Ο τρόπος που διαφωνεί κανείς σε ένα θέμα δείχνει όλο τον άνθρωπο, κυρίως, θα έλεγα, την παιδεία του και τον χαρακτήρα του, που είναι τα δυο βασικά στοιχεία κάθε προσωπικότητας. Μία συζήτηση , και μάλιστα μεταξύ πνευματικών ανθρώπων, δεν γίνεται πάνω σε ένα θέμα για να δείξεις την ανωτερότητά σου, τις επιδόσεις της αθυροστομίας σου και την απαράδεκτη συμπεριφορά του σπιτιού σου, αλλά από τη θέση και την αντίθεση να φτάσεις με τον συνομιλητή σου στη σύνθεση, σε ένα συμπέρασμα, δηλαδή, που να δείχνει τη σωστή τοποθέτηση του θέματος. Όταν δεν έχεις επιχειρήματα και καταφεύγεις σε χτυπήματα κάτω απ’ τη ζώνη, δηλαδή σε ύβρεις, ειρωνείες και κοροϊδίες, σημαίνει ότι δεν κατέχεις σε βάθος το θέμα και δεν θέλεις, με κανένα τρόπο, να το παραδεχθείς.
Ο Κώστας Ουράνης, ένας από τους πιο αντιπροσωπευτικούς ποιητές της δεκαετίας του 1920, μιλώντας πάνω σ’ αυτό το θέμα, λέει για τους Έλληνες διανοούμενους της εποχής του ότι τις πιο πολλές φορές « οι συζητήσεις τους δεν διατηρούνται σ’ ένα επίπεδο απρόσωπο, αντικειμενικό, αφηρημένο, αλλά κατέρχονται σχεδόν πάντα σε προσωπικές βρισιές, προσωπικούς υπαινιγμούς ή προσωπικές προκλήσεις» (Αποχρώσεις).
Σε μια τέτοια, ακριβώς, περίπτωση αναφέρεται στο βιβλίο του Ανοιχτά Χαρτιά ο Οδυσσέας Ελύτης , όταν στη δεκαετία του 1930 πρωτοεμφανίζεται στην Ελλάδα ο Υπερρεαλισμός με τον Εμπειρίκο και αρχίζουν από την πλευρά του πνευματικού κατεστημένου οι αμφισβητήσεις και οι λυσσώδεις προσπάθειες να καταπνίξουν αυτό το ποιητικό κίνημα. Πάντως, όταν ο ίδιος ο Ελύτης λέει στο βιβλίο του ότι ο Υπερρεαλισμός « χρειάστηκε – αλίμονο – να περάσουν πολλά χρόνια, να μεσολαβήσουν οι εργασίες του Mauris Nadeau, του Fernand Alquier, του Julien Gracq, για να γίνει, ακόμη και στη Γαλλία, το βαθύτερο αυτό νόημα του Υπερρεαλισμού κοινή συνείδηση», δεν πρέπει να μας ξαφνιάζει το γεγονός ότι στην Ελλάδα, μια χώρα που καταπολεμούσε ακόμη τον αναλφαβητισμό του λαού της, η αντίδραση του πνευματικού κόσμου κόντρα στο υπερρεαλιστικό κίνημα ήταν σφοδρότατη και συχνά έφτανε σε επίπεδο που ξεπερνούσε τα όρια της ευπρέπειας. Πάντως, όσο μορφωμένος κι αν είναι κανείς, δεν είναι τόσο εύκολο να δεχτεί αμαχητί έναν νεωτερισμό που κλοτσάει τη λογική. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι πρέπει η αρνητική του στάση να φτάνει στο επίπεδο της αλαζονείας ή ακόμα χειρότερα σε ύβρεις και κοροϊδίες για κάτι που δεν καταλαβαίνει ή δεν ξέρει. Ας γυρίσουμε όμως πάλι στον Ελύτη να δούμε πώς είχαν τα πράγματα τότε: «Την εποχή εκείνη οι πιο σοβαροί από τους Ευρωπαίους « έπαιζαν», όπως θα έλεγε ο δικός μας Σαραντάρης «ζάρια μέσα στο παρελθόν». Και πάλι καλά. Γιατί οι πιο σοβαροί από τους Έλληνες, που αυτοί έπρεπε να φανούν ακόμη πιο έξυπνοι, έκαναν κάτι άλλο: ξεσηκώσανε από τα λεξικά τον ορισμό της Σχολής (μέθοδος αυτοματισμού δυνάμει της οποίας καταγράφεται το πραγματικό περιεχόμενον της σκέψεως κ.λ.π.), και να σου αμέσως στις εφημερίδες και στα περιοδικά με άρθρα πηχυαία, θρασύτητας ασύστολης. Μας κατηγορήσανε για καθυστερημένους, και αυτά, να σκεφτεί κανείς, την εποχή που το κίνημα βρισκόταν έξω στην πλήρη ανάπτυξή του. Μάτωνε, ομολογώ, η καρδιά μου. Τον αετό η ημιμάθεια έβλεπα να τον έχει καταντήσει σπουργίτη. Κάθισα και έγραψα ένα άρθρο με τίτλο Οι Κίνδυνοι της Ημιμάθειας που δημοσιεύθηκε φυσικά στα Νέα Γράμματα». Αυτό που πρέπει να προσέξουμε στα όσα λέει ο Ελύτης σε αυτό το απόσπασμα είναι ότι το κίνημα του Υπερρεαλισμού βρισκόταν εκείνη την εποχή έξω στην Ευρώπη «στην πλήρη ανάπτυξή του». Επομένως, οι αντίπαλοι, ύστερα από τόσα χρόνια που είχαν περάσει από το 1924 που ο Αντρέ Μπρετόν είχε εκδώσει το υπερρεαλιστικό του μανιφέστο, θα έπρεπε κάτι να είχαν ακούσει ή διαβάσει. Θα έπρεπε λοιπόν να ενδιαφερθούν να μάθουν γι’ αυτή την ποίηση που ερχόταν από την Ευρώπη και όχι να την καταπολεμούν για να την εξαφανίσουν. Η περίπτωση με πάει πίσω στον18ου αιώνα και μου θυμίζει έναν μεγάλο Άγγλο ποιητή, τον Αlexander Pope, που για κάθε νεωτερισμό συμβούλευε:
Μην είσαι ο πρώτος που θα εφαρμόσει κάτι καινούργιο,
Αλλά ούτε και ο τελευταίος που θ’ αφήσει κάτι παλιό.
( Be not the first by whom the new is tried,
Nor yet the last to lay the old aside. )
H ποίηση, όπως και η ζωγραφική, η γλυπτική ή η μουσική, εξελίσσεται και πάντα θα εξελίσσεται. Αυτό έπρεπε να το είχαν καταλάβει οι οπαδοί της παραδοσιακής ποίησης και η αντίδρασή τους να ήταν πιο ήπια, αλλά «η ημιμάθεια», όπως λέει μια γαλλική παροιμία και αναφέρει τη λέξη στον τίτλο του άρθρου του ο Ελύτης «είναι η κόρη της υπεροψίας» («la savantasse est la fille de la prẻsomption»). Ο ημιμαθής σκοντάφτει στην αλαζονεία του και δεν θέλει να καταλάβει τίποτε άλλο απ’ αυτό που νομίζει ότι ξέρει. Υπάρχει όμως και η άλλη πλευρά του νομίσματος που είναι ακόμα χειρότερη. Ο λόγος πάλι στον Ελύτη: «Αυτό το μετριότατο κατά τα άλλα κείμενο άρκεσε για να ξεσηκώσει μια θύελλα από διαμαρτυρίες. Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, που έβλεπε τις καινούριες ιδέες να τον παίρνουν φαλάγγι, έχασε κυριολεκτικά την ψυχραιμία του, και την επομένη, αμέσως, μου έστειλε μιαν υβριστική επιστολή. «Ήταν χαρά μου πάντα και τιμή μου να θεωρούμαι, φίλε Κύριε, ημιμαθής ή χωρίς ανατροφή, απ’ τους ανόητους, απ’ τους ηλίθιους, κι από τους θρασείς αρριβίστες.». Χωρίς να θέλω να δικαιολογήσω την απαράδεκτη στάση του Λαπαθιώτη, το απόσπασμα από την επιστολή του δείχνει ότι ο νεαρός τότε Ελύτης στο κείμενό του αποκαλεί τους αμφισβητούντες το νέο ποιητικό κίνημα «ημιμαθείς», λέξη που ο Dorian Gray των Εξαρχείων θεώρησε λίαν προσβλητική και, αφού ξέχασε ότι είναι γιος ανώτερου αξιωματικού, ανταπέδωσε το χτύπημα με βαρύτερο λεξιλόγιο. Όλα τούτα δείχνουν, με ανάγλυφο τρόπο, πόσο δίκιο έχει ο Κώστας Ουράνης – που ανέφερα, περιστασιακά, πιο πάνω – όταν λέει ότι τέτοιου είδους διάλογοι πρέπει να γίνονται «σ’ ένα επίπεδο απρόσωπο, αντικειμενικό, αφηρημένο». Λίγο να ξεφύγεις από αυτό τον κανονισμό, ο ελληνικός στίβος της ευγενούς άμιλλας μετατρέπεται σε ρωμαϊκή αρένα.
Το κακό είναι ότι δεν τον έβρισε μόνο ο Λαπαθιώτης – είναι κι άλλοι, και μάλιστα επιφανείς, πράγμα που σημαίνει ότι το περιστατικό με τον Λαπαθιώτη δεν είναι μια εξαίρεση, αλλά κάτι που χαρακτηρίζει όλη την ελληνική διανόηση. «Αλλ’ αυτός τουλάχιστον», λέει ο Ελύτης για τον υβριστή του, «έβαζε από κάτω φαρδιά-πλατιά την υπογραφή του. Ενώ ένας άλλος, γνωστότατος, όπως άκουσα να λένε, πεζογράφος της Γενεάς του ’30 βγήκε με το ψευδώνυμο Σ. Πάμφυλος, από τα εβδομαδιαία Νεοελληνικά Γράμματα, να στιγματίσει την αλαζονεία μου». Δεν γνωρίζει ή δεν θέλει να πει ο Ελύτης ποιος είναι αυτός ο πεζογράφος; Πάντως , ο Καραγάτσης δεν είναι γιατί τον αναφέρει πιο κάτω: «Πόσο δίπλα σε όλα αυτά, έδειχνε ανεξάρτητο και σπινθηροβόλο το χρονικό του Μ. Καραγάτση στη Νέα Εστία, όπου μας περνάει όλους γενεές δεκατέσσερις». Από όλα αυτά καταλαβαίνει κανείς ότι σε ένα διάλογο, ανεξάρτητα αν πρόκειται για λόγο προφορικό ή γραπτό, θεωρείται απαραίτητο, για να μην πω επιβάλλεται, ο σεβασμός του αντιπάλου. Διαφορετικά ο διάλογος παίρνει τη μορφή λογομαχίας και χάνει το στόχο του, κάτι που άλλωστε παραδέχεται πιο κάτω και ο Ελύτης για όσα συνέβησαν: «Ωστόσο, για να μιλήσουμε πάλι πιο σοβαρά, κανείς δεν είχε αγγίξει το θέμα στην ουσία του». Δεν πρέπει λοιπόν να μπερδεύουμε τον διάλογο με τη λογομαχία, η οποία ωστόσο έχει τους δικούς της κανονισμούς και στόχος της είναι, αφού δεν έχει θέμα, ποιος θα βγει νικητής. Και νικητής όχι γιατί εκτόξευσε τις βαρύτερες βρισιές, αλλά γιατί άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις σε αυτούς που ήταν παρόντες ή διάβασαν τα κείμενα της λογομαχίας τους. τους.
Ο Εμμανουήλ Ροΐδης, όταν δέχθηκε τη δριμύτατη επίθεση της Εκκλησίας, όπου τον στόλιζαν με διάφορους παπαδίστικους χαρακτηρισμούς για την Πάπισσα Ιωάννα, δεν ακολούθησε τον δρόμο του Λαπαθιώτη, αλλά εκείνον του Πασκάλ στις Επαρχιακές Επιστολές. Ήρεμος, ευγενικός και με τον σεβασμό που πρέπει να έχει ένας καλός χριστιανός απέναντι στον κλήρο της Εκκλησίας έδωσε μιαν απάντηση που γελοιοποίησε τον θρησκευτικό φανατισμό του ορθόδοξου κλήρου. Το απόσπασμα που παραθέτω εδώ είναι, νομίζω, αρκετό για να καταλάβει ο αναγνώστης την στρατηγική με την οποία ο Ροΐδης αντιμετώπισε τους ρασοφόρους αντιπάλους του και επικριτές του έργου του. «Ταύτα, Άγιοί μου Πατέρες, έκρινα καλόν να παρατηρήσω εις υμάς, ως ευσεβές τέκνο της Ορθοδόξου Εκκλησίας× ήδη δε συγχωρήσατέ μοι και ως απλούς τίμιος άνθρωπος να παρατηρήσω ότι τα επίθετα ‘βλάσφημος’, ‘ασεβής’, ‘όργανον του Σατανά’ κτλ. ου μόνον απηγορευμένα είναι υπό των θείων κανόνων και ανάρμοστα εις χείλη προωρισμένα να δοξολογώσι τον Πλάστην, αλλά και έχουσι εις τα στόματα υμών σημασίαν όλως διάφορον της συνήθους× διότι ο κόσμος συνείθισε προ πολλού, όταν ακούει αυτά προφερόμενα υπό ιερέων, να τα μεταφράζει αμέσως δια του ‘φιλαλήθης’, ‘ειλικρινής’ ‘ προοδευτικός’ και άλλων τοιούτων ενθυμούμενος ότι ‘ βλάσφημοι’ και ‘ασεβείς’ ωνομάσθησαν ο Γαλιλαίος, ο Ούσσιος, ο Πασχάλ, ο Κοραής, ο Βάμβας και ο Φαρμακίδης».
Πάντως, ήταν τόσο βαθύ το μίσος των παραδοσιακών ποιητών και τόσο ανελέητη από το αθηναϊκό κοινό η κοροϊδία σε βάρος των υπερρεαλιστών ποιητών, ώστε μια φορά που ο Εγγονόπουλος πήγε με έναν φίλο του σε μια υπηρεσία για κάποια δουλειά του, ο φίλος τον σύστησε στον αρμόδιο υπάλληλο : « Ο κύριος Εγγονόπουλος». «Άσ’ τα αυτά» είπε ο υπάλληλος « ο κύριος φαίνεται σοβαρός άνθρωπος». Κι όμως ο ποιητής, αν και βασανίστηκε ψυχικά από τον λαό του, δεν του κράτησε κακία: «Ξέρω κι από ίδια πείρα», είπε μεγαλόψυχα, « πως ο Ελληνικός λαός είναι ένας λαός πολυβασανισμένος, και θα ήτανε μεγάλη υπερβολή να του ζητάς και ειδική κατανόηση και θερμό ενδιαφέρον για τις τέχνες». Θα έλεγα ακόμη ότι σε τούτη τη χώρα των δύο Νόμπελ λογοτεχνίας και «προ παντός στα χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα – είθισται να δολοφονούν τους ποιητάς»