Γλάρος
Μ’ έκανε το σκυλί του πελάγου Του
να μυρίζομαι τα καράβια πίσω από τον ορίζοντα
τις φωτιές στους βυθούς και στα άστρα Του.
Μ’ έκανε το σκυλί της αυλής Του
να αγναντεύουμε παρέα στα βράχια
τον χρόνο που πλέει γύρω από τα νησιά Του.
Μ’ έκανε το σκυλί του περιβολιού Του
να μην τρυπώνει ο Τρυγητής
και του σουφρώνει τις ώριμες νοστιμιές Του.
Μ’ έκανε το σκυλί του κοπαδιού Του
λευκός, κρυμμένος στον αφρό των κυμάτων
να τσομπανεύω τους ανέμους Του.
Μ’ έκανε το σκυλί του κυνηγιού Του
να ξετρυπώνω τους χαμένους στη θάλασσα
που τρομάζουνε τους τουρίστες Του.
Μ’ έκανε ο Θεός το σκυλί Του
χωρίς ουρά, να μη δείχνω τη χαρά στην καλοκαιριά
με μικρά φτερά, να μην τρέχω μακριά απ’ την αγάπη Του.
Ο κουτσός μήνας με βοήθησε να το σκάσω.
Και για σένα που ρωτάς και γι’ Αυτόν που με ψάχνει·
ο Αδέσποτος είμαι με το τσιμπούρι του ήλιου.
Πίσω απ’ τα καΐκια Του γαβγίζω
και ξεδιψώ στην αρμύρα.
Απλώστρα των ονείρων
Με έναν πνιγμό στο μυαλό, άνοιξες το παραθυρόφυλλο
και ανέβηκε το κύμα της καρδιάς στο μπαλκόνι.
Άνοιξες να πετάξεις και ο ουρανός ένα σεντόνι,
πίσω του η μοναξιά.
Έλα πήδα μαζί μου να φύγουμε μένοντας,
να βρούμε τον γκρεμό των πουλιών
πάνω από τα κύματα της ζωής
που φωλιάζουν ψυχές και οι ψυχούλες μας στα νυχτέρια,
να συναντήσουμε ό,τι κουβαλάμε
με το ξύλινο κάρο στην ανηφόρα
στον ρυθμό του αργήσαμε,
να πάμε όπου δεν πήγαμε τότε
στο πικνίκ των προδομένων υποσχέσεων
στο σινεμά στο έργο που δεν είδαμε την τελευταία σεζόν,
να γυρίσουμε στη γειτονία των εκπλήξεων
τσουλώντας ό,τι πάει πέρα από τις προσδοκίες μας
στις μικρές μοίρες πέρα από τα νησιά των κυπαρισσιών,
να μαζέψουμε τα λόγια από τα μεσημέρια μας
τα μπερδεμένα πόδια μας
τις παγωμένες βανίλιες των στιγμών,
να χαθούμε, να πλέουμε στον ουρανό
κρατημένοι από το σεντόνι των ονείρων
που έφυγε από την απλώστρα μέσα σε ένα μπουρίνι αγάπης.
Απλώστρα των ονείρων
Με έναν πνιγμό στο μυαλό, άνοιξες το παραθυρόφυλλο
και ανέβηκε το κύμα της καρδιάς στο μπαλκόνι.
Άνοιξες να πετάξεις και ο ουρανός ένα σεντόνι,
πίσω του η μοναξιά.
Έλα πήδα μαζί μου να φύγουμε μένοντας,
να βρούμε τον γκρεμό των πουλιών
πάνω από τα κύματα της ζωής
που φωλιάζουν ψυχές και οι ψυχούλες μας στα νυχτέρια,
να συναντήσουμε ό,τι κουβαλάμε
με το ξύλινο κάρο στην ανηφόρα
στον ρυθμό του αργήσαμε,
να πάμε όπου δεν πήγαμε τότε
στο πικνίκ των προδομένων υποσχέσεων
στο σινεμά στο έργο που δεν είδαμε την τελευταία σεζόν,
να γυρίσουμε στη γειτονία των εκπλήξεων
τσουλώντας ό,τι πάει πέρα από τις προσδοκίες μας
στις μικρές μοίρες πέρα από τα νησιά των κυπαρισσιών,
να μαζέψουμε τα λόγια από τα μεσημέρια μας
τα μπερδεμένα πόδια μας
τις παγωμένες βανίλιες των στιγμών,
να χαθούμε, να πλέουμε στον ουρανό
κρατημένοι από το σεντόνι των ονείρων
που έφυγε από την απλώστρα μέσα σε ένα μπουρίνι αγάπης.