύσσεια, στη ραψωδία (λ), όπου ο Οδυσσέας επικοινωνεί με τους νεκρούς στον Άδη. Εκεί ο Τειρεσίας του λέει:
« Κι όταν ξεκάμεις μ’ άπονο μαχαίρι τους μνηστήρες,
είτε με δόλο ή φανερά στ’ αρχοντικό σου σπίτι,
πάρε ένα καλοτράβηχτο κουπί και φύγε τότε,
όσο να φτάσεις σε λαούς που θάλασσα δεν ξέρουν
και τρώνε ανάλατο φαΐ και μήτε από καράβια
κατέχουν κοκκινόπλωρα μήτε κουπιά γνωρίζουν
που ‘ναι φτερά των καραβιών» ( μτφ. Ζ. Σιδέρη ).
Από αυτούς τους στίχους εμπνεύστηκε τον Οδυσσέα του οTennyson, όπου ο γιος του Λαέρτη ξεσηκώνει τους συντρόφους του για ένα νέο ταξίδι σε θάλασσες που δεν έχει ακόμα διασχίσει με τα καράβια του ο άνθρωπος:
… ……………………..Come, my friends.
‘T is not too late to seek a newer world.
Από αυτή την ποιητική δημιουργία του Τennyson ο Κώστας Ουράνης εμπνεύστηκε το ποίημα Πάψετε πια από όπου και οι στίχοι που παραθέτω:
μ’ ανάλαφρη περπατησιά σαν του πουλιού στο χώμα
και την ψυχή μας ριγηλή σαν φυλλωσιά στην αύρα,
τουλάχιστον ας μη χάσουμε την ευκαιρία τώρα
το παίγνιο να γίνουμε των άγριων των κυμάτων
κι όπου το φέρει! Ως πλόκαμοι μπορούν να μας τραβήξουν
τα κύματα στης θάλασσας τα σκοτεινά τα βύθη,
μα και μπορούν στη φόρα τους, να μας σηκώσουν τόσο
ψηλά- που με το μέτωπο ν’ αγγίξουμε τ’ αστέρια !…
Οι στίχοι του Ουράνη εκφράζουν, ανάγλυφα, το πνεύμα της εποχής των Ανακαλύψεων, τότε που πίστευαν ότι «να ταξιδεύεις στη θάλασσα είναι απαραίτητο× να ζεις όμως όχι ». Και αυτό γιατί πάνω από την ανθρώπινη ζωή ήταν ο στόχος του ταξιδιού, που θα άλλαζε τον κόσμο.
Η γλώσσα του Νίκου Καζαντζάκη – που τόσο μαγεύει την ακοή μας, αλλά και που αρκετοί τόσο κατηγόρησαν – δεν είναι μια κατασκευασμένη, με δικές του λέξεις, γλώσσα× είναι η ίδια η ελληνική γλώσσα που ο ποιητής επί χρόνια αναζήτησε και επί χρόνια σημείωνε όλα όσα άκουγε: ονόματα λουλουδιών, επαγγελματική ορολογία (αγρότες, ψαράδες, τεχνίτες, βοσκοί κλπ.) και ακόμα εκφράσεις της καθημερινής ζωής. Και αυτό για να πλάσει σιγά-σιγά, με όλη την ακρίβεια του όρου, μια γλώσσα π α ν ε λ λ ή ν ι α. Πράγματι, το ποίημα αυτό φτιάχτηκε από χιλιάδες λέξεις που σπάνια ή ποτέ δεν χρησιμοποιήθηκαν από τη φιλολογική γλώσσα και που αποτελεί σήμερα ένα γλωσσικό μνημείο, ένα corpus, θα έλεγα , όπου βρίσκονται οι πιο πολύτιμες λέξεις και εκφράσεις της δημοτικής γλώσσας. Σε επίρρωση όλων αυτών που είπα κυκλοφόρησε, ετούτες τις μέρες, από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης γλωσσάρι για όλο το έργο του Νίκου Καζαντζάκη. Επιτέλους, θα μπορούσε να πει κανείς, έγινε και σ’ αυτό τον τόπο κάτι καλό γι’ αυτόν που τόσες φορές τον πίκρανε και τον σταύρωσε.
Όρτσα! τις έρμες πίκρες όξω νου, τουρλώσετε τ΄αυτιά σας×
τα πάθη και τα βάσανα θα πω του ξακουστού Οδυσσέα!
Στα είκοσι τέσσερα άσματα, που απαρτίζουν την Οδύσσεια του Νίκου Καζαντζάκη, επισημαίνονται πέντε βασικές ενότητες. Στην 1η έχουμε τον κορεσμό της ομορφιάς και την εμπειρία του έρωτα, «ταξίδια λαχταράει κι αθάνατες να κρουφαγγίζει Ελένες», λέει ο ποιητής για τον ήρωά του. Στη Σπάρτη γοητεύει και κλέβει, σαν άλλος Πάρις, την Ελένη:
Τέλος, αχνή σα θρος δεντρού η φωνή της γυναικός γρικήθη:
« Πολύ καλή ‘ναι τούτη η γης, πολύ γλυκιά η ζωή στον κόσμο.
Θε μου, στα χέρια μου τα δυο κρατώ τη φούχτα του Δυσσέα!»
«Κι εγώ αγαπώ τη γης, γιατί κρατώ τα χέρια της Ελένης!
Κλέβει επίσης, μαγεμένος από την ομορφιά της, τη Δίχτεννα, την κόρη του βασιλιά της Κρήτης. Σε τούτο το νησί επιδίδεται σε όργια και σε μυστήρια λατρείας του ταύρου, τα οποία θα εγκαταλείψει, αφού πρώτα κάψει το ανάκτορο της Κνωσού.
Η Δίχτεννα στο μόλο κάθουνταν σε ακρόγιαλο χαράκι,
λάμπαν στον άνεμο, λιοπύριζαν ορθά τα δυο της στήθη,
κι ως σήκωσεν ο κοσμοπλάνητος τα μάτια και την είδε,
γυαλιστερή γοργόνα ξέκρινε να τραγουδάει στον κάβο,
με ουρά ψαριού, με στήθια γυναικός, κι οι ρόγες εγελούσαν
σταλάζοντας σιγαλινά την αρμυρή δροσιά στο κύμα.
Πικρά χαμογελάει ο πολύπαθος και σάλεψε η καρδιά του.
Γυναίκες, λοιπόν, έρωτες και καταστροφές αυτή η ενότητα – και μολονότι πολλοί έχουν μιλήσει για τον ρωμαλέο στοχασμό του, λίγοι έχουν προσέξει ότι είναι και ερωτικός ποιητής. Στο δίστιχο που ακολουθεί δίνω τίτλο ‘’ Τ ο φ ι λ ί ‘’, που είναι το σήμα κατατεθέν της ερωτικής σχέσης:
Ήρθαν νερό να πιουν, και το φιλί ομπρός στη βρύση εστάθη,
το φοβερό θεριό, κι οι νιοι κι οι νιες ξεφιλημό δεν έχουν !
Και σ’ ένα άλλο σημείο του ποιήματος λέει για το ίδιο θέμα:
Δούλοι κι αφέντες, όλοι τους Θεοί μες στου φιλιού τη ζάλη.
. *
Στη 2η ενότητα πλαίσιο είναι η Αίγυπτος, η χώρα των Φαραώ και του Νείλου:
‘’ Κατέχεις τα ριζόδοντα της γης, κοσμοταξιδεμένε,
κι όλα τα περιβόλια τρύγησες, μα ένας ανθός πομένει,
ρόδο εκατόφυλλο κατέχω εγώ στην αμμουδιά ν’ αθίζει,
τρισάγιος ποταμός ποτίζει το, θεριά θεοί φρουρούν το-
κι ένας μεγάλος βασιλιάς θρονάει μέλισσος στην καρδιά του.’’
Σε αυτή τη χώρα ο υποδουλωμένος λαός κατατρύχεται από την αθλιότητα και κυρίως από την πείνα, είναι αυτοί για τους οποίους λέει αλλού πως «αιώνια συλλογιούνται την πείνα, την ανταρσία, τον δρόμο τον ατέλειωτο».
:
« Η πείνα πάλε θα τους έσφιξε και σάλεψε ο μυαλός τους
πεινούν και θεν το στάρι του θεού να φαν, μα θα τους φάει-
γιατί καλά κατέχουμε, οι θεοί δεν αγαπούν τη φτώχεια×
μα εγώ τους συμπονώ, κι ένα διπλό καρβέλι θα τους ρίξω!»
Σπληνιάρης φουσκομάγουλος μιλάει, κι αρπάει βαριά κοτρόνα
Και χαχαρίζοντας τη σφεντονάει στους ψοφοπεινασμένους.
Βρυχήθηκε ο λαός, και λυσσιακά χυμάει στο καστροπόρτι.
Ο Οδυσσέας γίνεται τότε ένα με τον λαό αυτού του τόπου και ξεκινάει αγώνα ενάντια στον Φαραώ. Συλλαμβάνεται όμως και καταδικάζεται σε θάνατο, αλλά καταφέρνει να δραπετεύσει με δόλο. Οι σύντροφοί του είναι εδώ αγωνιστές του δικού μας κόσμου: στρατιώτες, αγρότες ή εργάτες. Είναι η ενότητα του αγώνα ενάντια στην κοινωνική αδικία και τυραννία.
« Μα ένα καλά κατέχω το, αδερφοί, κραυγή μεγάλη ακούω
μπορεί και να ‘ναι η φτώχεια που πεινάει, μπορεί και να ‘ναι ο νους μου,
μπορεί και να ‘ναι, αδέρφια μου, ο Θεός που εντύθηκε κουρέλια,
έτσι του αρέσει, και κατέβηκε τους άρχους να ξεκάμει
μπορεί μονάχα αγέρας φύσηξε και τα καλάμια εκράξαν.
Ό,τι κι αν είναι, αρέσει μου η φωνή, ξυπνάει τα γαίματά μου,
σωστό κι αν είναι, δίκιο, δε ρωτώ, κι η αλήθεια δε με νοιάζει×
εγώ το σπλάχνο μου αφουγκράζουμαι κι ό,τι αρμηνεύει κάνω×
συντρόφοι, κράζει μέσα μου η καρδιά νά ‘ρθω κι εγώ μαζί σας».
Στην 3η ενότητα, ο Οδυσσέας, με μερικούς « ντεσπεράντος» που δραπέτευσαν μαζί του από τα μπουντρούμια του Φαραώ, τραβάει προς τις ερήμους του Νότου, για να ιδρύσει την ιδανική πολιτεία των ονείρων του. Είναι ο κόσμος της δίψας και της εκούσιας ανέχειας, και αργότερα της ζούγκλας και των θηρίων. Εκεί οι αδύνατοι και οι αναποφάσιστοι εξοντώνονται. Οι μόνοι που μένουν είναι οι δυνατοί, οι γενναίοι, αυτοί που είναι αποφασισμένοι για όλα, « ακόμη και για να σκοτώσουν». Χτίζουν μια παραμυθένια πολιτεία όπου ο Οδυσσέας εγκαθιστά τους νόμους: τις Δέκα Εντολές του νέου κόσμου:
Και δέκα μαύρους βράχους πελεκάει και δέκα διάτες ρίχνει:
« Βογκάει ο Θεός, σπαράζει την καρδιά και μου φωνάζει: Βόηθα!»
«Πηδάει ο Θεός από τα μνήματα, δεν τον χωράει το χώμα!»
« Πλαντάει ο Θεός τα ζωντανά, με οργή τα λαχταπάει και πάει!»
«Όλα τα ζωντανά δεξά ζερβά πιστοί του παραστάτες!»
« Αγάπα πια τον έρμον άνθρωπο, γιατί ΄σαι συ, παιδί μου!»
« Αγάπα πια τα ζα και τα φυτά, γιατί ‘ σουν συ, και τώρα
στην άγρια μάχη σε ακολουθούν πιστοί συντρόφοι σου και δούλοι».
« Αγάπα αλάκερη τη γης, νερά και χώματα και πέτρες×
απάνω τους κρατιούμαι μη χαθώ, κι άλλο άλογο δεν έχω!»
«Ν’ αρνιέσαι τις χαρές, τα πλούτη σου, τις νίκες πάσα μέρα!»
«Δεν είναι η πιο τρανή αρετή στη γης ελεύτερος να γίνεις,
παρά άσπλαχνα, άγρυπνα, ακατάλυτα να θες ελευτερία!»
Και το στερνό το βράχο αρπάει και μια χαράζει ορθή σαγίτα
με διψασμένο το ραμφί να ορμάει ψηλά κατά τον ήλιο
βουβή η στερνή εντολή τινάζουνταν μέσα στην άδεια πέτρα,
κι ο δοξαράς εχάρη ως να ‘ριχνε στον ήλιο την ψυχή του.
*
Στην 4η ενότητα πλαίσιο είναι τα βουνά και τα ακρογιάλια της Άνω Αιγύπτου. Το όνειρο γκρεμίζεται. Η ιδανική πολιτεία εξαφανίζεται σ’ έναν φοβερό σεισμό. Οι τελευταίοι σύντροφοι του Οδυσσέα χάνονται στη φωτιά της γης. Ο Οδυσσέας ολομόναχος καταφεύγει σε ένα βουνό, όπου ζει σαν ασκητής. Ομορφιά, Δικαιοσύνη, Ιδανική πολιτεία, όλα από δω και πέρα του φαίνονται μάταια. Ο εραστής, ο μαχητής, ο οικοδόμος σβήνουν μπροστά στον Ασκητή που ξανακατεβαίνει στον κόσμο των ανθρώπων για να ζήσει σαν ζητιάνος. Είναι η ενότητα της λυτρωτικής εμπειρίας, του Ασκητή και της πλήρους ελευθερίας. Οι στίχοι που ακολουθούν είναι από το επεισόδιο με το «τάξιμο της κούρβας» (πόρνης):
Αράπηδες διαλάλοι ασκώθηκαν και δρασκελούν τους λόγγους:
«Μέγας ξεπρόβαλε ασκητής, παιδιά, κι αγιάζει όλο το δάσος!
Ομπρός! όπου έχουν πόνο στο κορμί, κουφοί, στραβοί, σακάτες,
να ξεχειλίσουν τα σκουτέλια τους, να ‘ρθουν να δουν θεράπειο!
Κι όπου κρυφό ‘χουν πόνο στην ψυχή, να ‘ρθουν τα κρίματά τους
να ξαγορευτούν στη χάρη του, και θα σκορπίσει ο πόνος
πολλά ακριβό ‘ναι το αγριοβότανο, κι όποιος προφτάσει ας γιάνει!»
[ …………………………….]
Περνούσα οι μέρες και ξεπρόβαιναν με πρόσφορα στα χέρια
προσκυνητές βουβοί τ’απίστομα, κι αργά κατάπινέ τους
βαθύ πολύ το μάτι του ασκητή, το σκοτεινό πηγάδι.
Και πρώτη- πρώτη πρόβαλε παχιά, ξιγκαλειμμένη κούρβα.
Μαύρη φλογοκαμένη αγριαπιδιά τ’ ανθρακωμένα μπράτσα
σακάτισσα άσκωνε πα στου ασκητή το σεβαστό κεφάλι×
κι η κούρβα κωλοτριβιδίζοντας στο ξεροκλάδι φτάνει
και τάξιμο κρεμάει χρυσή καρδιά και βραχοκακανίζει:
« Μεγάλε μου ασκητή, λυπήσου με, προψές εφάνη η πρώτη
καταραμένη τρίχα η κάτασπρη στα κορακομαλλιά μου×
αχ, άσκωσε τη χέρα, δίωξε τη, καλέ, και θα με φάει!»
Ο σκοτεινός την κοίταξε μονιάς κι γης εσείστη αγάλια,
κι η κούρβα σκιάχτη κι αναδρόμωσε πισώκωλα στον ίσκιο.
*
Στην 5η ενότητα πλαίσιο οι πάγοι του Νότιου Πόλου. Ο Οδυσσέας, αφού περιπλανήθηκε ένα διάστημα στις ακτές της Ερυθράς Θάλασσας και συνάντησε κάτω από άλλη μορφή τον Βούδα (ένας Ινδός πρίγκιπας), τον Δον Κιχώτη (ένας ιππότης αιχμάλωτος των ανθρωποφάγων), τον Χριστό (ένας ψαράς χωριού της Ερυθράς Θάλασσας), φτιάχνει μόνος του, όπως κάποτε τη σχεδία στο νησί της Καλυψώς, μια βάρκα και αφήνει τα ρεύματα να τον παρασύρουν προς τον Νότο. Καθώς προχωρεί προς τον Νότιο Πόλο με τον Χάρο να του κρατάει συντροφιά στην πλώρη της βάρκας, όλα τα φαντάσματα του παρελθόντος του: οι γυναίκες, οι σύντροφοι, οι αντίπαλοί του, οι πιο αγαπημένοι του ήρωες, ακόμα και τα στοιχεία του σύμπαντος τον συνοδεύουν ως τη στιγμή που θα διαλυθεί στη λευκότητα της θάλασσας. Είπα στην αρχή του κειμένου ότι το ποίημα αρχίζει με τη λέξη «ήλιος» και προς αυτό το μεγάλο άστρο της ημέρας ο ποιητής απευθύνει τον λόγο του και ανοίγει το ποίημα. Τώρα που το ταξίδι, με τον θάνατο του Οδυσσέα, έφτασε στο τέρμα του, πάλι στον ήλιο απευθύνει ο ποιητής τον τελευταίο του λόγο:
Ήλιε, μεγάλε ανατολίτη μου, τα μάτια σου βουρκώσαν,
κι όλος ο κόσμος πια σκοτείνιασε κι όλη η ζωή ζαλίστη,
και κατεβαίνεις στης μανούλας σου το κυματοχαμώι.
Κι η μάνα σου που σε αραθύμησε πα στο κατώφλι εστάθη,
κρατάει χλωρή λαμπάδα φέγγει σου, κρατάει κρασί κερνά σε.
«Γιε μου, και τάβλα σου ‘στρωσα να φας και να καλοκαρδίσεις×
γιε μου, σαράντα φουρνοκάρβελα, κρασί σαράντα στάμνες,
σαράντα κοπελιές που πνίγηκαν λαμπάδες να σου φέγγουν×
γιε μου, και ρόδα κλίνη σου ‘στρωσα και γιούλια προσκεφάλια×
νύχτες και νύχτες σε λαχτάρησα, γιόκα μου κανακάρη!»
Μα ο μαύρος ήλιος μας ξαγριεύτηκε, δίνει κλοτσιά στην τάβλα,
σκόπισαν τα ψωμιά στα κύματα κι η θάλασσα κρασώθη
κι οι πρασινομαλλούσες βούλιαξαν σα σμέρνες μες στα φύκια.
Έσβησε η γης, θαμπώθη η θάλασσα, ξεπαραλύσα οι σάρκες,
το σώμα πνέμα ανάριο γίνηκε, το πνέμα εγίνη αγέρας,
κι ο αγέρας σάλεψε, αναστέναξε, και στην κουφή, μεγάλη
σιγή, τη λιοστερνή κραυγή της Γης, γρικήθη απελπισμένο,
χωρίς λαιμό και στόμα και φωνή, το γηλιομοιρολόι:
«Μάνα, κι αν έχεις δείπνο γέψου το, κρασί ξεφάντωσέ το,
μάνα, κι αν έχεις στρώμα ξάπλωσε τα χοντροκόκαλά σου×
δε θέλω, μάνα, πια κρασί να πιω μήτε ψωμί ν’ αγγίξω×
απόψε βίγλισα τον αγαπό σα στοχασμό να σβήνει».
*
Η ηθική που βγαίνει από αυτό το έργο δεν είναι τίποτε άλλο από το ‘’πιστεύω’’του Νίκου Καζαντζάκη, που δεν έπαψε να διακηρύσσει σε όλη του τη ζωή με το έργο του. Σε τούτη την επική δημιουργία το βρίσκουμε μεγαλοποιημένο και εξαγνισμένο, όπως το απαιτεί άλλωστε αυτό το ποιητικό είδος. Σε κάθε αντιξοότητα και σε κάθε δοκιμασία αυτού του ταξιδιού μπορεί κανείς ν’ ανακαλύψει το ανθρώπινο ή μυθικό πρότυπο που εξουσίαζαν τη σκέψη και την καρδιά του ποιητή σε διάφορους σταθμούς της ζωής του. Στον Οδυσσέα συγχωνεύονται και αποχωρίζονται ο ένας μετά τον άλλο: ο Τάνταλος, ο Ηρακλής , ο Λένιν, ο Βούδας, ο Δον Κιχώτης, ο Νίτσε, ο Γκρέκο, ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης και ακόμη άλλοι που δεν τους χωράει η μνήμη και που ο ποιητής αποκαλούσε « σωματοφύλακες της Οδύσσειας». Πάντως αυτό που ζει και ανακαλύπτει στο τέλος του ταξιδιού του αυτός ο Εραστής, ο Κονκισταδόρος, ο Οικοδόμος, ο Ντεσπεράντος, ο μέγας Ασκητής ή, αν θέλετε ακόμα, «ο μέγας Αλήτης» της θάλασσας είναι αυτός ο ηρωικός του πεσιμισμός, που τον βρίσκουμε και στην Ασκητική του, το βιβλίο που συνοψίζει όλη τη φιλοσοφία του. Εκεί όπως και στις «Εντολές» πιο πάνω, ο θεός του φωνάζει: «Βοήθεια!», αλλά σε πολλά σημεία στο «γιγάντιο τραγούδι του» δεν έχει καμία ελπίδα επιβίωσης από τον δημιουργό του:
Αρπώ κουτσούρι, πελεκώ θεό, σκύβω και προσκυνώ τον×
κι ένα πουρνό γυρνώ και τον θωρώ, και τον μπαλτά μου ασκώνω:
« Κουτσούρι, ξεροκούτσουρο, και πια δε σε βαστάει η καρδιά μου,
και πια τη δύναμή μου δε χωράς και θα σε ρίξω κάτω!»
Και κάνω σκίζες- σκίζες το θεό και τον πετώ στο τζάκι.
*
Ήταν τέλη της δεκαετίας του ’70, όταν, ερχόμενος με το τρένο από το Παρίσι για να πάω στη Ρώμη, κατέβηκα στην Αντίμπ για προσκύνημα στον μεγάλο Κρητικό. Ήμουν έξω από την πόρτα του, όταν μια Γαλλίδα από το απέναντι πεζοδρόμιο, που τον θυμόταν μικρό κοριτσάκι, με ρώτησε αν ήταν μεγάλος συγγραφέας ο… «γείτονας». Δεν είχε άδικο που ρωτούσε, γιατί λίγα μέτρα πιο πέρα ο δρόμος κατέληγε σε μια μικρή πλατεία, που έφερνε το όνομά του μαζί με τον γνωστό αφορισμό από την Ασκητική: «Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβάμαι τίποτα, είμαι ελεύθερος» Την κοίταξα για λίγα δευτερόλεπτα σκεφτικός και, σαν άλλος Δίας, την κεραυνοβόλησα: «Σαν τον Ζολά σας, κυρία».
—————————-