Τον είδα να κάθεται έξω απ το καφενείο. Στην αρχή δεν του έδωσα σημασία. Περίμενα την μάνα μου, πίστευα ότι θ αργούσε κι έτσι κάθισα στο διπλανό τραπέζι να πιω κι εγώ ένα καφέ. Πρέπει να ήταν γύρω στα πενήντα, τα μαλλιά του γκρίζα, αδύνατος, αξύριστος και τα ρούχα του ήταν τριμμένα απ το χρόνο. Δεν τον είχα ξαναδεί αλλά απ΄ ότι κατάλαβα ήταν ντόπιος γιατί χαιρετούσε όποιον περνούσε απ το μικρό καφενείο και είχε περίπου τα χρόνια του. Η ώρα περνούσε και κάποια στιγμή την προσοχή του ξένου την τράβηξε μια γυναίκα που στεκόταν απέναντι στο δρόμο κι αφού έφτυσε με αηδία χάμω, είπε.
-Φτου σου βρώμα!
Ξαφνιάστηκα με αυτή του την αντίδραση και τον ρώτησα.
– Την ξέρεις;
Με κοίταξε παράξενα, μετά γύρισε προς την γυναίκα και είπε με θυμωμένη φωνή.
– Ναι. Ήταν πωλήτρια στο μαγαζί του Καλυμνιού, αυτού με τα είδη προικός, έχει κλείσει τώρα. Εσύ είσαι μικρός αποκλείεται να το θυμάσαι.
– Το έχω ακουστά, του απάντησα.
– Μεγάλος έρωτας. Την είχα σπιτώσει τότε την πατσαβούρα, είχαμε δεσμό σχεδόν δυο χρόνια, το πηγαίναμε και για γάμο. Τότε δούλευα στην τράτα. Εκείνη την ημέρα, είχε βλάβη η μηχανή και δεν φύγαμε. Έτσι που λες, γύρισα νωρίς σπίτι, κι εκείνη δεν με περίμενε. Την έπιασα στα πράσα με ένα χασάπη. Μέσα στο ίδιο μου το σπίτι, καταλαβαίνεις; Τώρα κοίτα την, μας κάνει την κυρία , το πορνίδιο.
– Γιατί είσαι θυμωμένος μαζί της; Τον ρώτησα.
– Δεν σου είπα; Την έπιασα να με κερατώνει, έφαγα για χατίρι της 20 χρόνια φυλακή.
– 20 χρόνια για ένα κεράτωμα; Μας τα παραλές, του είπα.
Άναψε ένα τσιγάρο, κι αφού τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά, γύρισε προς το μέρος μου και συνέχισε.
-Ναι αδελφάκι μου 20 ολόκληρα χρόνια. Δεν άξιζε. Έπρεπε να συγκρατηθώ , να ήμουν πιο ήρεμος. Όμως θόλωσε το μυαλό μου όταν τους είδα και τους δυο στο κρεβάτι μου. Μες το σπίτι μου. Μπήκα στο σπίτι και άκουσα βογκητά απ την κρεβατοκάμαρα. Την είχα ψυλλιαστεί την δουλειά από καιρό, αλλά άμα δε δεις, δεν πιστεύεις. Έτσι όταν άκουσα τα βογκητά , πήγα στην κουζίνα πήρα το μαχαίρι, μπήκα στην κρεβατοκάμαρα και πριν καλά καλά το καταλάβουν άρπαξα τον χασάπη και τον έσφαξα , όπως έσφαζε αυτός τα αρνιά το Πάσχα,αυτή όμως μου ξέφυγε, δεν πρόλαβα αν την αποτελειώσω. Το μόνο που κατάφερα να κάνω ήταν να της χαρακώσω το πρόσωπο, να έτσι..
Κι έκανε μια κίνηση να μου δήξει πώς χαράκωσε την γυναίκα. Μετά άρχισε να γελά και να σφίγγει δυνατά το χέρι του που το κρατούσε μετέωρο λες κρατούσε ακόμα το μαχαίρι. Τον κοίταξα, είδα το μίσος στα μάτια του και την κακία, μετά γύρισα και είδα την γυναίκα που στεκόταν απέναντι. Ήταν ακίνητη και μας κοιτούσε χαϊδεύοντας μηχανικά ένα μικρό άσπρο σκύλο, που κρατούσε στην αγκαλιά της. Κοίταξα ξανά τον ξένο που συνέχιζε καπνίζοντας την αφήγηση
-20 χρόνια μου έριξαν, δεν είναι και λίγα, είπαν εν βρασμώ ψυχής. Σιγά , αν την βρω βολικά την παλιοβρόμα, θα την ξεπαστρέψω. Κοίτα ..κοίτα την τη σκρόφα, σα δεν ντρέπεται . Βρε καλά της έκανα, για φαντάσου να την έπιανα μετά το γάμο! Είπε και συνέχισε να γελά ικανοποιημένος.
Η γυναίκα καθόταν απέναντι για αρκετή ώρα και μας παρακολουθούσε, μετά, πέρασε το δρόμο και ήρθε προς το μέρος μας. Λοξοκοίταξα τον ξένο, να δω την αντίδρασή του. Το πρόσωπό του σκοτείνιασε και γύρισε το κεφάλι του προς την άλλη μεριά, λες και δεν ήθελε να την αντικρίσει. Η γυναίκα πλησίαζε και το σημάδι στο πρόσωπο της, όσο πλησίαζε τόσο φαινόταν πιο καθαρά. Ήταν αποκρουστικό, την έκανε ακόμα πιο γερασμένη, φορούσε μαύρα γυαλιά και ήξερα ότι αυτά τα γυαλιά έκρυβαν ένα γυάλινο μάτι. Στάθηκε μπροστά μου και είπε.
-Έλα Μιχαλιώ, Πήγαινε με σπίτι.
-Ναι μάνα.
Γύρισα και κοίταξα τον ξένο που μας έβλεπε παράξενα.
Εδώ και αρκετή ώρα είχα καταλάβει ότι ήταν ο πατέρας μου. Είχα το όνομά του.