ΑΛΕΠΟΥ
Κειτόταν στη μέση του δρόμου
στην άσφαλτο
ορεινή αγροτική οδός
κλειστές στροφές στην ανηφόρα
Τα βουνά στο βάθος
υποβλητικά
γράφοντας τη δύναμή τους
στον ορίζοντα
Κι εκείνη κόκκινη
με ωραία φουντωτή ουρά
ωραίο σώμα
ακουμπισμένο τώρα
στην καυτή άσφαλτο
του καλοκαιριού
Τη σήκωσα μαλακά
σαν άρρωστο παιδάκι
παλάμες και μπράτσα θερμά
αγαπώντας
κάτω απ’ το σώμα
Θερμό σώμα στη ζέστη του ήλιου
Το κεφάλι έγερνε απαλά
Στην ουρά
φουντωμένη θαυμαστή ουρά
βράζανε πιασμένα
σκουλήκια αναρίθμητα
βουερή νέα ζωή
Την ακούμπησα στο χώμα
με ανακούφιση
Αποθέτω σε
Αποθέτω σε
Αποθέτω σε