You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος:  Ο Κ. Π. Καβάφης των άλλων

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος:  Ο Κ. Π. Καβάφης των άλλων

                

  

                                            «Ο Καβάφης μου εκαρφώθη από τότε»
                                                                 Γρηγόριος Ξενόπουλος, 1903

 

 

Πρωτεϊκόςς ποιητής κι ως ένα βαθμό προδρομικός, ανακαινιστής της νεοελληνικής ποίησης, ο Κ. Π. Καβάφης προσέκρουσε στο συμπλεγματικό, φοβικό και φθονερό ελλαδο-βαλκανικό κέντρο, καθότι αλεξανδρινός εκείνος και η πρόσκρουση αποδείχτηκε σφοδρή και κάθε άλλο παρά στιγμιαία υπήρξε. Ο ποιητής αγνοήθηκε, λοιδωρήθηκε, απαξιώθηκε ηθικά λόγω της ομοφυλοφιλίας του, για ικανό χρονικό διάστημα.

 Το κέντρο αυτό είχε υψώσει αδιαπέραστα τείχη και έκανε πως δεν καταλαβαίνει πως ολόγυρα πολιορκούνταν από σημαντικές φωνές που βρίσκονταν μάλιστα σε δημιουργικό οίστρο. Πίσω από αυτά τα τείχη μια ολόκληρη γενιά ελασσόνων ποιητών απόσταινε κάτω από τη ‘’βαριά σκιά του Παλαμά’’, κατά την έκφραση του Κ. Θ. Δημαρά. Κι η υπνωτική αυτή σκιά δεν αποσύρθηκε με το θάνατο του Παλαμά το 1943, αλλά οκτώ χρόνια νωρίτερα, με την εμφάνιση του Σεφέρη με το «Μυθιστόρημα» [1935], κι αποτραβήχτηκε οριστικά 20 χρόνια μετά το θάνατο του Παλαμά [1963] όταν ο Σεφέρης πήρε το πρώτο ελληνικό Νόμπελ λογοτεχνίας. Η ατυχία του Σεφέρη ήταν πως αυτός περιστοιχιζόταν από μια πλειάδα μεγάλων ποιητών. Έτσι οχυρώθηκε πίσω από τον Γιώργο Κατσίμπαλη, κατά τον Χένρι Μίλλερ «Κολοσσό του Μαρουσιού», και τον νεανία Αντρέα Καραντώνη με το περιοδικό «Νέα Γράμματα», όπου η περιώνυμη γενιά του ’30 δημοσίευε και εξέφραζε μαζί με τον εαυτό της και τις προτιμήσεις της, και την απαξίωσηκι όσων έσπρωχνε στον Καιάδα: τον Καρυωτάκη και τον Καβάφη.

Ο πρώτος τους έκανε τη χάρη ν’ αυτοκτονήσει. Ο Καβάφης όμως κατάφερε να χτίσει το έργο και το μύθο του όντας άλλωστε μακριά τους και γεωγραφικά και ποιητικά και θεματικά και υφολογικά. Ο Καβάφης φυσικά είχε αντιληφθεί αυτή την άδική και καταδικαστική συμπεριφορά και προσπαθώντας να  προσπελάσει τα γύρω του τείχη έπιανε τον ένα και τον άλλο και τον έπειθε να πάει σε γνωστούς κι αγνώστους με επιρροή και να τον διαφημίσει.

 

«Χωρις περισκεψιν, χωρις λυπην, χωρις αιδω

μεγαλα κ’υψηλα τριγυρω μου εκτισαν τειχη.

Και καθομαι και απελπιζομαι τωρα εδω,

Αλλο δεν σκεπτομαι: τον νουν μου τρωγει αυτη η τυχη,

 

διοτι πραγματα πολλα εξω να καμω ειχον.

Α οταν εκτιζαν τα τειχη πως να μην προσεξω.

 

Αλλα δεν ακουσα ποτε κροτον κτιστων ή ηχον.

Ανεπαισθητως μ’εκλεισαν απο τον κοσμον εξω.

 

 

Τον Καρυωτάκη ο Καραντώνης τον χαρακτήρισε «ένα τέλος». Για τον Καβάφη ο Θεοτοκάς στο «Ελεύθερο Πνεύμα» [1929], στο μανιφέστο της γενιάς του ’30, έλεγε πως προτιμούσε τον Γιανγκούλα των ελληνικών ορέων παρά αυτόν.

Άλλος επικριτής  ο Γιάννης Ψυχάρης τον λοιδωρούσε από τα Παρίσια οχυρωμένος πίσω από το ακραίο γλωσσικά «Ταξίδι [του]»

Ο Μιχάλης Περάνθης τιτλοφόρησε τη μυθιστορηματική βιογραφία του «ο Αμαρτωλός»., ευθεία αναφορά στην ομοφυλοφλία του βιογραφούμενου.

Όλοι οι παραπάνω βέβαια δεν μπορούσαν να επικαλεστούν άγνοια περί το έργο του αλεξανδρινού, με καταγωγή από την Πόλη, αφού τον είχε παρουσιάσει εξαιρετικά εγκωμιαστικά ο επίσης Κωνσταντινοπολίτης  Γρηγόριος Ξενόπουλος το 1903. Και με την αφορμή του θανάτου του 30 χρόνια αργότερα έγραψε στα ‘’Αθηναϊκά Νέα’’ : «Όταν διαβάζω ένα ποίημα του Καβάφη νομίζω ότι τόγραψε για μένα, και ο καθένας που θα το διαβάσει το ίδιο θα νομίσει».

 

Ο Τίμος Μαλάνος αιρετικός και ριζοσπαστικός κριτικός υπερασπίστηκε τον Καρυωτάκη στη μελέτη του «Ένας Ηγηιακός», επέκρινε τον Σεφέρη κυρίως για την καταλυτική επιρροή που που δέχθηκε από τον  Έλιοτ, αλλά αντιμετώπισε ακριβοδίκαια το έργο του Καβάφη, σύμφωνα πάντα με το δικό του κριτικό κώδικα. Υπογραμμίζει πως «η έμπνευση για τον Καβάφη λέγεται υπομονή», δεν είναι γι αυτόν η γνωστή για πολλούς θεία επιφοίτηση. Το αποτέλεσμα που οι αναγνώστες του διαβάζουν στα ποιήματά του δημιουργεί απορίες και προβληματισμούς παρά αισθητική απόλαυση. Θέλοντας, λέει πάντα ο Μαλάνος, να ξεχωρίζει από τους άλλους δημιούργησε μια πεζολογικού ύφους στιχουργική πρόζα. Απωθεί τον Παλαμά γιατί θεωρεί πως η ποιητική του αντιβαίνει στη δική του αλλά ξεπερνά και τα όρια της νεοελληνικής ποίησης τόσο που μερικοί είπαν πως τοέργο του δεν ανήκει σ’ αυτήν , πράγμα όμως που δεν ισχύει αφού δεν μπορούμε να το διαβάσουμε αποσπασμένο από την ελληνική παράδοση και τον ελληνισμό.

 Βέβαια η καταγωγή καθόλου δεν εμπόδισε το Θεοτοκά επίσης γεννημένο στην Πόλη να προτιμήσει σαν τους Γραμματείς και Φαρισαίους να σταυρώσει το Χριστό κι όχι τον ληστή Βαραβά…

Ένας άλλος αποσυνάγωγος της διαβόητης γενιάς του ’30 που είχε στο μεταξύ θεριέψει , ο Νικόλας Κάλας, που κατηγορήθηκε για ασυναρτησία, όντας φουτουριστής και τροτσκιστής ιδεολογικά – παρότι ήταν μέλος της οικονομικής ελίτ- αυτοεξορίστηκε κι έγινε κοσμοπολίτης.  Ο Κάλας – τότε ακόμα Νίκος Καλαμάρης, όπως ήταν το οικογενειακό του όνομα-έγραψε σ’ ένα πρωτόλειο  κείμενό του για τον Καρυωτάκη πως η ποίησή του ‘’μυρίζει πτωμαΐνη’’ κι οι ‘’πνευματικοί του συγγενείς είναι Λιποτάκτες της ζωής’’.

Αλλά για τον Καβάφη έγραψε [1932]: «Το μεγάλο ιστορικό γεγονός που ενέπνευσε τον Καβάφη είναι ο ελληνισμός. Κανείς δεν ήταν καταλληλότερος από αυτόν για ν’ αναλάβει αυτό το έργο. Σαν Έλληνας και μάλιστα έλληνας του έξω ελληνισμού […] έζησε σε τόπους που εξελίσσεται η ιστορία του ελληνισμού ανάπνευσε την ατμόσφαιρα του και είδε ό,τι διασώζεται σε ιστορικά μνημεία, σε βιβλία […]τέλειος γνώστης της ελληνικής γλώσσας», γι αυτό μπορούσε, λέει, να δει τις διάφορες φάσεις της ακμής, της εξέλιξης και της παρακμής του πνεύματος του ελληνισμού. «Και το θέμα του ελληνισμού είναι από εκείνα που μπορούν να εμπνεύσουν ένα μεγάλο ποιητή». Κι αυτό γιατί από τα ομηρικά έπη ως την άλωση της Κωνσταντινούπολης και ως σήμερα το ελληνικό πνεύμα διατήρησε σε μεγάλο βαθμό τη συνοχή του». 

Ο Ζήσιμος Λορεντζάτος υπερθεματίζει υπέρ του Καρυωτάκη θεωρώντας τον ‘’ποιητή οριακό’’: «Είναι και ο ισθμός και το πέρασμα του ισθμού. Χρειάζεται να πατήσεις απάνω του ή να σε μεταφέρει αυτός για να περάσεις αντίκρυ», λέει. Πράγμα που ο Σεφέρης δεν ήθελε να το δεχτεί όσο διάρκεσε η επήρειά του Καρυωτάκη απάνω του γιατί μετά πέρασε σιωπηλά τον «ισθμό» και αποβιβάστηκε αντίκρυ.

Τοποθέτησε όμως ο Σεφέρης τον Καβάφη πλάι στον Έλιοτ σε μια ‘’δοκιμή’’ του με τίτλο «Καβάφης – Έλιοτ, παράλληλοι;». Και προσπαθώντας να απαντήσει σ’ αυτή το ερώτημα  επισημαίνει τις ηλικιακές διαφορές, αλλά και τη διαφορετική καταγωγή του καθενός, τις ανόμοιες συνθήκες, την ιστορική συγκυρία, καθώς και την ιδεολογία  και ξεκαθαρίζει πως προτιμά την ώριμη περίοδο της ποίησης του Καβάφη θεωρώντας  πως  η νεανική είναι χωρίς «ιδιοσυγκρασία».

Αντίθετα ο Έλιοτ βρήκε το δρόμο του νωρίς και μάλλον γνώριζε τον Καβάφη από τον Ε. Μ. Φόρστερ, ο οποίος αποκλείει την πιθανότητα να ήταν δημοφιλής ποιητής ο Καβάφης.  Αμφέβαλλε ότι η Αλεξάνδρεια ήταν πόλη του πνεύματος αντίθετα με ό,τι ήθελαν να πιστεύουν άλλοι. Οι αλεξανδρινοί ουδόλως κατανοούσαν αυτόν τον παράξενο και μοναχικό κύριο: «Γυρίζουν και βλέπουν έναν Έλληνα τζέντλεμαν με ένα ψάθινο καπέλο να στέκεται απόλυτα ακίνητος σχηματίζοντας μια μικρή γωνία με το σύμπαν. Ίσως τα χέρια του νάναι απλωμένα. ‘’Α, ο Καβάφης!..» Ναι είναι ο κύριος Καβάφης που πηγαίνει από το σπίτι του στο γραφείο είτε από το γραφείο του στο σπίτι». Ένας καθημερινός λίγο ιδιόρρυθμος κύριος που πραγματοποιούσε συνήθως σιωπηλός αυτές τις δύο αντίθετες διαδρομές ίσως χειρονομώντας όταν πήγαινε και όταν γύριζε ξεδίπλωνε μια περίπλοκη φράσεις γεμάτη παρενθέσεις που εναπόκειτο στους άλλους να την ξεμπλέξουν. Ο Καβάφης ήταν δύσκολος άνθρωπος και δύσκολος  ποιητής σε μια βαθύτερη προσέγγιση αν και σε πρώτη ματιά σε μπέρδευε η απλότητά του χωρίς καθόλου να είναι απλός. Ο Παλαμάς παρανοώντας τον είχε χαρακτηρίσει τα ποιήματά του δημοσιογραφικά, ενώ για τον εαυτό του έλεγε πως ήταν ποιητής-φιλόσοφος.

Ο Τέλος Άγρας, ισως ο επαρκέστερος μαζί με τον Κλέωνα Παράσχο κριτικός μας, του αφιερώνει μια ευμεγέθη μελέτη αντίστοιχης οξυδέρκειας με εκείνη που έγραψε για τον Παλαμά.

«Η γνώση της ψυχολογίας, λέει ο Δημήτρης Νικολαρεΐζης, μας διδάσκει ότι οι ψυχικές καταστάσεις συμπλέκονται με τα γεγονότα, ακολουθούν τη γραμμή της ζωικής πείρας. Δεν μπορεί να νοηθεί ψυχικός βίος που να μην είναι διαρκώς σε επαφή με τον έξω κόσμο. Πέρα από την ενσυνείδητη διάρθρωση των εσωτερικών με τα εξωτερικά, υπάρχει μόνο το παραλήρημα και το όνειρο. Η ποίηση, όσο δε φεύγει από τα όρια της νηφαλιότητας, κινείται μέσα στην αντιστοιχία αυτή, μέσα στην αμοιβαιότητα του ψυχικού με το πραγματικό γεγονός, με τη διαφορά πως άλλοτε κλείνει προς το ένα και άλλοτε προς το άλλο. Έτσι έχομε στην πρώτη περίπτωση τον άμεσο, τον εξαγγελτικό λυρισμό, στη δεύτερη, τον πλάγιο ή έμμεσο λυρισμό. Είναι η εποχή που αρχίζει να χρησιμοποιείται σε ορισμένες κριτικές μεθόδους η ψυχανάλυση της σχολής του Φρόυντ.

»Παρόλο που ο χειρισμός του φροϋδικού οργάνου είναι κίνδυνος να οδηγήσει σε υπερβολές αν δεν τιμονεύεται από κάποιαν a priori και κατευθείαν σύλληψη της καβαφικής ψυχολογίας». Είναι η εποχή που στην κριτική μετατίθεται το κέντρο του ενδιαφέροντος από το έργο στον άνθρωπο και την ψυχολογία του.

 

Ο Στρατής Τσίρκας γνώρισε τον Καβάφη από κοντά και μαζί τον Τίμο Μαλάνο κατέγραψαν τα λόγια του.

«”Είμαι και εγώ Ελληνικός”, μέσα στη σκέψη του δουλεύονταν οι στίχοι που θα γράψει τον επόμενο χρόνο:

Κι απ’ την θαυμάσια πανελλήνιαν εκστρατεία,

…………………………………………………………………

…………………………………………… βγήκαμ’ εμείς

ελληνικός καινούριος κόσμος, μέγας.

Εμείς οι Αλεξανδρείς, οι Αντιοχείς,

οι Σελευκείς, κ’ οι πολυάριθμοι

επίλοιποι Έλληνες Αιγύπτου και Συρίας,

κ’ οι εν Μηδία κ’ οι εν Περσίδι, κι όσοι άλλοι.

Με τες εκτεταμένες επιφάνειες,

με την ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρμογών

και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά

ως μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ως στους Ινδούς.»

(1931)           

 

Ο Τσίρκας επισημαίνει πόσο θα «κολακευόταν ο Καβάφης αν άκουγε να τον παρομοιάζουν με τον Πρωτέα». Αυτός ήταν ο χαρακτηρισμός που απέδιδε ο Σεφέρης στον ”απατηλό γέρο”, όπως αποκαλούσε τον Καβάφη.    

  Από τους νεώτερους κριτικούς ο Νάσος Βαγενάς στην ”Ειρωνική Γλώσσα” (1977) γράφει αναφερόμενος στον Καβάφη,

«Η γλωσσική του φύση τον οδήγησε σ’ ένα είδος λεκτικής ειρωνείας, που τα αποτελέσματά της θα ήταν δύσκολο να τα είχε προβλέψει ακόμα και ο ίδιος. Ο τρόπος με τον οποίο ο Καβάφης συνδυάζει την δημοτική με την καθαρεύουσα (…) είναι η κύρια πηγή έντασης της λεκτικής ειρωνείας του και συνεπώς μία από τις πηγές έντασης της ειρωνικής του γλώσσας, αφού η λεκτική ειρωνεία εντείνει τη δραματική ειρωνεία».

 Ο Γιώργος Βελουδής (1978) διαπιστώνει πως «η κατηγορία του Γ. Κορδάτου κατά του Καβάφη, ‘’ότι δεν ήταν σε θέση ‘να ιδεί κατάματα την αντικειμενική πραγματικότητα και ν’ ανατάμει το ιστορικό γίγνεσθαι με το νυστέρι της ματεριαλιστικής μεθόδου’’, φανερώνει μόνο ότι ο κατήγορος του Καβάφη έπιασε ίσως στο χέρι του το νυστέρι της ματεριαλιστικής, άφησε εντούτοις καταχωνιασμένο στο τελευταίο συρτάρι του γραφείου του το νυστέρι της διαλεχτικής μεθόδου».

 

 

Ο Ν.Δ. Καρούζος σε κείμενο του με τίτλο ”Οι θεότητες του Καβάφη Ημιδιόνυσος και Ημιαπόλλων” γράφει ότι,

«Ο Καβάφης δεν έχει το ιερό τάλαντο του Σολωμού και του Κάλβου, του Παλαμά ή του Σικελιανού», αλλά παρακάτω αποφαίνεται πως είναι «ένα φαινόμενο με κύρια χαρακτηριστικά έναν ψυχισμό άρρωστο και μια εκφραστική ιδιοτυπία, θαυμαστή όσο και υποθερμική. Ο Διόνυσος κι ο Απόλλων, θεότητες διαιώνιες των ποιητών, μέσα στο έργο του Καβάφη δεν εξακολουθούν τη δυναμική τους αναμέτρηση, που κάποτε φτάνει στην ιδεώδη αλληλοβοήθεια και γι’ αυτό δεν παρουσιάζονται ακέραιοι, δείχνουν μισοί που ενώθηκαν σε μια ‘τρίτη κατάσταση’. Έτσι ο Καφάβης μπορεί να πάρει το όνομα στατικός, αν δεν τον πούμε ησύχιο με βαθύτατη σοφία της οδύνης. Ο Καβάφης είναι οδυνηρός ποιητής. Μα όχι, καθώς π.χ. ο Καρυωτάκης, δίχως καμιά οραματική δύναμη. ‘Ολίγη κίνηση’ οράματος υπάρχει στον Καβάφη. Όμως στον ποιητή, στον εαυτό του μιλώντας, να διασώσεις, λέει ‘του ερωτισμού σου τα οράματα’. Η έκφραση των ιδιωτικών αυτών ‘οραμάτων’ ανταμωμένη με μια ακόμα επίσης, ιδιωτική ιστορική συνείδηση, αληθινά καταπληκτική, είναι ο Καβάφης. (…)

Ο Καβάφης είναι σώμα. Και το σώμα είναι βαρύ για να κρατηθεί ψηλά στους αγέρηδες. Ο αλεξανδρινός ποιητής δεν ανοίγει ποτέ τα παράθυρά του, φοβάται το φως, δεν είναι συνεργός της ψυχής το σώμα, είναι το εν και παν. Τι μεγάλη αντίθεση αλήθεια όταν αντικρίζουμε το σώμα του Σολωμού ή το ‘Σώμα, θυμήσου’ της ασκητικής ορθοδοξίας! Η μνήμη ούτε για μια στιγμή, πάλι, δεν χάνεται στην πνευματική ανάμνηση. Τα όρια του Καβάφη είναι αμετάθετα, κ’ είναι τα όρια του σώματος. ‘Σώμα, θυμήσου …’». 

 

Σώμα, θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες,

όχι μονάχα τα κρεβάτια όπου πλάγιασες,

αλλά κι εκείνες τες επιθυμίες που για σένα

γυάλιζαν μες στα μάτια φανερά,

 

κι ετρέμανε μες στην φωνή — και κάποιο

τυχαίον εμπόδιο τες ματαίωσε.

Τώρα που είναι όλα πια μέσα στο παρελθόν,

μοιάζει σχεδόν και στες επιθυμίες

εκείνες σαν να δόθηκες — πώς γυάλιζαν,

 

θυμήσου, μες στα μάτια που σε κοίταζαν·

πώς έτρεμαν μες στην φωνή, για σε, θυμήσου, σώμα.

 

[Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ /[ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΜΕΝΑ, 1897-1933] /[1916 – 1918, θεματική συλλογή] /Θυμήσου, σώμα…]

 

Μετά από όλα αυτά τα λόγια που προσπαθούν να εξηγήσουν και να προσδιορίσουν το ανάστημα του Αλεξανδρινού ποιητή, που παρόλα αυτά έμεινε καιρό στα αζήτητα του ελλαδικού κέντρου, μετά από όλες αυτές τις υπαινικτικές νύξεις, τους λεκτικούς ακροβατισμούς, τους κριτικούς στοχασμούς, τις οξυδερκείς παρατηρήσεις, εμείς δεν έχουμε παρά να παραχωρήσουμε τη θέση μας για την κατακλείδα αυτού του πορτραίτου στον ποιητή και ζωγράφο Νίκο Εγγονόπουλο που έχει ζωγραφίσει μια όμορφη προσωπογραφία του Καβάφη μιμούμενος το ύφος των εκκλησιαστικών αγιογραφιών. Υπάρχει και μια ομοιοπάθεια ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο ποιητές γιατί ο Εγγονόπουλος από την πρώτη ακόμα υπερρεαλιστική συλλογή του με τον τίτλο : « Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν» χλευάστηκε και λοιδορήθηκε ανηλεώς στις επιθεωρήσεις ως Δισεγγονόπουλος από αυτούς που υποδέχτηκαν με άκρως βλάσφημη διάθεση τον «ελληνικό υπερρεαλισμό».

 

«Δεν μπορεί να είναι κανείς χριστιανός και να φαντάζεται τον Καβάφη πεθαμένο. Ο Καβάφης μας βοηθάει να ζήσουμε. Ο Καβάφης δεν ήταν ένας παράξενος άνθρωπος, ξένος προς την Αλεξάνδρεια. Με τα χρήματά του, την ομοφυλοφιλία του, τους τρόπους συμπεριφοράς του, ήταν ένας Αλεξανδρινός, ήταν ένας άνθρωπος σοφός που συνελάμβανε τις μορφές της ζωής και τις μετέδιδε ενισχυμένες. Καθώς ήταν ένας άνθρωπος εξαίσιος, σ’ αυτές τις μορφές της ζωής του έδινε μια ποιότητα τρομακτική κι έτσι δεν μας πέφτει λόγος να τον κατακρίνουμε γι’ αυτές. Κανείς δε μπορεί να απαγγείλει Καβάφη, μόνο ο ίδιος θα μπορούσε να διαβάσει Καβάφη. Οι άλλοι μόνο σεβασμό μπορούν να έχουν γι’ αυτόν. Έτσι ανάβει κανείς τη λάμπα το βράδυ και τον διαβάζει. (…)

 

 

”η  τέχνη κι η ποίηση δεν μας βοηθούν να ζήσουμε:

η τέχνη και η ποίησις μας βοηθούνε

να πεθάνουμε

 

(…)

 

μα επί τέλους! πια ο καθείς γνωρίζει πως

από καιρό τώρα

—και προ παντός στα χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα—

είθισται

να δολοφονούν

τους ποιητάς” 

 

[Νίκος Εγγονόπουλος 1957]

 

Αυτοί οι δύο όπως και ο Νίκος Καρούζος μπορεί να ήταν ”συμμέτοχοι του νυχτερινού εγκλήματος”, αλλά παρά τα λεγόμενα του Νίκου Εγγονόπουλου δεν παραδόθηκαν ποτέ και επιπροσθέτως εχθροί και δήθεν φίλοι προσπάθησαν να τους δολοφονήσουν με μεταφορικώ τω τρόπω, αλλά κατάφεραν μόνο μια ημιδολοφονία. Κι αυτό γιατί όπως είδαμε πιο πάνω οι ποιητές δεν πεθαίνουν.

 

 

Βοηθήματα:
1.Εισαγωγή στην ποίηση του Καβάφη, επιλογή κριτικών κειμένων, επιμέλεια Μιχάλης Πιερής, εκδόσεις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης,  Ηράκλειο 1994,
2.Νίκος Καρούζος, Πεζά κείμενα, Ίκαρος εκδοτική εταιρία, 1998 και
3.Νίκος Εγγονόπουλος, Πεζά κείμενα, εκδόσεις Ύψιλον/Βιβλία, 1987.

 

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.