Περίληψη Α Μέρους: Ο Πρωτοκαλλιγράφος είναι ένας άνδρας που έχει καταφύγει στη Μονή του Στουδίου για να γλυτώσει από την καταλαλιά του κόσμου για τη γυναικεία του φύση. Αφοσιώνεται στην τέχνη της αντιγραφής των χειρογράφων ενώ τον προβληματίζουν τα όσα διαβάζει από τα έργα των αρχαίων φιλοσόφων που αντιγράφει.
Σύνδεσμος στο Α Μέρος: https://www.periou.gr/%ce%b4%ce%ac%cf%86%ce%bd%ce%b7-%ce%bc%cf%80%ce%b9%cf%84%ce%b6%ce%ac%cf%81%ce%bf%cf%85-%ce%bf-%cf%80%cf%81%cf%89%cf%84%ce%bf%ce%ba%ce%b1%ce%bb%ce%bb%ce%b9%ce%b3%cf%81%ce%ac%cf%86%ce%bf%cf%82-%cf%84/
Ο Πρωτοκαλλιγράφος πια φώλιασε μέσα στο φωτεινό σκριπτόριο και λες και η πνοή του έβγαινε από τους κώδικες και το ράσο του ενσωματώθηκε με τα μελάνια και η μορφή του αναδυόταν από τα φωτεινά παράθυρα και η ψυχή του ξεχείλιζε από τους τοίχους. Έγινε ένα με τα χειρόγραφα και την παραγωγή τους. Τα απόβραδα διάβαζε και μετά τυραννιόταν. Κείμενα και φράσεις χοροπηδούσαν μπροστά στα μάτια του, σκέψεις πέταγαν στο μυαλό του.
«Επιθυμία τις ο έρως άπαντι δήλον»[1]. [ο έρωτας είναι μια επιθυμία, είναι φανερό στον καθένα].
Και το χειρόγραφο συνέχιζε αμείλικτο:
Πρέπει να σκεφθούμε ότι στον καθένα μας υπάρχουν δύο αρχές που μας κυβερνούν και μας καθοδηγούν, και τις οποίες ακολουθούμε όπου και να μας οδηγούν. Η μία είναι η έμφυτη επιθυμία για τις ηδονές και η άλλη είναι μια επίκτητη γνώμη, η οποία αποβλέπει στο καλύτερο. Και αυτές μέσα μας άλλοτε συμπνέουν και άλλοτε μάχονται η μια την άλλη’ και άλλοτε επικρατεί η μία, και άλλοτε η άλλη. Η επικράτηση της γνώμης που, διαμέσου του λόγου, οδηγεί στο καλύτερο και κυριαρχεί, ονομάζεται σωφροσύνη. Ενώ η επικράτηση της επιθυμίας η οποία, κυριεύοντάς μας, μας οδηγεί ασυλλόγιστα προς τις ηδονές, ονομάζεται ύβρις. Όμως η ύβρις έχει πολλά ονόματα, επειδή είναι πολυμελής και πολύμορφη. Έτσι, παραδείγματος χάρη, όταν η επιθυμία για το φαγητό επικρατήσει του λόγου … ονομάζεται λαιμαργία, και δίνει το αντίστοιχο όνομα σε όποιον την έχει…. ονόματα που υπαγορεύονται από την επιθυμία που κάθε φορά κυριαρχεί. Η άλογη επιθυμία που οδηγεί στην ηδονή της ομορφιάς, και, αφού δυνάμωσε από τις συγγενικές της επιθυμίες για την ομορφιά των σωμάτων, προχώρησε και νίκησε, πήρε το όνομά της από την ίδια τη ρώμη, και ονομάστηκε έρωτας. [2]
Εικόνα 6 Χειρόγραφο πλατωνικών κειμένων
Πηγή: http://n1.intelibility.com/ime/lyceum/?p=lemma&id=594&lang=1
Ανάθεμα μουρμούρισε, τα κείμενα της Δύσης που διάβαζε μιλούσαν για τα ίδια αμαρτήματα με λόγια φριχτά και έφερναν κόλαση, διαβόλους, φωτιές, αιώνια τυραννία! Εφτά θανάσιμα αμαρτήματα είχε καταγράψει ο Ευάγριος από τον Πόντο[3] και τα διαμηνούσε ο Πάππας per mare per terra (σε γη και σε θάλασσα) και φοβέριζε τους πιστούς. Και να που μέσα σε αυτά καθρεφτίζονται πρώτα η λαιμαργία, όπως και εδώ και μετά όχι ο έρωτας αλλά … «η λαγνεία». Θε μου τι μυστήριο και τούτο ένας μιλάει για έρωτα και ο άλλος το ίδιο πράγμα το λέει λαγνεία! Τι από τα δυο, που είναι η αλήθεια; Έρωτα είχε νοιώσει για κείνο το πανέμορφο νεανικό ανδρικό σώμα που η ρώμη και ο τρόπος του να στέκει πάνω στη γη δεν είχε άλλο όμοιο[4]. Ήταν λαγνεία αυτό; Όχι μούγκρισε από τα κατάβαθα της ψυχής του! Μόνο μια επιθυμία για την ομορφιά, όπως η ομορφιά της τέχνης του! Έρωτας ήταν! Ο αρχαίος είχε δίκιο! κι όταν αυτός ο έρωτας έγινε αβάσταχτος, ανομολόγητος και ορατός, έφυγε και κρύφτηκε για πάντα στο μοναστήρι. Καυτή σπίθα τινάχτηκε από μέσα του και ξεχείλισε από μέσα του σκιρτώντας:
«κείνα τα ωραία γκρίζα μάτια· θα ’ναι είκοσι χρόνια πριν….
Θ’ ασχήμισαν — αν ζει — τα γκρίζα μάτια· θα χάλασε τ’ ωραίο πρόσωπο.
Μνήμη μου, φύλαξέ τα συ ως ήσαν.
Και, μνήμη, ό,τι μπορείς από τον έρωτά μου αυτόν, ό,τι μπορείς φέρε με πίσω απόψε.»[5]
Χωρίς απάντηση, γύρισε πάνω στο ψάθινο στρώμα. Το κερί τρεμόπαιζε πλησιάζοντας στο λιωμένο τέρμα του, πηγμένη η μάζα της ψυχής του πάνω στο ξύλινο καντηλέρι τον συνεπήρε σ΄ένα κλάμα αργό, βουβό και σαν το ζώο που γλύφει τις πληγές του γύρισε προς τον άδειο τοίχο. Αύριο είναι μια άλλη μέρα σκέφτηκε και το χειρόγραφο με περιμένει. Θα βρω την άκρη της ζωής…
Το πρωί έψελνε και αντέγραφε, δούλευε, έλεγχε, πρόσεχε τις γραφές όλων και πάνω απ’ όλα την ακρίβεια και την ποιότητα. Τα βράδια διάβαζε, ξόμπλιαζε τη ζωή που δεν έζησε, τις μνήμες που ξεθώριαζαν και έβλεπε την ομορφιά στην τέχνη και στα χειρόγραφα.
Θυμάται ακόμα πως ένα απόβραδο είδε ένα ξενόφερτο μοναχό που έφεραν οι αδελφοί του από το λιμάνι και πως αυτός είχε κουβαλήσει μαζί του από την άλλη άκρη της θάλασσας, ένα άλλο χειρόγραφο με μια άλλη αλήθεια και μια ανάσα που μέσα της έκρυβε τη «δικαιοσύνη». Αυτό δεν τον πείραζε, ίσα ίσα μέσα από το κείμενο αυτό είδε τη δικαιοσύνη του κόσμου του, τη σοφία του δημιουργού του για την ισορροπία του κόσμου του, τη φρόνηση, την ιερότητα του δικαίου. Το χειρόγραφο αυτό του Πλάτωνα που ήρθε από το μακρινό Μοναστήρι του Monte Cassino ταχτοποιήθηκε στα μακρινά ράφια της Βιβλιοθήκης, ο μοναχός που το είχε αντιγράψει και κουβαλήσει μαζί του το αποχωρίστηκε με προθυμία και η ζωή συνέχισε το ρυθμό της απαράλλαχτη, στον ταχτοποιημένο μικρόκοσμο του εργαστηρίου.
Τούτος ο νιόφερτος καλόγερος κουβαλούσε πάνω του μια ζέση απύθμενη για τη γραφή και την καλλιγραφία, ένα πάθος που όμοιο του ήταν μόνο το δικό του για τα χειρόγραφα και την τελειότητα της τέχνης της γραφής. Μετά την πρώτη τους σύγκρουση για τις αλλαγές που πρόσεξε ότι έκανε ο νιόφερτος δυτικός βενεδικτίνος μοναχός στις λέξεις των χειρογράφων που τον σκανδάλιζαν και την απότομη μεταστροφή του στην καθαρότητα της αντιγραφής, τούτος ο επισκέπτης κέρδιζε με το πάθος του την προσοχή του πρωτοκαλλιγράφου. Λες και τούτος ο ξένος μπορούσε μέσα σε λίγο χρόνο να καταλάβει το τυπικό του μοναστηριού, να γίνει ένα σαν κι αυτούς, να κοιτάξει προς το φως του σκριπτόριου και να διαβάζει τα βράδια σαν και τον ίδιο τα κείμενα των αρχαίων και των ιστοριών και των νόμων και της φυσικής και των σεισμών τα μεγάλα οράματα. Λες και ήταν πάντα εκεί. Οι τοίχοι γέμιζαν συχνά πυκνά από τη σκιά του, τα χειρόγραφα του ανάδιναν ομορφιά και τελειότητα, η ψυχή του κουλουριασμένη πάνω στα καλλιγραφικά γράμματα έβγαινε μέσα από τη γραφίδα του.
Εικόνα 7 Μοναχός αντιγραφέας. Μικρογραφία από χειρόγραφο του 12ου αι. Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη
Πηγή: http://n1.intelibility.com/ime/lyceum/?p=lemma&id=594&lang=1
Ο Πρωτοκαλλιγράφος κοίταζε σιωπηλός χωρίς να σχολιάζει ή και να μετρά τα διαβάσματα του μοναχού του Monte Cassino. Στην αρχή είδε με προσοχή το Κύριαι Δόξαι, χειρόγραφο για το οποίο ο βενεδικτίνος είχε σταλθεί από την άλλη άκρη της Μεσογείου με την επιταγή να το αντιγράψει. Ο Πρωτοκαλλιγράφος με εντολή του ηγούμενου ανέλαβε ο ίδιος την επιστασία της σωστής αντιγραφής του κειμένου του Επίκουρου. Εκεί αρπάχτηκαν για την πιστότητα της αντιγραφής κι εκεί άρχισαν τις πρώτες συζητήσεις, τ ‘ απόβραδα μετά τη δουλειά, μετά την παραγωγή των χειρογράφων κι αφού είχαν υπηρετήσει την τέχνη όσο καλύτερα μπορούσαν. Όλα ξεκίνησαν από τη ρίμα του Επίκουρου:
Ὧν ἡ σοφία παρασκευάζεται εἰς τὴν τοῦ ὅλου βίου μακαριότητα πολὺ μέγιστόν ἐστιν ἡ τῆς φιλίας κτῆσις.
[Από αυτά με τα οποία η σοφία προετοιμάζει την ευτυχία για ολόκληρη τη ζωή, εκείνο που είναι πολύ πιο σημαντικό είναι η εξασφάλιση της φιλίας]. [6]
Μέσα στο περίκλειστο μοναστήρι είχε αποκτήσει ένα φίλο, είχε βρει ένα σύντροφο και συνοδοιπόρο στο μακρύ ταξίδι των χειρογράφων. Η ζωή του είχε ομορφύνει, πρόσβλεπε τα βράδια στις συζητήσεις και στα παιχνίδια του νου που έσκυβαν πάνω στα κείμενα κι έψαχναν την αλήθεια. Κι όταν άρχισε η συζήτηση για τον έρωτα ο Πρωτοκαλλιγράφος ήταν ήδη έτοιμος να αφήσει τη σπίθα να ξυπνήσει μέσα του και να βρει την ευτυχία που φευγαλέα μόνο είχε υποθέσει ότι μπορεί να υπάρχει στον επίγειο τούτο κόσμο.
Σαν άλλος Φαίδρος, ο νιόφερτος μοναχός από το Monte Cassino αναρωτιέται μπροστά στο σκοτεινό βλέμμα του Πρωτοκαλλιγράφου, τι είναι αλήθεια και τι είναι ψέμα, ποιοι μύθοι από την Αγία Γραφή και τα ευαγγέλια είναι αλήθεια και τι είναι κατασκεύασμα μιας φαντασίας που ζητάει να πλάσει μορφές σαν τους Ιπποκενταύρους και τον Πήγασσο, σαν τη Χίμαιρα και τη Γοργόνα, σαν τα τέρατα της αποκαλύψεως, σαν το φτερωτό άρμα του προφήτη Ηλία, σαν τα όρνια της κόλασης και τους δράκους που πέφτουν νικημένοι από το κοντάρι του Άη Γιώργη. Μια φαντασία που πρέπει να μείνει αχαλίνωτη σαν πηγή έμπνευσης για την τέχνη, για την εικόνα που στόλιζε το χειρόγραφο, για την ύψιστη τέχνη της γραφής. Σαν άλλος Σωκράτης κι ο Πρωτοκαλλιγράφος γύριζε και κοίταζε βαθιά μέσα του, ομφαλοσκοπούσε και ήξερε πως τα θηρία ήταν μέσα του και πως αν δεν αντιμετώπιζε αυτά δεν θάξερε στ’ αλήθεια ποιος είναι[7]. Έγραφε και φούντωναν μέσα του τα θηρία της Αποκάλυψης, πυρφόροι δαίμονες ξεχύνονταν από το είναι του κι αγκάλιαζαν τον μοναχό που ήρθε από τις ομίχλες του Monte Cassino. Γλυκιές εικόνες τον γέμιζαν θλίψη και άγριοι αλαλαγμοί ξεχύνονταν να μετρηθούν με τη φουρτούνα του πελάγους που πελέκαγε τα βράχια κάτω στην Προποντίδα.
Εικόνα 8 Ο Άγιος Φαίδρος
Πηγή: https://www.saint.gr/3111/saint.aspx
Συχνά διάβαζαν μαζί και κουβέντιαζαν σιγανά ξαναζωντανεύοντας τους διαλόγους του Φαίδρου με το Σωκράτη. Έτσι, σαν άλλοι φιλόσοφοι μιας λησμονημένης εποχής, ξεχασμένοι σε ένα κόσμο που δεν τους ταίριαζε. Δειλά, το πνεύμα τους χορεύοντας μέσα σε αναπαίστους και λύρες ανάκουστες έβγαινε από το στενό κελί του Βυζαντινού Μοναστηριού και ξανοίγονταν στις φυλλωσιές της Αθήνας και στο θρόισμα που άφηναν πίσω τους οι Ναϊάδες κι οι Αμαδρυάδες. Αυτές τις στιγμές ο Πρωτοκαλλιγράφος αναρωτιόταν αν όσα έλεγε Φαίδρος για τα πάθη του έρωτα και για τον πόθο του κορμιού που ξεκινούσε πριν τη γνωριμία των ψυχών[8] είχαν κάποια αλήθεια.
Εικόνα 9 Συζήτηση Σωκράτη και Φαίδρου
Πηγή: http://frosochatoglou.blogspot.com/2013/04/1948.html
«Τι λες για τη φιλία και τον έρωτα;» μουρμούρισε προς τον καλόγερο του Monte Cassino; «Υπάρχουν μαζί αυτά τα δυο ή μόνο ξέχωρα; Ή το ένα αποκλείει το άλλο;»
Ο ξενόφερτος καλόγερος πισωπάτησε; «Όχι είναι ξέχωρα φώναξε» και τον κοίταξε υποψιασμένος.
Η αλήθεια είχε ειπωθεί.
Το χέρι του Πρωτοκαλλιγράφου, έμεινε μετέωρο στο κενό. Η κίνηση δεν ολοκληρώθηκε και η βραδιά έληξε βιαστικά και άβολα. Έφυγε τρομαγμένος αρπάζοντας το χειρόγραφο και χάθηκε μέσα στα σκοτάδια του διαδρόμου.
Την άλλη μέρα, μια αόρατη απόσταση χώριζε τους δυο μαϊστορες της γραφής. Η ατμόσφαιρα μέσα στο σκριπτόριο πηχτή και ασάλευτη έμοιαζε σα να κοβόταν με το μαχαίρι
Ο Πρωτοκαλλιγράφος πετρωμένος έψαχνε μέσα του κι έβρισκε πως η φιλία και η γνωριμία των ψυχών τον είχε φέρει στο κατώφλι του έρωτα και στη δίνη του πόθου. Η ψυχή του αναποδογύριζε και αρνιόταν τον προσεχτικά τεκμηριωμένο λόγο του Φαίδρου. Όχι, φιλία και έρωτας πάνε μαζί κανείς δεν απαρνιέται τυφλωμένος από πάθος. Φιλία, τέχνη, έρωτας είναι δεμένα σαν τους χαμηλούς θάμνους με τα βότανα που φυτρώνουν στα ξερονήσια, σφιχταγκαλιασμένα να στέκονται μπροστά τους ανέμους και στα πελάγη που τα χτυπούν. Αξεχώριστα, ενωμένα, αισθήματα ακατέργαστα σαν τους ξυλώδεις θάμνους πάνω στα βράχια του Αιγαίου. Λάθος, ο περίτεχνος Φαίδρος δεν ξέρει από έρωτα και αισθήματα σαν τα δικά του. Δεν ξέρει πως είναι να ξυπνάει το κοιμισμένο πνεύμα κι η ατάραχη ψυχή μέσα στην πιο λαμπρή εκπυρσοκρότηση του ήλιου με τα χρώματα της ανατολής, κι όλα να ανακατεύονται, όλα να αγγελοκρούονται και το νόημα των περγαμηνών να παίρνει ζωή και υπόσταση. Όσο γνώριζε το πνεύμα του καλόγερου τόσο τον ποθούσε, τόσο ο θαυμασμός του για την άφταστη τέχνη του γινόταν πόθος τυραννικός και λαχτάρα ασίγαστη. Οι δαίμονες του κορμιού και του μυαλού κατακυρίευαν την ψυχή και το νου του. Η γαλήνη είχε χαθεί, η ευτυχία φευγαλέο πουλί αναδευόταν στα νερά του φεγγαριού.
Ο φτωχός καλόγερος του Monte Cassino που μέχρι τότε κοιτούσε ανυποψίαστος το συνοδοιπόρο του στην τέχνη των χειρογράφων, είχε αλλάξει. Η σκιά του ξένου πόθου τον αγρίευε και τον έδιωχνε. Είχε πια ένα δικό του, πρωτόγνωρο κι αλλιώτικο βάσανο. Ήταν κιόλας κάμποσοι μήνες που η γυναίκα της Προποντίδας είχε εισβάλει στη ζωή του, αναπάντεχα το απομεσήμερο μιας Μεγάλης Τρίτης, δοξαστική και ερωτική μέσα από το Τροπάριο της Κασσιανής και η μορφή της μετουσιώνονταν στους αγγέλους του τέμπλου και στα γράμματα που ξεπηδούσαν από την περγαμηνή του. Οι κρυφές τους συναντήσεις τον γέμιζαν ενοχές και μαγεία. Ζούσε για την επόμενη συνάντησή τους, για το άγγιγμά της, για το γεμάτο γήινη μυρωδιά μαντήλι των μαλλιών της. Η ζωή στο μοναστήρι είχε αναποδογυριστεί. Η τέχνη τον μάγευε και η μοναξιά τον έλειωνε. Ζούσε σε δυο παράλληλα σύμπαντα, ξέχωρα το ένα από το άλλο που δεν έπρεπε να συναντηθούν ποτέ.
Εικόνα 10: Σκηνές από τη Δευτέρα Παρουσία, από τη Μικρά Ασία, 1855.
Πηγή: Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο 22634, από την ψηφιακή έκθεση «Βαδίζοντας στο επέκεινα», https://www.ebyzantinemuseum.gr/?i=bxm.el.thematic-routes&t=5