Η Παρασκευή Κοψιδά Βρεττού είναι Λευκάδια. Σπούδασε Φιλολογία στα Γιάννενα, πήρε διδακτορικό στην Αθήνα υπηρέτησε στη Δημόσια Εκπαίδευση ως φιλόλογος και ως Σχολική Σύμβουλος. Εν ολίγοις εξάντλησε όλες τις βαθμίδες του χώρου μας και τώρα ενεργοποιείται ως Πρόεδρος του Συνδέσμου Φιλολόγων Λευκάδας, γράφοντας ποίηση, πεζό, μελέτες, δοκίμια. Παράλληλα συμμετέχει σε συνέδρια, συμπόσια, σεμινάρια.
Το βιβλίο της, Λευκάδιος Χερν και Πιερ Λοτί, έχει για τίτλο δύο τρανά ονόματα· τρανά, όπως θα έλεγε ο επίσης Λευκάδιος συμπατριώτης της, Άγγελος Σικελιανός. Και τα ονόματα είναι: Λευκάδιος Χερν και Πιερ Λοτί. Και δεύτερος τίτλος, ποιητικός: «Συνάντηση στη μαγική μελαγχολία της απόδρασης».
Στην Εισαγωγή η Κοψιδά θέτει το ερώτημα «Γιατί γράφεται ένα βιβλίο» και απαντά ποικιλοτρόπως. Σύνοψη όλων των «γιατί» συνιστά η συστέγαση των δύο συγγραφέων· η ζωή και το έργο τους, η επιθυμία τους να γνωρίσουν άλλους πολιτισμούς, αλλά και οι ιδιόμορφες σχέσεις με άλλους ανθρώπους, η αναζήτηση του μητρικού μορφοειδώλου, ο Χερν, δεν ταίριαζε με τους συμπατριώτες του ο Λοτί.
Ο Πάτρικ Λευκάδιος Χερν (1850-1904) γεννήθηκε στη Λευκάδα (εξ ου και Λευκάδιος) και πέθανε στην Ιαπωνία. Έζησε δηλαδή μόνο 54 χρόνια. Ωστόσο πρόλαβε να ταξιδέψει πολύ και να γίνει συγγραφέας, μεταφραστής και δημοσιογράφος. Τα τεκμήρια της ύπαρξής του στη Λευκάδα είναι το σοκάκι που βρίσκεται το σπίτι που γεννήθηκε και φέρει το όνομά του, η Αγία Παρασκευή που βαφτίστηκε κι εκεί είναι θαμμένος και ο εξάδελφός του Ροβέρτος, ο ανδριάντας του ανάμεσα στους άλλους ποιητές του τόπου, στο Πάρκο των Ποιητών. Τέλος, η αναθηματική στήλη για την πρώτη συνάντηση Λευκάδας Ιαπωνίας, το 1933.
Ο Λευκάδιος ήταν ο δεύτερος από τους τρεις γιους που γεννήθηκαν από τον Charles Bush Hearn, Ιρλανδό αξιωματικό-χειρουργό στο βρετανικό στρατό, και τη Ρόζα Αντωνία Κασσιμάτη. Ο Λευκάδιος ήρθε στο Δουβλίνο σε ηλικία δύο ετών, αλλά ο γάμος των γονιών του δεν ευτύχησε και η μητέρα του επέστρεψε στην Ελλάδα, αφήνοντάς τον στη φροντίδα μιας ηλικιωμένης θείας, της Sarah Brenane στο Παρίσι.
Ένας άλλος Λευκάδιος, ο Νάνος Βαλαωρίτης, μέγας μελετητής της ελληνικής και της παγκόσμιας λογοτεχνίας και σαν τον ομηρικό Οδυσσέα ταξιδευτής, λέει ότι τον διανοητή τον βασανίζει σαν εφιάλτης ο εξωτισμός, η τάση φυγής δηλαδή, που γεννιέται στους καλλιτέχνες της Ευρώπης. Ο Μποντλέρ, ο Μαλαρμέ, ο Ρεμπώ θέλουν να φύγουν από το κέντρο για το άγνωστο («au fond de l’inconnu pour trouver du nouveau», λέει ο Μπωντλέρ). Έμπλεως από αυτό το πνεύμα ο Χερν γίνεται ένας άλλος Οδυσσέας που ίδεν άστεα πολλά και ανθρώπων νόον έγνω.
Συγκεκριμένα στα 1871 τον βρίσκουμε στο Σινσινάτι του Οχάιο, των ΗΠΑ, δημοσιογράφο και παράλληλα μεταφραστή γάλλων ρομαντικών ποιητών, ανάμεσα τους ο Θεόφιλος Γκωτιέ και ο Ογκύστ Φλωμπέρ, γιατί του αρέσουν σαν άνθρωποι και γιατί ταιριάζει με τον ψυχισμό τους, παράλληλα εκπαιδεύεται υφολογικά για το δικό του μελλοντικό έργο που αρχίζει μετά από λίγο, το 1874. Έγραψε γύρω στα 450 κείμενα με θέματα που αφορούν τη ζωή αστών και μαύρων, όπου γίνεται φανερή η κυρίαρχη επιρροή των γάλλων δασκάλων του 19ου αιώνα.
Το 1877 τον βρίσκουμε στη Νέα Ορλεάνη της Λουιζιάνας. Είναι πόλη πολυπολιτισμική εθνογραφικά με γαλλική κουλτούρα, ισπανική από του κονκισταδόρες της και αφρικανική από τους σκλάβους- δούλους της. Χτίστηκε από Γάλλους άποικους, στις όχθες του Μισισιπή, αλλά πουλήθηκε στους Αμερικανούς το 1803. Εκεί ο Χερν έμεινε μια δεκαετία παντρεύτηκε την μιγάδα Alethea (Mattie) Foley, πράγμα που του στοίχησε την δημοσιογραφική δουλειά του στην εφημερίδα Cincinnati Enquirer. Το καλό κλίμα της πόλης όμως, η γλώσσα, η κουζίνα και η μουσική γονιμοποίησαν τη φαντασία του. Ωστόσο, η Νέα Ορλεάνη για τον Λευκάδιο είναι ένας απολεσθείς παράδεισος, λόγω πολιτικής διαφθοράς και βαρβαρότητας της αστυνομίας.
Από τα δέκα χρόνια που έμεινε στην Ν. Ορλεάνη, τα δύο τα πέρασε στη Μαρτινίκα, χρυσή εποχή της δημοσιογραφικής του σταδιοδρομίας, όπου σχεδόν αφομοιώθηκε με τους ντόπιους, ένιωσε τα χρώματα και τους ήχους. Μίλησε με τη φωνή της Μαρτινίκας, αισθάνθηκε, δηλαδή σαν τον Γκωγκέν, μελέτησε τα έθιμα, το βουντού, τα τραγούδια, την γλώσσα, την κουζίνα, τα πάντα. Οι μελέτες του συνιστούν μεγάλη συμβολή στην εθνομουσικολογία και σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό Αμερικανού δημοσιογράφου, λαογράφου που έφτασε εκεί, ο Χερν ήταν «άνθρωπος των γραμμάτων που έχει αφήσει το στίγμα του».
Όμως, σαν να μην τον χωράει ο κόσμος, φεύγει και από τη Μαρτινίκα και από το 1887 έως το 1889, πάει στις Δυτικές Ινδίες με αποστολή του περιοδικού Harper’s Magazine και με υποχρέωση να παραδίδει λογοτεχνικά κείμενα, Two years in the French West Indies (1890). Τις αφορμές για τα κείμενα αυτής της περιόδου τις παίρνει από τα προβλήματα των ιθαγενών, όπως φαίνεται στο μυθιστόρημά του Youma (1890), το οποίο αναπαράγει την αυθεντική ιστορία της εξέγερσης των σκλάβων. Από εκεί, ταξίδεψε στην Ιαπωνία, η συνεργασία με το περιοδικό σταμάτησε, οπότε για να ζήσει εργάστηκε ως δάσκαλος στο Izumo στη βόρεια Ιαπωνία. Τα άρθρα του για την Ιαπωνία, μαζί και οι προσωπικές του περιπέτειες, σύντομα άρχισαν να εμφανίζονται στο The Atlantic Monthly και αναδημοσιεύονταν σε αρκετές εφημερίδες στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Από το 1896 έως το 1903, εργάστηκε ως καθηγητής αγγλικής λογοτεχνίας στο Imperial University του Τόκιο. Την περίοδο εκείνη έγραψε τέσσερα βιβλία με θέματα αντλημένα από τα έθιμα, τη θρησκεία και τη λογοτεχνία της Ιαπωνίας. Έγραψε, επίσης, μια συλλογή από ιστορίες για φαντάσματα, τρεις από τις οποίες έγιναν το 1965 κινηματογραφική ταινία με τίτλο Kwaidan. Μετέφρασε ακόμα και ποιήματα haiku.
Το 1904, αφήνοντας πίσω του την εξιδανικευμένη εικόνα του ριζοσπάστη συγγραφέα και τον νεανικό παρορμητισμό του, καταδικάζει την δυτικοποίηση της Ιαπωνίας, πράγμα που ήταν αναπόφευκτο να γίνει και έγινε.
Στην Ιαπωνία παντρεύτηκε (1891) την Setsuko Koizumi και απέκτησαν τρεις γιούς και μια κόρη, έγινε βουδιστής, πήρε την ιαπωνική ιθαγένεια και άλλαξε το όνομά του σε Koizumi Yakumo, με το οποίο απέκτησε μεγάλη φήμη και έγινε γνωστός σto πανεπιστήμιο του Τόκιο και το ιδιωτικό πανεπιστήμιο Waseda. Για όλα όσα έγραψε για την Ιαπωνία θεωρήθηκε εθνικός συγγραφέας της.
Αλλά και για τα αντιρατσιστικά γραπτά του για την Αμερική για την αληθινή του ιδιοφυία, τη λαμπρή σαφήνεια και προσεκτική λεπτομέρεια του ρεπορτάζ του, μπορεί να θεωρηθεί κατεξοχήν ιστορικός και εθνογράφος της Αμερικής του 19ου αιώνα και τα γραπτά του πολυπολιτισμικό λυρικό χρονικό. Ο Χερν αισθανόταν σαν να είχε δύο ψυχές η μία τον έσερνε στα ταξίδια και η άλλη ήταν πολύ αδύνατη για να τον εμποδίσει.
Ο Pierre Loti – ψευδώνυμο (παραφθορά του Ροτί-κόκκινο λουλούδι) του Louis-Marie-Julien Viaud (1850- 1923), γεννήθηκε στο Rochefort της Γαλλίας και πέθανε σε μια πόλη στα Πυρηναία κοντά στους Βάσκους. Γεννήθηκε την ίδια χρονιά με τον Χερν και έζησε δεκαεννέα χρόνια περισσότερο. Και ο Λοτί ήταν μυθιστοριογράφος και ταξιδευτής, έγινε δημοφιλής στην εποχή που κυριαρχούσε το πνεύμα εξωτισμού, της ανάγκης για το πρώτο βλέμμα σε άλλους πολιτισμούς. Αν και μεγάλωσε με τον δυτικό πολιτισμό, δεν τον αγάπησε γιατί δεν κάλυπτε τις ψυχικές του αναζητήσεις. Όμως είχε την τύχη, ως αξιωματικός του Ναυτικού, να ταξιδέψει πολύ, να φτάσει μέχρι τη Μέση και Άπω Ανατολή και να πλεύσει στα κινεζικά νερά, καλύπτοντας έτσι την ανάγκη του για ταξίδια, κάτι που αναζητούσαν οι συγγραφείς της εποχής του. Το 1881 πήρε προαγωγή σε υπολοχαγό και το 1906 έγινε καπετάνιος.
Εν αντιθέσει με τον Χέρν, τα ταξίδια στην Άπω Ανατολή δεν του ήταν ευχάριστα. Την Κίνα την ονομάζει «Κίτρινη Κόλαση» και η Ιαπωνία τον τρομάζει. Αντίθετα θαύμαζε την Κωνσταντινούπολη και κατήγγελλε κάθε ενέργεια της Δύσης στην Τουρκία. Στην Κωνσταντινούπολη, θα γνωρίσει τους απαγορευμένους έρωτες, τα χαρέμια και τη ζωή των γυναικών σ’ αυτά, την ανατολίτικη κουλτούρα, τα αρώματα και όλα τα ερεθιστικά της Ανατολής που θα αποτυπώσει στο μυθιστόρημα του Aziyadé (1879). Οι Τούρκοι για όσα έγραψε για την Τουρκία τον ανακήρυξαν επίτιμο πολίτη και πρεσβευτή καλής θελήσεως της Τουρκίας, του αφιέρωσαν ένα δρόμο κι ένα λόφο.
Στο Μαρόκο, επίσης, θα περάσει καλά. Θα γράψει για τα παιδικά του χρόνια, συναισθηματικές ποιητικές εξομολογήσεις. Μια τριλογία με θέμα την Έρημο, Ιερουσαλήμ, Γαλιλαία, το προσκύνημα στην Ιερουσαλήμ, μια επίσκεψη στη χώρα των Βάσκων. Ο Λοτί θα βρεθεί στις Βρετανικές Ινδίες (ο Χερν στις Γαλλικές), όπου θα γράψει ένα εθνογραφικό οδοιπορικό, L’ Indie sans Anglais, ακολουθεί η Κίνα και ο πόλεμος των Μπόξερς. Ο Λοτί ανέπτυξε γρήγορα, παράλληλα προς τη ναυτική του σταδιοδρομία, και τη λογοτεχνική, με την οποία κέρδισε το σεβασμό των κριτικών και την αγάπη του μεγάλου κοινού. Με επιτυχίες όπως ο Pêcheur d’ Islande (1886) και η Madame Chrysanthème (1887), η οποία αποτέλεσε τη βάση για την όπερα του Πουτσίνι Μαντάμα Μπατερφλάι, και με την έγκριση απαιτητικών κριτικών, όπως ο Ferdinand Brunetière, ο Anatole France , ο Paul Bourget και ο Jules Lemaître , άνοιξε ο δρόμος για την υποδοχή του στην Ακαδημία της Γαλλίας το 1891.
Τον πληγώνει ο θάνατος, η αγάπη, το πέρασμα της νιότης και αισθησιακής της ζωής, όπως καταγράφεται στο Le Livre de la pitié et de la mort (1890) και το Reflets sur la sombre route (1889), τέλεια παραδείγματα της αυθεντικής τέχνης του.
Ο Λευκάδιος Χερν και ο Πιερ Λοτί αλληλογραφούσαν τυπικά. Ο Χερν χαρακτηρίζει δανδή τον Λοτί, απογοητευτικό από μερικές απόψεις, διότι από τότε που έγινε ακαδημαϊκός στα γράμματα που του έστελνε απαντούσε ο Γραμματέας του και όχι ο ίδιος. Ωστόσο οι δύο άντρες ταίριαζαν στην ψυχοσύνθεση, στην αγάπη για τα ταξίδια και τον εξωτισμό, την προτίμηση στον πρωτογονισμό, τους ιθαγενείς, τις εγχώριες μυρωδιές, τα φαγητά, τη σάρκα. Ο Λοτί είχε μεγάλη επίδραση πάνω στον Χερν, ο οποίος ήθελε να του μοιάσει. Του άρεσαν όλα όσα είχε ο Λοτί, και το ήταν αξιωματικός με σταθερό μισθό. Ο Λοτί ήταν μετεωρίτης που έπεσε από τον ουρανό, όπως ο Συρανό που έλεγε ότι έπεσε από το φεγγάρι.
Συμπέρασμα. Δύο άνθρωποι ταξίδεψαν από την Ευρώπη, από την Αγγλία ο ένας, από τη Γαλλία ο άλλος, διάβασαν τους ίδιους συγγραφείς, πόθησαν τα μεγάλα ταξίδια στους άγνωστους τόπους, αγάπησαν την αυθεντικότητα της συμπεριφοράς, την πρωτόγονη ζωή και την ερωτική ποικιλία. Ό,τι ένιωσαν, έζησαν, αγάπησαν, απόλαυσαν ή φοβήθηκαν, το κατέγραψαν και αυτό, είτε ως υλικό ιστορικό είτε ως προϊόν μυθοπλασίας, είναι ένα πλούσιο έργο, γεμάτο πληροφορίες και αισθήσεις, παρακαταθήκη στους νεότερους.
Πού συναντήθηκαν λοιπόν οι δύο άντρες; Μα, «Στη μαγική μελαγχολία της απόδρασης», μακριά από τον χρεωκοπημένο ευρωπαϊκό πολιτισμό, όπως προκύπτει από την παράλληλη μελέτη της ζωής τους η Παρασκευή Κοψιδά.
Λίαν ενημερωτικό άρθρο. Η ταινία “Kwaidan” του μεγάλου Κομπαγιάσι είναι αγαπημένη. Δεν είχα προσέξει πως κάποιες ιστορίες είχε γράψει ο Χερν. Τώρα βλέπω πως το όνομά του αναφέρεται στο IMDB. Τρέιλερ της ταινίας εδώ https://www.youtube.com/watch?v=XG5mvupo9Wc